Δημήτρης Διαμαντίδης – Τα διαμάντια είναι παντοτινά
Η ιστορία ενός μπασκετικού “ασχημόπαπου”, που δεν έγινε απλά κύκνος, αλλά μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες στο ελληνικό και ευρωπαϊκό μπάσκετ.
Ο Δημήτρης Διαμαντίδης είναι ένας από τους πιο ολοκληρωμένους παίκτες στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ, με πολύ μεγάλη επίδραση στο άθλημα, και σίγουρα ένας από τους κορυφαίους της χρυσής γενιάς του, για να μην μπούμε στη διαδικασία της επιλογής στο κλασικό δίλημμα “Διαμαντίδης-Σπανούλης” -όπου θα είχε ίσως θέση και ο Παπαλουκάς.
Ήταν το αγαπημένο παιδί κάθε προπονητή -και προπαντός του Ομπράντοβιτς- και η ζωντανή απόδειξη πως η σκληρή δουλειά μπορεί να αλλάξει το επίπεδο ενός παίκτη. Μπορεί να τον βοηθούσε σαφώς το ύψος του και τα μακριά του χέρια με το τρομερό άνοιγμα, που ξεπερνούσε τα δύο μέτρα, όλα τα άλλα όμως χρειάστηκε να τα χτίσει σχεδόν από το μηδέν, χωρίς να έχει το πολύ μεγάλο ταλέντο που θα ξεχώριζε από μικρή ηλικία -για αυτό εξάλλου και δεν είχε συμμετοχές στα μικρά κλιμάκια των εθνικών ομάδων, πριν την Ανδρών.
Δούλεψε όμως πάρα πολύ το σουτ, βελτιώνοντας πολύ τα ποσοστά του και πετυχαίνοντας καθοριστικά τρίποντα, όπως στον ημιτελικό του 05′ με τη Γαλλία -το περίφημο “βάλτο αγόρι μου”. Απέκτησε τρομερή αντίληψη του παιχνιδιού και κάθε φάσης ξεχωριστά, ήταν σπουδαίος οργανωτής, αλλά και αξεπέραστος αμυντικός, μέχρι που τον νίκησε ο πανδαμάτωρ χρόνος. Όπως έχει γραφτεί για το Διαμαντίδη, δεν είχε το νου του μόνο στην πάσα ή μόνο στο σκοράρισμα, αλλά στο να κάνει κάθε φορά αυτό που ήταν καλύτερο για την ομάδα -και εννιά στις δέκα, αν όχι και παραπάνω, το έβρισκε.
Σημαντικό εφόδιο για όλα τα παραπάνω ήταν ο σεμνός κι εργατικός χαρακτήρας του. Μπορεί να μην ήταν πάντα το καλό, αδαμάντινο παιδί μες στο γήπεδο, όπου είχε κατά καιρούς κάποιες αψιμαχίες, είχε όμως αλλεργία στις κάμερες και τη δημοσιότητα, προσπερνώντας συνήθως τα μικροφωνα με αμήχανες μονολεκτικές απαντήσεις. Ακόμα και στο τέλος της καριέρας του, όταν τον ρώτησαν τι είπε στο Σπανούλη μετά το τελευταίο καλάθι του, που έριξε τους τίτλους τέλους, απάντησε με την αμίμητη ατάκα: “α ρε Βασίλη, γιατί το έβαλες; Τι να του πω…”
Ξεκίνησε το μπάσκετ στη γενέτειρά του, την Καστοριά, όπου σήμερα ένα κλειστό γυμναστήριο φέρει το όνομά του. Έκανε το ξεπέταγμα στον Ηρακλή, που ήταν φυτώριο-σκαλοπάτι για πολλά μεγάλα ταλέντα της εποχής (Λάζαρος Παπαδόπουλος, Χατζηβρέττας, Σοφοκλής Σχορτσανίτης κ.ά.), αν και το πρώτο διάστημα δεν είχε καν αυτοκίνητο και πηγαινοερχόταν με τα πόδια ή τον μετέφεραν οι συμπαίκτες του.
Ανέβαζε χρόνο με το χρόνο την επίδοσή του και το καλοκαίρι του 04′ έγινε μήλο της έριδος για τους δύο αιώνιους, για να καταλήξει στον Παναθηναϊκό και να γράψει ιστορία. Με τους πράσινους πήρε 22 τίτλους σε 12 χρόνια -πιο πολλούς από ό,τι οι περισσότερες ελληνικές ομάδες στην ιστορία τους, με εννιά πρωταθλήματα, δέκα κύπελλα, τρεις Ευρωλίγκες, και αμέτρητες προσωπικές διακρίσεις: MVP του πρωταθλήματος, των τελικών της Α1, MVP της Ευρωλίγκα και του Φάιναλ Φορ, έξι φορές καλύτερος αμυντικός παίκτης, συμμετοχή στην καλύτερη πεντάδα της Ευρωλίγκα και στην καλύτερη δεκάδα της πρώτης δεκαετίας του θεσμού και πάρα πολλές άλλες.
Ανάμεσα στις πολλές στιγμές που ξεχωρίζουν είναι: η μυθική τάπα στον Άκερ, στον τελικό με τον Ολυμπιακό, που απέτρεψε την ήττα και έγειρε αποφασιστικά την πλάστιγγα για τον τίτλο.
Το τρίποντο μες στη Βαρκελώνη, όπου χόρεψε τον Τζαβάι και έδωσε τη νίκη στον Παναθηναϊκό.
Το νικητήριο τρίποντο μες στη Μάλαγα, σε μια επίθεση βγαλμένη από το εργαστήρι του Ζοτς.
Η αγκαλιά του θριάμβου με τον τελευταίο, στο αριστούργημά τους, στο Φάιναλ Φορ της Βαρκελώνης.
Αλλά κι αυτή με τον Δημήτρη (Τράκη) Γιαννακόπουλο, μετά από ένα διπλό στο ΣΕΦ.
Οι συνεργασίες με τον Μπατίστ, με τον οποίο έκανε ένα ακαταμάχητο δίδυμο σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Και οι 13 προσωπικοί πόντοι μέσα σε 75 δεύτερα, που έφεραν τα πάνω-κάτω στο ματς με την Ολύμπια.
Το στιγμιότυπο που μένει ανεξίτηλο όμως στις μνήμες όλων είναι το τρίποντο με τους Γάλλους στον ημιτελικό του Ευρωμπάσκετ, η ιαχή του Σκουντή (Ποιος; Ποιος; Βάλτο αγόρι μου…) και η ολοκλήρωση μιας ανεπανάληπτης ανατροπής-επιστροφής από το -9 σε ένα λεπτό και κάτι.
Ο Διαμαντίδης ήταν -κάτι παραπάνω από απλό- μέλος της χρυσής ομάδας που κατέκτησε την κορυφή της Ευρώπης στο Βελιγράδι, νίκησε την Dream Team USA στη Σαϊτάμα και πήρε το αργυρό στο Μουντομπάσκετ, έκανε άλλη μια απίστευτη ανατροπή με τους Σλοβένους, αλλά έμεινε χωρίς μετάλλιο το 07′ στη Μαδρίτη και το 08′ στους Ολυμπιακούς του Πεκίνο -χάνοντας για ένα σουτ τον προημιτελικό με τους Αργεντίνους.
Το 09′ ο 3D έκανε αγρανάπαυση και δεν ήταν παρών στο χάλκινο μετάλλιο στην Πολωνία, ενώ επέστρεψε στο αποτυχημένο Μουντομπάσκετ της Τουρκίας για το κύκνειο άσμα του κι αποσύρθηκε από την Εθνική, μόλις στα 30 του χρόνια, για να αφοσιωθεί στον Παναθηναϊκό.
Εκ του αποτελέσματος, φάνηκε να δικαιώνεται την αμέσως επόμενη χρονιά, που πήρε την τρίτη του Ευρωλίγκα, όντας MVP της κανονικής περιόδου και του Φάιναλ Φορ της Ευρωλίγκα, σε ένα μοναδικό τριπλ-κράουν. Έμεινε όμως το κενό στην Εθνική -που δεν επέστρεψε ποτέ στο κορυφαίο επίπεδο και τα μετάλλια- η πίκρα για την πρόωρη αποχώρησή του (όταν βλέπεις πχ τον Γκασόλ να συνεχίζει οδεύοντας στα 40) και μια μικρή σκιά στην αδαμάντινη καριέρα του.
Ο Διαμαντίδης είδε τον Παναθηναϊκό να αποσύρει τη φανέλα του με το γουρλίδικο 13, για να τον τιμήσει -αυτήν που φοράνε ακόμα και σήμερα οι περισσότεροι οπαδοί των πράσινων στο ΟΑΚΑ. Κι αυτή είναι ίσως η καλύτερη ανταμοιβή-αναγνώριση, πάνω από κάθε τιμητική διάκριση και τίτλο.