Απλά Χατζηπαναγής…
Ο Χατζηπαναγής γεννήθηκε (στις 26 του Οκτώβρη 1954) για μεγάλα πράγματα, ακόμα μεγαλύτερα από όσα του επιτράπηκε να κάνει, κλεισμένος στα στενά ποδοσφαιρικά όρια της μικρής και μίζερης Ελλάδας. Ίσως αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, αν οι επιλογές του, ποιος ξέρει… η ιστορία δεν γράφεται με ίσως και ο «Βάσια» ή «Νουρέγιεφ», έγραψε τη δική του με ανεξίτηλα γράμματα.
Η ελληνική γλώσσα είναι πάμπλουτη κι όμως δεν υπάρχει κάποιο επίθετο που να δηλώνει θαυμασμό και να μην βρήκε μια θέση μπροστά από το όνομα του Βασίλη Χατζηπαναγή. Αν κάθε άνθρωπος έρχεται στη ζωή μ’ έναν προορισμό, τότε μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι ο Βασίλης Χατζηπαναγής δεν έφτασε στον δικό του. Ο Χατζηπαναγής γεννήθηκε για μεγάλα πράγματα, ακόμα μεγαλύτερα από όσα του επιτράπηκε να κάνει, κλεισμένος στα στενά ποδοσφαιρικά όρια της μικρής και μίζερης Ελλάδας. Ίσως αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, αν οι επιλογές του, ποιος ξέρει… όμως η ιστορία δεν γράφεται με ίσως και ο «Βάσια» ή «Νουρέγιεφ», έγραψε τη δική του αθλητική – ποδοσφαιρική ιστορία με ανεξίτηλα γράμματα.
Παιδί πολιτικών προσφύγων που κατέφυγαν στη φιλόξενη Τασκένδη (πρωτεύουσα της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας του Ουζμπεκιστάν) μετά τον εμφύλιο, ο Βασίλης Χατζηπαναγής γεννήθηκε στις 26 του Οκτώβρη 1954. Από το γήπεδο της γειτονιάς του όπου πρωτόπαιξε μπάλα, ξεχώρισε για το ταλέντο του και σε ηλικία 17 ετών παίζει στη μεγάλη κατηγορία του Ουζμπεκιστάν. Σχεδόν αμέσως τον καλούν στην εθνική ομάδα των εφήβων και παίζει σε επίσημο αγώνα με τα χρώματα της Σοβιετικής Ένωσης (συνολικά έξι συμμετοχές). Αυτή η συμμετοχή, λόγω των αυστηρών διεθνών κανονισμών (καμιά σχέση με σήμερα που οι αθλητές μπορούν να αλλάζουν υπηκοότητα όπως την αθλητική τους φόρμα), θα του στερήσει στη συνέχεια το δικαίωμα να παίξει στην Εθνική Ελλάδας.
Το 1976 είναι ήδη καταξιωμένος ποδοσφαιριστής, όταν φτάνει στην Ελλάδα και στη Θεσσαλονίκη, αφού ο Ηρακλής θα κερδίσει τον Ολυμπιακό στα σημεία και θα είναι αυτός που θα αποκτήσει τον «Νουρέγεφ».
Το ιδιόμορφο καθεστώς του ελληνικού ποδοσφαίρου («δωδεκαετίες», συμβόλαια που «αλυσόδεναν» το μέλλον των αθλητών κλπ) και η στενομυαλιά των παραγόντων, θα κρατήσουν «δεμένο» στη μακεδονική γη τον μεγάλο μπαλαδόρο και δεν θα του επιτρέψουν να «πετάξει» με μεταγραφή, σε κάποια μεγάλη ομάδα του εξωτερικού, που θα του άνοιγε την πόρτα στην παγκόσμια αναγνώριση και καταξίωση. Όμως ακόμα περισσότερο από αυτό, όπως κατ’ επανάληψη έχει πει ο ίδιος, θα του στοιχίσει που δεν θα μπορέσει να παίξει στην εθνική ομάδα της Ελλάδας:
«Το 1984 έπαιξα με τη Μικτή Κόσμου σε ένα παιχνίδι στη Νέα Υόρκη απέναντι στη Νιου Γιορκ Κόσμος. Είχα για συμπαίκτες το Μπεκενμπάουερ, τον Κίγκαν, τον Μάριο Κέμπες. Ήταν τεράστια εμπειρία. Είναι να γελάς αν σκεφτείς πως σε καλούν στην Μικτή Κόσμου και δεν μπορείς να παίξεις στην Εθνική ομάδα της πατρίδας σου. Με ρωτούσαν οι συμπαίκτες μου γιατί δεν έπαιζα στην εθνική, τους εξήγησα την κατάσταση και τους φάνηκε πρωτάκουστο»…
Ο Βασίλης Χατζηπαναγής εκτός από την αστείρευτη φλέβα ταλέντου, και την πλούσια τεχνική κατάρτιση που διέθετε, και που έκαναν τους αντιπάλους του στο πράσινο τερέν να υποκλίνονται, τους Ηρακληδείς στην εξέδρα να παραληρούν και τους οπαδούς των άλλων ομάδων, ακόμα κι όσοι τον φώναζαν υποτιμητικά «ρώσο» λόγω της καταγωγής του, ή «βούλγαρο» λόγω της έδρας του Ηρακλή (στη βόρεια – από Τέμπη και πάνω – Ελλάδα…) να ζηλεύουν, πρόσφερε ήθος, σεμνότητα και αξιοπρέπεια, και δεν απασχόλησε την δημοσιότητα με κάτι άλλο εκτός από τη «δουλειά» του, δηλαδή το ποδόσφαιρο.
Η σχέση του Βασίλη Χατζηπαναγή με το ποδόσφαιρο δεν ήταν η επαγγελματική με την έννοια που συναντάμε σήμερα· θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί ερωτική. Ο τρόπος που συμπεριφερόταν στη μπάλα ήταν μοναδικός. Κι αυτή σπάνια να του χαλάσει χατίρι. Όσοι είδαν από κοντά τον «Νουρέγιεφ» να παίζει ποδόσφαιρο είχαν την τύχη να νιώσουν συναισθήματα που η ζωή δεν σου δίνει συχνά την ευκαιρία να γευτείς.
Ο για πολλά χρόνια συμπαίκτης του στον Ηρακλή, Σάββας Κωφίδης, μιλάει με θαυμασμό για τον «Νουρέγιεφ»: «Ήταν απερίγραπτος. Προσέφερε στους φιλάθλους το διαφορετικό, που μόνο αυτός μπορούσε». Ο Γιώργος Κούδας δεν δέχεται αντίρρηση: ο Βάσια ήταν ανώτερος του Μέσι, και ο Μίμης Δομάζος κουνάει το κεφάλι λέγοντας «τέτοιοι ποδοσφαιριστές είναι κρίμα να μεγαλώνουν».
Όταν τρεις από τους μεγάλους παιχταράδες που έβγαλε το ελληνικό ποδόσφαιρο εκφράζουν τον θαυμασμό τους με τόσο απλά μα και τόσο «γεμάτα» λόγια, τότε όλα μαζί τα επίθετα της ελληνικής γλώσσας δεν μπορούν να προσθέσουν ούτε γραμμή στο μεγαλείο σου. Γι’ αυτό, φτάνει απλά να προφέρεις σωστά Χατζηπαναγής, κι ο καθένας θα καταλάβει…