Χρίστο Στόιτσκοφ – Εδώ είναι Βαλκάνια, σου το ‘πα, δεν είναι παίξε γέλασε και σώπα
Ο Στόιτσκοφ είναι ο μοναδικός Βαλκάνιος παίκτης που έχει πάρει τη Χρυσή μπάλα και το κατάφερε με εντελώς… βαλκανικό τρόπο: με τσαμπουκά, πείσμα, αθυροστομίες, και τρομερά ψυχικά αποθέματα που εκτόξευσαν την αξία του στο πολλαπλάσιο.
Αν ο Ρουμάνος Χάτζι* -που ‘χε κι αυτός γενέθλια πρόσφατα- ήταν ο Μαραντόνα των Καρπαθίων, ο Βούλγαρος γείτονάς του, Χρίστο Στόιτσκοφ, ήταν ο Μαραντόνα των Βαλκανίων και είχε μερικά τυπικά βαλκανικά χαρακτηριστικά: τσαμπουκάς, πεισματάρης, αθυρόστομος, μάλλον απείθαρχος, πρεσβευτής του ποδοσφαίρου της αλάνας, καπάτσος και γενικά… κωλοπετσωμένος. Τόσο που κατάφερε να σταθεί και να πετύχει εκεί που δεν μπόρεσε ο αυθεντικός Μαραντόνα: στην Μπαρτσελόνα.
(* οι δυο τους πάντως, Χάτζι και Στόιτσκοφ, σφράγισαν το τέλος της Αργεντινής του Μαραντόνα, στα γήπεδα της Αμερικής, αν και ο Ντιέγκο δεν έπαιξε σε κανένα από αυτά τα δύο παιχνίδια. Περισσότερα για αυτό το Μουντιάλ όμως στη συνέχεια).
Ο Στόιτσκοφ γεννήθηκε στο Πλόβντιβ (Φιλιππούπολη) και σύντομα πήρε μεταγραφή για την ομάδα του στρατού, την ΤΣΣΚΑ Σόφιας. Το πάθος και ο ατίθασος χαρακτήρας του τον μπλέκουν σε ένα ποδοσφαιρικό καβγά στον τελικό του Κυπέλλου και του στοιχίζουν αγωνιστική τιμωρία ενός έτους. Κάνει όμως πράγματα και θάματα τα επόμενα χρόνια, παίρνει το Χρυσό Παπούτσι (ο τίτλος για τον πρώτο σκόρερ στην Ευρώπη) και φτάνει με την ομάδα του στα ημιτελικά του Κυπέλλου Κυπελλούχων, το 89′, όπου φιλοδωρεί με τρία γκολ τη μετέπειτα ομάδα του (Μπαρτσελόνα).
Η μεταγραφή κλείνει το καλοκαίρι το 90′, λίγους μήνες μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση, και η Βαρκελώνη θα γίνει η δική του Ιθάκη. Θα μείνει εκεί στο μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 90′, με εξαίρεση ένα αποτυχημένο, σύντομο πέρασμα από το Καμπιονάτο και την Πάρμα και θα γίνει το αγαπημένο παιδί της κερκίδας, παρά τις πολλές αποβολές, τις μανούρες και τους συνεχείς τσαμπουκάδες που προκαλεί -ή μάλλον, ακριβώς για αυτό.
Γίνεται μέλος της ντριμ-τιμ του Κρόιφ, παίρνει μαζί της το πρώτο Κύπελλο Πρωταθλητριών στην ιστορία του (κάτι παραπάνω από) συλλόγου και φτάνει σε άλλον ένα τελικό το 94′, όπου όμως την συντρίβει η ασταμάτη Μίλαν του Καπέλο, με 4-0.
Εκείνη τη χρονιά, ο Στόιτσκοφ παίρνει το βραβείο της Χρυσής Μπάλας για τον καλύτερο παίκτη του κόσμου, χάρη και στα κατορθώματά του στο Μουντιάλ του 94′, όπου αναδεικνύεται πρώτος σκόρερ -μαζί με το Ρώσο Σαλένκο, που έβαλε πέντε γκολ σε ένα ματς- της διοργάνωσης και παίρνει τη Βουλγαρία από το χέρι μέχρι τα ημιτελικά.
Η χρυσή εκείνη βουλγάρικη φουρνιά, με τον Κονσταντίνοφ, το μακαρίτη Ιβάνοφ με το δολοφονικό βλέμμα, τον Κρεμενλίεφ που πέρασε από τον Ολυμπιακό και το χρυσοκέφαλο φαλακρό Λέτσκοφ, κληρώθηκε στον ίδιο όμιλο με την Εθνική του Παναγούλια, που την φιλοδώρησε με τεσσάρα, εξασφάλισε την πρόκριση νικώντας την Αργεντινή του Μαραντόνα (που έμεινε στον πάγκο, προτού ανακοινωθεί πως πιάστηκε ντοπέ), απέκλεισε στα πέναλτι το Μεξικό του baby-face Χόρχε Κάμπος, με τις φανταχτερές στολές, και με ανατροπή στα προημιτελικά την παγκόσμια πρωταθλήτρια, Γερμανία.
Στα ημιτελικά σταμάτησε η ξέφρενη πορεία των Βούλγαρων, που σκόνταψαν στο υψηλό εμπόδιο της Ιταλίας του Ρομπέρτο Μπάτζιο. Ο Στόιτσκοφ όμως θα φτάσει τα έξι γκολ στη διοργάνωση, θα βγει πρώτος σκόρερ του Μουντιάλ και θα αφήσει πίσω του τον Μπάτζιο (και το συμπαίκτη του Ρομάριο) στην ψηφοφορία για τη Χρυσή μπάλα. Γίνεται έτσι ο πρώτος και μοναδικός μέχρι σήμερα Βαλκάνιος που έχει πάρει αυτό το βραβείο.
Και το σημαντικό είναι πως το κατάφερε με… το βαλκανικό τρόπο: με τσαμπουκά, θάρρος και την ψυχική δύναμη να εκτοξεύει το -αναμφισβήτητο- ταλέντο του στον ουρανό. Γιατί εδώ το ποδόσφαιρο δεν είναι απλά ένα παιχνίδι: εδώ είναι Βαλκάνια σου το ‘πα, δεν είναι παίξε, γέλασε και σώπα…