Χαμένος μα δεν κλαίγομαι, δεν είμαι ο Τζέιμς Χάρντεν
Ο Μούσιας είναι ο αγαπημένος στόχος πολλών φίλων του ΝΒΑ, για αγνή μπασκετική χολή. Κανείς δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει όμως την αγωνιστική του αξία.
Τόσοι μουσάτοι και ούτε μία επανάσταση, λέει ένα meme με τον Τσε να καλύπτει το πρόσωπο με την παλάμη του, απογοητευμένος. Τόσα μούσια και ούτε ένα πρωτάθλημα, θα μπορούσε να λέει ένα αντίστοιχο για τους Ρόκετς του Τζέιμς Χάρντεν, που γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 26 Αυγούστου 1989, στο Λος Άντζελες.
Ο “μούσιας” είναι ο αγαπημένος στόχος πολλών φίλων του ΝΒΑ για αγνή, μπασκετική χολή. Δεν μπορούν να αντέξουν την άμυνα που παίζει με τα μάτια, τις επιθέσεις που η μπάλα κολλάει στο χέρι του και δεν ακουμπά κανένα άλλο μέχρι να σουτάρει -ή να την χάσει-, τον ατομισμό του, τα άπειρα βήματα στο πλάγιο step-back τρίποντο για να αποφύγει την τάπα ή στο drive. Και προπαντός δεν ανέχονται το μπλαζέ υφάκι και την αλαζονεία του, όταν πιστεύει πως είναι ο κορυφαίος, χωρίς να έχει φτάσει ποτέ στην κορυφή.
Ο ατζέντης του λέει πχ πως ο Χάρντεν είναι καλύτερος επιθετικός από τον Τζόρνταν -αν και αυτό το υπονόησε ουσιαστικά και ο Μπάρκλεϊ, βάζοντας τον “Μούσια” στην κορυφή- ενώ ο ίδιος θέλει να γίνει το σουτ του σήμα-κατατεθέν, σαν το fade away του Τζόρνταν ή τη ραβέρσα (sky hook) του Τζαμπάρ. Και ας λένε οι επικριτές του πως το κάνει για να παίρνει ψεύτικα φάουλ, καθώς προσγειώνεται, ενώ δε σταματά να γκρινιάζει για φάουλ στους διαιτητές. Μόνο τυχαία δε βγήκε ο στίχος που βλέπουμε στον τίτλο της ανάρτησης (τίτλος = αυτό που δεν έχει ακόμα ο Χάρντεν).
Χαμένος, μα δεν κλαίγομαι, δεν είμαι ο James Harden
Νομίζουν είμαι “ΙΖΙ”, αλλά είμαι Mud Garden
Από την άλλη, όσα στραβά κι αν έχει ο Χάρντεν, δε γίνεται να μην αναγνωρίσεις την αξία του στο γήπεδο. Είναι φονικό επιθετικό όπλο -ίσως το μεγαλύτερο αυτή τη στιγμή στο ΝΒΑ- έχει καθιερώσει νέες κινήσεις -όπως το step-back σουτ, το Euro-step, τα αναγνωριστικά βηματάκια στην ντρίπλα, καθώς ζυγίζει τον αντίπαλο, και η παθητική άμυνα με τα μάτια- και έχει τους αριθμούς με το μέρος του, μαζί με μια σειρά ρεκόρ. Τριπλ νταμπλ με τους πιο πολλούς πόντους, ρεκόρ συνεχόμενων αγώνων με 30+ και 20+ πόντους στο παρκέ, ο πιο νεαρός παίκτης που φτάνει τα χίλια εύστοχα τρίποντα.
Δύο χρυσά με τις ΗΠΑ, σε Μουντομπάσκετ και Ολυμπιακούς Αγώνες. Ένα βραβείο MVP το 2018, ενώ μπορεί να έπαιρνε και το περσινό, αν δεν έπεφτε πάνω στη σπουδαία χρονιά του Αντετοκούμπο (ο οποίος βέβαια, σύμφωνα με τον Χάρντεν, πήρε το βραβείο λόγω της ιστορίας του -φτωχός μετανάστης με δύσκολα παιδικά χρόνια στην Ελλάδα- και όχι για τα κατορθώματά του στο γήπεδο. Αλλά και ρεκόρ λαθών, σε απόλυτους αριθμούς και μέσους όρους, αφού πρακτικά όλα περνάνε από τα χέρια του.
Όλα τα παραπάνω είναι όμως ατομικές διακρίσεις και δεν αντικαθιστούν το δαχτυλίδι που λείπει από τη συλλογή του. Αν και δεν είναι πολύ σίγουρο πως θα θυσίαζε τις δικές του επιδόσεις για έναν συλλογικό τίτλο.
Δύο φορές έχει φτάσει κοντά στην πηγή -και το νερό της. Μία ως παίκτης των Οκλαχόμα Θάντερ, μέλος μιας μαγικής τριάδας με Ντουράντ και Ουέστμπρουκ, που έχασε καθαρά από απειρία τη σειρά των τελικών απέναντι στο Μαϊάμι, αν και πήρε με τον ενθουσιασμό της το πρώτο ματς. Σήμερα αναρωτιέται κανείς εκ των υστέρων πώς χώρεσαν όλοι αυτοί στην ίδια ομάδα και πόσες μπάλες χρειάζονταν, αλλά ο Χάρντεν στα πρώτα του βήματα -όταν επιλέχτηκε στο Νο3 των ντραφτ από τους Θάντερ, τον διάδοχο των Σιάτλ Σούπερ-σόνικς- ξεκινούσε από τον πάγκο, βγαίνοντας καλύτερος έκτος παίκτης του πρωταθλήματος, και δεν είχε ακόμα τόσο μεγάλη γενειάδα. Πιθανότατα την άφησε για να ξεχωρίσει από τους υπόλοιπους, ενώ όταν κατάλαβε πως δε θα μπορούσε να είναι το νούμερο 1 στην Οκλαχόμα, ζήτησε ανταλλαγή και πήγε στο Χιούστον.
Εκεί το 18′ οι Ρόκετς είχαν καλύτερο ρεκόρ και πλεονέκτημα έδρας απέναντι στο Γκόλντεν Στέιτ, φτάνοντας ένα βήμα μακριά από το να αποκλείσουν τους Γουόριορς και να σπάσουν την πενταετή κυριαρχία τους στη Δύση. Κι ίσως να το ‘χαν καταφέρει, αν δεν είχε τραυματιστεί ο Κρις Πολ, που ήρθε να κάνει τον πραγματικό οργανωτή (play maker) και να κρατήσει ισορροπίες στην περιφέρεια, σε μια ομάδα πλήρως Χαρντενική, προσαρμοσμένη στις ανάγκες και τα γούστα του “Μούσια”. Παίζει run and gun, σε φρενήρεις ρυθμούς, με άπειρα σουτ από την περιφέρεια, ανοιχτά και διασκεδαστικά μέχρι… βαρεμάρας. Αλλά χάνει πάντα κάτι στην ουσία, υστερώντας παράλληλα σε μέταλλο.
Και αν δεν καταφέρει να το αλλάξει αυτό στα επόμενα πέντε-έξι γεμάτα χρόνια που έχει μπροστά του ο Χάρντεν, τότε δε θα περάσει στην ιστορία ως ένας από τους κορυφαίους, αλλά ως ένας από τους πιο προικισμένους παίκτες που έμειναν χωρίς δαχτυλίδι και επιβράβευση.