Αποχαιρέτα το κλειστό και την αγάπη του παιχνιδιού…
Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις από συγκίνηση. Ή κι από απελπισία, αν τα συγκρίνεις με το παρόν. Γιατί η ιστορία είναι ωραία, μπορεί να γίνει ακόμα και υλική δύναμη, σα βάρος στη φανέλα, αλλά δεν τρώγεται, ούτε μοιράζει χρήμα στους παίκτες.
Αυτές τις μέρες γκρεμίζεται το κλειστό γυμναστήριο της Νέας Σμύρνης, στην οδό Αρτάκης και όλες οι μπασκετικές μορφές των παλιότερων γενιών απέτισαν συγκινημένες το δικό τους φόρο τιμής. Μπορεί σε κάποιους να μη φαίνεται πολύ λογικό να κλαίει κανείς για τα ντουβάρια και τους σοβάδες, αλλά α. οι οπαδικές προτιμήσεις ανάγονται στο πεδίο της θρησκευτικής, μεταφυσικής πίστης και το γκρέμισμα της έδρας είναι σα να σου γκρεμίζουν το σπίτι (του θεού) ή μάλλον έναν ιερό ναό, κάτι που αποτυπώνεται και στο σχετικό σύνθημα:
Όλοι στο ναό/ έχουν για θεό
Τον αιώνιο/Πανιώνιο…
και β. δεν πρόκειται για τα άψυχα αντικείμενα, αλλά για τα έμψυχα που φιλοξενούσαν και την ιστορία τους. Όπως πχ μια πόλη μπορεί να έχει ωραίες γειτονιές, μεγάλα πάρκα, θέα στη θάλασσα ή το βουνό, αλλά η μισή γοητεία είναι το ιστορικό φορτίο που κουβαλάει, η αίσθηση που αποπνέει στον επισκέπτη της και τα χνάρια που έχει αφήσει το παρελθόν της στη σύγχρονη εικόνα της.
Έτσι και με το κλειστό της Αρτάκης, αν και η είσοδος βρίσκεται στην οδό Εθνικής Στέγης, απέναντι από έναν τοίχο με αντιφασιστικά γκράφιτι, σε μια προσφυγική πόλη.
Και σε ένα γήπεδο, όπου η ιστορία κυκλοφορεί πηχτή στον αέρα, στην ατμόσφαιρα, νιώθεις πως μπορείς να την πιάσεις, να αναπλάσεις νοερά τις φάσεις. Να δεις το Φάνη να πυροβολεί κατά ριπάς, με τη γλώσσα έξω, σα να γελάει ειρωνικά στο χρόνο σα μωρό, όπως όλοι οι μπέμπηδες που βρίσκουν την αιώνια νιότη τους στον αιώνιο σύλλογο. Και τους καλογυμνασμένους αντιπάλους του να τους βγαίνει η δική τους γλώσσα, καθώς τρέχουν να τον κλείσουν. Κι αν είχαν το μισό ταλέντο του, μπορεί να είχαν φτάσει στο ΝΒΑ. Κι αν είχε αυτός τη μισή τους πειθαρχία και όρεξη για δουλειά, θα ήταν πριν από αυτούς στο ΝΒΑ, να βγάζει τη γλώσσα στον Τζόρνταν, αντί να είναι με χορηγό στη φανέλα την Chipita, να δίνει την εντύπωση πως έχει αδειάσει μόνος το ράφι με τα κρουασάν της ή με τα Eurosnack, που διαφήμιζε παλιότερα.
Νιώθεις ακόμα πως μπορείς να δεις τον Τέρνερ να κόβει τον Γκάλη στον αιφνιδιασμό, στην τελευταία φάση. Τον Γκάλη, που πιο παλιά, όταν φορούσε ακόμα τα κίτρινα, είχε βγει με πέντε φάουλ στο ίδιο γήπεδο -μία από τις ελάχιστες φορές στην καριέρα του. Και ίδρωνε κάθε φορά να κερδίσει -όπως όλοι οι μεγάλοι.
Ή τον Τέρνερ πάλι να κάνει μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον εαυτό του και το φοβερό κάρφωμα των 360 μοιρών, στον αιφνιδιασμό και σε ροή αγώνα -όπου είχε πετύχει 30 από τους 46 πόντους της ομάδας, στο πρώτο μέρος, αλλά την είδε τελικά να χάνει- κι όχι σε διαγωνισμό καρφωμάτων. Σαν αυτόν που είχε πάρει το 91′ ο Χάτσον του Πανιωνίου, όχι μόνο γιατί ήταν ο πιο θεαματικός, αλλά γιατί δεν υπήρχε μετά ταμπλό και μπασκέτα, για να προσπαθήσει κάποιος άλλος. Αυτό όμως είχε γίνει στο ΣΕΦ και είναι ανέκδοτο από άλλο γήπεδο…
Και στην άλλη πλευρά να νιώθεις τον πόνο του Γιάνκοβιτς, που σφάδαζε μετά από την κεφαλιά στην μπασκέτα, για ένα γαμοσφύριγμα, ένα γαμημένο παιχνίδι, για ένα επιθετικό φάουλ που τον άφησε παράλυτο στο καροτσάκι για το υπόλοιπο της ζωής του, κάνοντας για μια στιγμή τους πάντες να σπεύσουν στο πλευρό του, δείχνοντας την ανθρώπινη πλευρά τους -ακόμα και τον Ιωαννίδη, που είχε το όνομα του κυνικού. Και σε κοιτούσε ακόμα αγέρωχος πίσω απ’ τη μοιραία μπασκέτα, στη γιγαντοαφίσα, ενώ η φανέλα του κρεμόταν μαζί με του Φάνη απέναντι στον τοίχο που ήταν ορφανός από κερκίδα.
Κι έβλεπες νοερά κι άλλους: το Κιτσάκι -που δεν ήταν Πανιώνιος, αλλά είχε χτυπήσει τατουάζ με τον πάνθηρα- τον Τζούροβιτς με το ελληνικό, τσιγκελωτό μουστάκι, τον Μπένατσεκ, τον Καράγκουτη, τον Περπέρογλου, τον Ντίνκινς και τον Πάσπαλιε στην ομάδα του σοφού Ίβκοβιτς, το γιο του Γιάνκοβιτς και το Νίκο Παππά -που νίκησε κάποτε σε ένα μονό στα Σεπόλια τον Αντετοκούμπο, χωρίς να δεχτεί καλάθι και ο Γιάννης το θυμάται ακόμα…
Τα πάντα εκτός από αγώνα Ευρωλίγκα, γιατί δεν τηρούσε τυπικά τις ψυχρές προδιαγραφές -κι έτσι η ομάδα ξεσπιτωνόταν στη Γλυφάδα ή στο Ελληνικό. Μα τι ξέρουν αυτές από γήπεδα μπάσκετ…
Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις από συγκίνηση. Ή κι από απελπισία, αν τα συγκρίνεις με το παρόν. Γιατί η ιστορία είναι ωραία, μπορεί να γίνει ακόμα και υλική δύναμη, σα βάρος στη φανέλα, αλλά δεν τρώγεται, ούτε μοιράζει χρήμα στους παίκτες. Και η ομάδα που πέρασε από σαράντα κύματα και τρεις κατηγορίες, που σώθηκε πέρσι από θαύμα, γιατί αυτοκτόνησε ο Κόροιβος, προσμένει φέτος και άλλο θάμα -μοιραία και άβουλη αντάμα- καθώς βλέπει τις ζωές της να σώζονται.
Κι ο τελευταίος εντός έδρας αγώνας του Ιστορικού στο ιστορικό κλειστό ήταν μια ταπεινωτική ήττα από το νεοφώτιστο Ήφαιστο, που αναβλύζει υγεία, ενώ ο Πανιώνιος βούλιαζε στα προβλήματά του, την κακή άμυνα, την γκρίνια για το κακό σερί ηττών και τον προπονητή (Οικονόμου) που έφυγε την επόμενη αγωνιστική, και τα επτά κακά της μοίρας του. Με εξαίρεση τη συγκίνηση στην αρχή για τη Ρενάτα που δίνει το δικό της αγώνα να κρατηθεί στη ζωή. Και το τέλος, όπου κάποιοι έφυγαν νωρίς, χωρίς πίστη στην ανατροπή, για να προλάβουν από την αρχή τουλάχιστον τον ποδοσφαιρικό αγώνα με την ΑΕΚ.
Το χειρότερο αντίο σε μια τέτοια έδρα, που κατάφερε όμως -έστω κι έτσι- να δείξει προς στιγμήν τη δύναμή της, γιατί μπορεί να γίνει καμίνι που βράζει ακόμα και με τριακόσιους πιστούς οπαδούς στα πέταλα ή στο πάνω διάζωμα, όπου σκαρφαλώνουν στα κάγκελα και περνάνε σε άλλη διάσταση, σα να έχουν την μπαγκέτα του Μίκη και διευθύνουν από εκεί το παιχνίδι, ενώ τα χώνουν στη διαιτησία και εμψυ-χώνουν την ομάδα. Πάμε γερά, όλοι ρε…
Κι έστω για ένα δεκάλεπτο, το παρκέ ήταν κατηφορικό σαν το χορτάρι του Ριαθόρ, κι ο ΠΓΣΣ πήγε να το γυρίσει κι έμοιαζε να έχει το μομέντουμ, που αποδείχτηκε τελικά εύθραυστο. Ενώ ένα άλλο κλειστό μπορεί να είναι μεγάλο και σύγχρονο, με ωραίους χώρους και αποδυτήρια, που δε θα μυρίζουν ως την κερκίδα, και θα πληροί τις προδιαγραφές, αλλά θα ακυρώνει τον κόσμο, τον πιο σπουδαίο παράγοντα του παιχνιδίου, θα τον αφήνει θεατή στη γωνία ή σε βολικά καθίσματα, όπου όμως κανείς οπαδός δεν μπορεί στα αλήθεια να βολευτεί και να τα νιώσει σπίτι του. Το μόνο που θα είναι οικείο θα είναι ίσως τα χρώματα, τα λάβαρα της ομάδας, άντε και το κορίτσι (η Κατερίνα νομίζω) που καθαρίζει φιλότιμα με τη σκούπα της τον ιδρώτα των παικτών.
Κι αυτό, καθαρά υλιστικά μιλώντας, είναι ένας από τους πιο σοβαρούς λόγους να απαισιοδοξεί κανείς και να ανησυχεί ο κόσμος του Πανιωνίου, που δίνει σε μια βδομάδα τον πρώτο εντός έδρας αγώνα του, μακριά από την Αρτάκης, στο Παλαιό Φάληρο. Αφήνει δηλαδή ένα ημι-ερασιτεχνικό κλειστό, με ρετρό καφέ σκούρο παρκέ, που φιλοξένησε τις καλύτερες στιγμές του και το DNA του συλλόγου.
Και ο Φάνης που πέρασε όλη την μπασκετική ζωή του σχεδόν στην πλατεία, κι ο Μπόμπαν που έδρασε παρορμητικά και έφαγε το κεφάλι του, δε λειτούργησαν ποτέ σαν επαγγελματίες, αλλά ακριβώς σαν ερασιτέχνες, με την κυριολεκτική σημασία του όρου, για την αγάπη του παιχνιδιού. Κι ενώ όλοι απορούν πού θα έφτανε ο Χριστοδούλου αν ήταν καλύτερος επαγγελματίας και λιγότερο αισθηματίας -και δεν είχε το δέσιμο με τον Πανιώνιο- γιατί να μην αναρωτιόμαστε το ακριβώς αντίθετο; Πού θα έφτανε ένας μισθοφόρος, από τα πολλά ταλέντα που κυκλοφορούν και χάνονται σύντομα, μόλις παν να κάνουν το παραπάνω βήμα; Και ποιος θα θυμόταν σήμερα το Φάνη, αν δεν ήταν μια ζωή στον Πανιώνιο και όσα πρέσβευε αυτή η επιλογή του -για να φύγει μόνο στο κλείσιμο της καριέρας του και να πάρει ένα πρωτάθλημα με τον Παναθηναϊκό;
Κι είναι και κάτι ακόμα. Τα σύγχρονα κλειστά δεν είναι μπάτε σκύλοι-αλέστε, για να μπαίνουν τα παιδιά ομαδόν και να βαράνε σουτάκια όποτε θέλουν, όπως έκαναν μέχρι τώρα στο κλειστό της Αρτάκης, στο ημίχρονο και στο τέλος του αγώνα, βρέξει-χιονίσει, είτε είχε χάσει η ομάδα, είτε όχι, γιατί το μόνο που τα ένοιαζε ήταν η αγάπη του παιχνιδιού, όχι το αποτέλεσμα. Κι αυτό είναι που φαίνεται να λείπει από τα σημερινά κλειστά και το σύγχρονο αποστειρωμένο επαγγελματικό αθλητισμό…