Δημήτρης Κοκολάκης – Από τα παρκέ της Α1 στης Ελλάδος τα παιδιά
Ήταν ο τίμιος γίγαντας πριν το “τιρινίνι” του 87′, μέλος της γενιάς που έστρωσε το δρόμο προς τη μεγάλη εκτόξευση, ο πύργος της Εθνικής πριν τον Φασούλα, και μία από τις πιο αναγνωρίσιμες μπασκετικές μορφές, ως και τις μέρες μας.
Ήταν ο τίμιος γίγαντας πριν το “τιρινίνι” του 87′, μέλος της γενιάς που έστρωσε το δρόμο προς τη μεγάλη εκτόξευση, ο πύργος της Εθνικής πριν τον Φασούλα, και μία από τις πιο αναγνωρίσιμες μπασκετικές μορφές, ως και τις μέρες μας.
Ο Δημήτρης Κοκολάκης γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 11 Νοεμβρίου του 1949, στα Φρατζεσκιανά Μετόχια του νομού Ρεθύμνης, πολύ κοντά στην πόλη του Ρεθύμνου όπου ζει σήμερα, καθώς η κρίση τον ανάγκασε να εγκαταλείψει το σπίτι του στην πρωτεύουσα. Ήταν ανιψιός του λυράρη Ανδρέα Ροδινού και μπορεί να διάλεγε και αυτός τη μουσική -συγκεκριμένα το πιάνο- αλλά το μεγάλο ύψος του καθόρισε τη μοίρα του. Δεν είχε ποτέ πρόβλημα όμως να χωρέσει στα κρεβάτια των ξενοδοχείων, γιατί όπως λέει μεταξύ σοβαρού και αστείου, ξάπλωνε σε ένα διπλό διαγώνια…
Παρόλα αυτά, άργησε πολύ να ασχοληθεί με το μπάσκετ και να πιάσει πορτοκαλί μπάλα στα χέρια του. Αυτό έγινε στα 20 χρόνια του, όταν τον ξεχώρισαν στον στρατό για τα 215 εκατοστά του, για να γίνει μήλο της έριδος για τους δύο αιώνιους αντιπάλους. Τελικά προτίμησε τον Παναθηναϊκό, όπου έμεινε σχεδόν μιάμιση δεκαετία, τα καλύτερα μπασκετικά του χρόνια. Έκανε σπουδαίο δίδυμο (ψηλός-κοντός) με τον Απόστολο Κόντο, και πήρε εννιά πρωταθλήματα με το τριφύλλι.
Όταν έβγαζε την αθλητική στολή, φορούσε αυτή του αστυνομικού -ως διπλωματούχος και διεθνής μπορούσε να καταταγεί σε κάποιο σώμα. Από εκεί συνταξιοδοτήθηκε μάλιστα, μετά από 35 χρόνια υπηρεσίας, έχασε όμως την ευκαιρία να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, γιατί προτίμησε την ασφάλεια μιας σίγουρης θέσης.
Το 1983 πήγε στη Θεσσαλονίκη και έγινε στέλεχος της μεγάλης ομάδας του Άρη, δίπλα στον Γκάλη και τον Γιαννάκη, που ως τότε τους είχε συμπαίκτες μόνο στη Εθνική. Έφυγε όμως επειδή του χρωστούσαν χρήματα, και έκτοτε δεν έχει μιλήσει ποτέ με τον Γιάννη Ιωαννίδη -που θεωρεί ότι δεν κράτησε τον λόγο του.
Μετά από δικαστική διαμάχη, έκλεισε τη μεγάλη καριέρα του λίγο πριν πατήσει τα 40, στον Ηλυσιακό, όπου έσμιξε με άλλους μεγάλους βετεράνους της εποχής (Γκούμας, Παπαγεωργίου, Καστρινάκη και άλλους).
Στο ενδιάμεσο, είχε σταματήσει και από την Εθνική, λίγους μήνες πριν την έκρηξη του 87′, μετά από την εμβληματική εκτός έδρας νίκη επί των Γάλλων στο Εκεντρεβίλ, στην τρίτη παράταση, όπου ήταν πρωταγωνιστής, δε συγχώρεσε όμως στον Πολίτη μια φαρμακερή ατάκα που τον έβαζε στο στόχαστρο (όταν ψοφάει ο γάιδαρος, κουνάει την ουρά του).
Κορυφαία παράσημα της θητείας του στην Εθνική ήταν οι δύο μεγάλες νίκες επί της κραταιάς Γιουγκοσλαβίας και τα χρυσά μετάλλια στους Βαλκανικούς και τους Μεσογειακούς Αγώνες του 1979. Ενώ ήταν παρών και στον πρώτο αγώνα του Γκάλη με το εθνόσημο, στην πόλη Βεβέ της Ελβετίας.
Μετά το τέλος της καριέρας του ως παίκτης, διετέλεσε ομοσπονδιακός προπονητής στα μικρά κλιμάκια των εθνικών, όπου συνεργάστηκε με πολλούς σπουδαίους παίκτες της επόμενης γενιάς (από τον Αλβέρτη και τον Οικονόμου, ως τον Χατζηβρέττα και τον Διαμαντίδη), δεν ήταν όμως καλός στις δημόσιες σχέσεις και εγκατέλειψε αυτήν την προοπτική.
Οι νεότερες γενιές μπορεί να τον θυμούνται από βίντεο στο YouTube, όχι όμως από αυτά που δείχνουν τα κατορθώματά του στο παρκέ, αλλά από ένα επεισόδιο στης “Ελλάδος τα παιδιά”, όπου έκανε γκεστ εμφάνιση υποδυόμενος τον εαυτό του, ως προπονητής, δίπλα στον Κάκκαλο – Γιάννη Μπέζο, που άλλαξε χρώμα επιδερμίδας με camel, για τις ανάγκες του ρόλου του ως καλαθοσφαιριστής.
Όσο για τον Κοκολάκη, ίσως ακουστεί κάπως ιερόσυλο, αλλά αν ήταν να αλλάξει και αυτός χρώμα, θα έμοιαζε -τηρουμένων των αναλογιών- με μια μικρογραφία του Τζαμπάρ, ως προς τους τίλους που είχε και τα χρόνια που έπαιξε μπάσκετ, λίγο πριν την εμπορική εκτόξευση του αθλήματος στην κορυφή.