Αντρέας Μουράτης – Για τη φανέλα και την αγάπη του κόσμου
Έμεινε ξακουστός για το περίτεχνο και γεμάτο παλικαριά, ψυχωμένο παιχνίδι του, για την αυταπάρνηση και την αγωνιστικότητά του που «έληγε» στο τελευταίο σφύριγμα του διαιτητή και για την αυτοθυσία που επέδειχνε στις φάσεις, βάζοντας κάποιες φορές σε κίνδυνο την υγεία και τη σωματική του ακεραιότητα.
Ο Αντρέας Μουράτης υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές που πέρασαν από τον Ολυμπιακό και την εθνική ομάδα, που τα ποδοσφαιρικά κατορθώματά του, ελλείψει της τεχνολογίας που γνωρίζουμε σήμερα, δυστυχώς, «αποτυπώθηκαν» μόνο στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της εποχής.
Έμεινε ξακουστός για το περίτεχνο και γεμάτο παλικαριά, ψυχωμένο παιχνίδι του, για την αυταπάρνηση και την αγωνιστικότητά του που «έληγε» στο τελευταίο σφύριγμα του διαιτητή και για την αυτοθυσία που επέδειχνε στις φάσεις, βάζοντας κάποιες φορές σε κίνδυνο την υγεία και τη σωματική του ακεραιότητα.
Ο Αντρέας Μουράτης ανήκει στη γενιά των παικτών που αγωνίζονταν με ψυχή, ίδρωναν και μάτωναν τη φανέλα χωρίς υλική ανταμοιβή, με μοναδικό κίνητρο την αγάπη του κόσμου, το σύνθημα της εξέδρας και το ζεστό χειροκρότημα στο τέλος του αγώνα, ίσως κι ένα πιάτο ζεστή φασολάδα· αυτή ήταν η ανταμοιβή.
Γεννήθηκε στις 29 του Νοέμβρη 1926. Φτωχόπαιδο, ξεκίνησε να παίζει μπάλα στους χωματόδρομους της γειτονιάς του δίπλα στο Καραϊσκάκη, αντιστάθηκε στους Γερμανοϊταλούς ναζί καταχτητές, έπαιξε μπάλα στην ομάδα της ΕΠΟΝ και δίπλα στον Νίκο Γόδα και δόξασε τα χρώματα του Ολυμπιακού και της Εθνικής στα γήπεδα του κόσμου, αγαπήθηκε από τους φιλάθλους όσο λίγοι και παρά το ότι πέρασαν τόσες δεκαετίες τον γνωρίζουν και οι νεότεροι.
Είναι καλό να σε θυμούνται για την ποδοσφαιρική σου αξία, το όνομά σου να βρίσκει μια θέση ανάμεσα στα μεγαλύτερα της ομάδας σου και του αθλήματος, μα είναι όμορφο να σε θυμούνται και για την ποιότητά σου ως άνθρωπος, για το χαρακτήρα σου και τη μεγάλη σου καρδιά. Αυτά τα «κατορθώματά» του Μουράτη, τα έζησαν οι συμπαίκτες του στον Ολυμπιακό και στην εθνική και τα διηγούνταν με συγκίνηση και αγάπη.
Το σκληροτράχηλο παρουσιαστικό του Αντρέα Μουράτη, που του πρόσθετε χρόνια, παρέπεμπε σε έναν άνθρωπο αυστηρό και απόμακρο, ό,τι έπρεπε δηλαδή για να «ψαρώνουν» οι αντίπαλοι. Ο Μουράτης στο γήπεδο γινόταν πραγματικό λιοντάρι που κατασπάραζε τους αντιπάλους, μα στα αποδυτήρια και στις παρέες ήταν φίλος κι αδελφός ων συμπαικτών του και ένας άντρας με μετρημένη συμπεριφορά και περίσσεια ταπεινότητα.
Ο Μουράτης παρέμεινε το ίδιο σεμνός και αφού αποσύρθηκε από την ενεργό δράση. Έμεινε πάντα πιστός στην αγαπημένη του ομάδα, τον Ολυμπιακό και στον θρυλικό αγώνα παλαιμάχων, κάθε Μεγάλη Παρασκευή, έβγαζε από το ντουλάπι της ψυχής του το αστείρευτο ποδοσφαιρικό του ταλέντο και το ξεδίπλωνε μπροστά στα μάτια συμπαικτών και φιλάθλων, κερδίζοντας τον θαυμασμό και την αγάπη τους.
Έφυγε από τη ζωή στις 10 του Δεκέμβρη 2000. Έζησε αθόρυβα, σπάνια απασχολούσε τη δημοσιότητα, όπως το μακρινό 1996 που το όνομά του βρισκόταν ανάμεσα σε μια χούφτα άλλα ονόματα παλαιμάχων, που θα παραλάμβαναν από την πολιτεία μια εφάπαξ «τιμητική» σύνταξη για να μπορέσουν να ζήσουν αξιοπρεπώς…
Τα νούμερα και οι στατιστικοί πίνακες έχουν τη δική τους σημασία. Το όνομα του Αντρέα Μουράτη, του θρυλικού «Μιζούρι» (λόγω του εκτοπίσματός του… που παρέπεμπε στο ομώνυμο θωρηκτό) χαράχτηκε ανεξίτηλα στις καρδιές των φιλάθλων, σαν το όνομα ενός μεγάλου μπαλαδόρου και ανθρώπου με μεγάλη καρδιά και ψυχή.