Δ. Παπανικολάου: Ο φον Δημητράκης που φόρεσε τη φανέλα στη ΝΔ…
Ο θεατρικός φον Δημητράκης του Ψαθά κατέληξε υπουργός της κατοχικής κυβέρνησης και ο μπασκετικός “φον Δημητράκης” βρήκε τη θέση του μακριά από τα παρκέ ως υποψήφιος της ΝΔ του Μητσοτάκη.
Ο φον Δημητράκης του Ψαθά είναι ένας μωροφιλόδοξος αντι-ήρωας που γίνεται Υπουργός στην κατοχική κυβέρνηση, αποκηρύσσοντας τον αντάρτη γιο του. Ο Δημήτρης Παπανικολάου δεν είχε κανένα αντάρτικο παρελθόν να αποκηρύξει -κι ας είχε κάνει μια μικρή ανταρσία στον Ολυμπιακό για λίγους μήνες- αλλά ως “φον Δημητράκης” με το όνομα -ή μάλλον με το παρανόμι- δε θα μπορούσε παρά να βρει τη θέση του στα ψηφοδέλτια της ΝΔ και της παράταξης που στέγασε πολιτικά τους δωσίλογους.
Γεννήθηκε στο Ίλιο από γονείς δασκάλους και μία από τις παιδικές σκανταλιές του, που διηγείται σε ένα σπαρταριστό κείμενο ο Σκουντής, είναι πως στο Γυμνάσειο είχε αλλάξει τον έλεγχο με τους βαθμούς του, που ήταν κάτω από τη βάση, αλλά έγινε γρήγορα αντιληπτό από τους γονείς του. Στο ενδιάμεσο κατάφερε να πετύχει ως καλαθοσφαιριστής, κι έτσι δεν είχε πρόβλημα να μπει στην “οικογένεια των αρίστων” της Δεξιάς, που τα βάζει μόνο με πλαστογραφημένα απολυτήρια καθαριστριών κι άλλων κοινών θνητών…
Στα 15 είχε ήδη φανεί το ταλέντο του, που προσέλκυσε τους κυνηγούς ταλέντων του Ολυμπιακού. Έπαιξε όμως δανεικός για τρία χρόνια στο Σπόρτινγκ, όπου είχε την ευκαιρία να κάνει ντεμπούτο στην Α1 στα 15 του, κόντρα στον ΠΑΟΚ, με κάρφωμα απέναντι στο Λέβινγκστον, τον παλιό ΝΒΑer. Η δική του αλτικότητα κι εκρηκτικότητα έκανε κάποιους να τον αποκαλέσουν Έλληνα Μπάρκλεϊ, στην πραγματικότητα όμως είχε όλα τα φόντα να γίνει ο διάδοχος του Φάνη Χριστοδούλου και ο απόλυτος all around παίκτης.
Γύρισε στο λιμάνι ψημένος τρία χρόνια αργότερα, μετά τη μεγάλη επιτυχία στο Μουντομπάσκετ Εφήβων. Ήταν από τα βασικά στελέχη της ομάδας στο Πρωτάθλημα του 96′ και το τριπλ-κράουν του 97′ με τον Ίβκοβιτς, αλλά στο τέλος της χρονιάς δήλωσε πως οι Έλληνες παίκτες ήταν σα μειονότητα μες σε μια θάλασσα κοινοτικών, σήκωσε δικό του μπαϊράκι και πήγε για έξι μήνες στην Κίντερ Μπολόνια, όπου όμως δεν έπαιξε ποτέ. Τα βρήκε τελικά ξανά με τον Ίβκοβιτς και τον Ολυμπιακό και γύρισε στο λιμάνι για άλλα πέντε χρόνια, χωρίς να πάρει όμως άλλο μεγάλο τίτλο.
Το 02′ φεύγει από τον Πειραιά και πηγαίνει στον αιώνιο αντίπαλο, με ενδιάμεσο σταθμό το Μακεδονικό. Εκεί δεν έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, εμπλουτίζει όμως το παλμαρέ του και το 07′ κατακτά με τους πράσινους το τριπλ-κράουν και γίνεται ο πρώτος -και μοναδικός μέχρι τώρα- Έλληνας παίκτης που καταφέρνει να το κατακτήσει με δύο διαφορετικούς συλλόγους.
Στον πέμπτο και καθοριστικό τελικό της Α1 θα έχει ρόλο-κλειδί απέναντι στην παλιά του ομάδα, αν και γενικά ήταν παροπλισμένος εκείνη τη σεζόν, που ήταν η τελευταία του στον ΠΑΟ. Την επόμενη χρονιά θα πάει στην ΑΕΚ και θα γίνει ο πρώτος Έλληνας που έχει παίξει και στους τρεις μεγάλους του κέντρου. Η καριέρα του θα κλείσει λίγο αργότερα, στο Περιστέρι, στα 35 του χρόνια, κι ενώ έδινε την εντύπωση πως ήταν μεγαλύτερος, όχι φυσιογνωμικά, αλλά γιατί είχε περάσει μια ζωή στα παρκέ.
Κι αυτό γιατί οι περισσότεροι τον είχαν μάθει από τα 18 του, ως μέλος της χρυσής ομάδας στο Μουντομπάσκετ Εφήβων, με Ρεντζιά, Κακιούζη, Χατζή και άλλους, που κέρδιζε τους αντιπάλους της με διαφορά. Έγινε αμέσως βασικό στέλεχος της Ανδρών, με την οποία δεν κέρδισε όμως κανένα μετάλλιο, κι όταν πλησίασε πιο πολύ σε αυτό -στο Μουντομπάσκετ του 98′ ως οικοδέσποινα- ήταν ο μοιραίος παίκτης της, εκνευριστικά άστοχος από τη γραμμή των βολών, στον κρίσιμο ημιτελικό.
Τα επόμενα χρόνια πήρε αγωνιστικά την κάτω βόλτα και δεν ήταν μέλος της Εθνικής στο καλό της φεγγάρι, αρχής γενομένης από το Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου, το 05′ -όταν ο Παπ ήταν μόλις 28, αλλά ήδη με παραστάσεις βετεράνου. Μετά από ένα ταξίδι με την Εθνική πάντως, στα… βρώμικα νερά της -κατά τα άλλα- φημισμένης Κόπα Καμπάνα, ένιωσε πόσο μοναδικά είναι τα νερά των δικών μας θαλασσών και χτύπησε τατού με την ελληνική σημαία! Είχε πει πως ήθελε να το σβήσει, για να μην τον βλέπουν οι κόρες του με τατουάζ, άλλαξε όμως γνώμη και έλεγε πως το τατουάζ θα έφευγε μόνο αν του κοβόταν το χέρι…
Αυτό ήταν όμως ένα από τα λιγοστά δείγματα για την πολιτική εξέλιξη του Φον Δημητράκη, που φαινόταν έξυπνος κι ατακαδόρος, όπως όταν σχολίασε το “δικομματισμό” των αιωνίων αντιπάλων και τον ανταγωνισμό που (δεν) έχουν στο ελληνικό πρωτάθλημα, λέγοντας πως όλες οι υπόλοιπες ομάδες είναι… “ισοαδύναμες”.
Μετά το τέλος της καριέρας του ως αθλητής, άνοιξε το προπονητικό κεφάλαιο, που αποδείχτηκε αρκετά σύντομο, με πιο σημαντικό σταθμό την παρουσία του στο επιτελείο του Τρινκιέρι στην Εθνική, στο Ευρωμπάσκετ του 13′. Η πολιτική του καριέρα μπορεί να αποδειχτεί ακόμα πιο σύντομη, αν και οι δημοσκοπήσεις δίνουν προβάδισμα στη ΝΔ.
Κι όταν βλέπει κανείς τη χειραψία με τον Κυριάκο, σκέφτεται αυθόρμητα τις χαμένες βολές με τους Γιούγκους είκοσι χρόνια πριν, και αναρωτιέται αθώα αν αυτή η σχέση ήταν τελικά παλιότερη από όσο νομίζουμε…