Δημήτρης Σαραβάκος – Ο τεράστιος “μικρός” του ποδοσφαίρου
Μπορεί να έπαιξε μπάλα σχεδόν είκοσι χρόνια και να έχουν περάσει άλλα τόσα από όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο, αλλά στο μυαλό όσων τον πρόλαβαν, ο Σαραβάκος είναι πάντα “ο μικρός”. Ίσως γιατί όταν ήταν αυτοί μικροί τον είχαν αφίσα πάνω από το κρεβάτι τους -ακόμα κι αν δεν ήταν οπαδοί του Παναθηναϊκού- και δε θέλουν να παραδεχτούν πως μεγάλωσαν οι ίδιοι.
Μπορεί να έπαιξε μπάλα σχεδόν είκοσι χρόνια και να έχουν περάσει άλλα τόσα από όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο, αλλά στο μυαλό όσων τον πρόλαβαν, ο Σαραβάκος είναι πάντα “ο μικρός”. Ίσως γιατί όταν ήταν αυτοί μικροί τον είχαν αφίσα πάνω από το κρεβάτι τους -ακόμα κι αν δεν ήταν οπαδοί του Παναθηναϊκού- και δε θέλουν να παραδεχτούν πως μεγάλωσαν οι ίδιοι.
Γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 26 Ιουλίου 1961 στην Αθήνα. Έκανε τα πρώτα του βήματα στον Πανιώνιο, συνεχίζοντας τη μεγάλη παράδοση της ομάδας στους γκολτζήδες φορ. Αλλά αν ο Μαύρος πήγε στην ΑΕΚ και ο Αναστόπουλος στον Ολυμπιακό, αυτός συνδέθηκε με τη φανέλα του Παναθηναϊκού, όπου πήγε στα 23 του, αφού πρώτα χάρισε με δικό του γκολ την παραμονή στους κυανέρυθρους, στο μπαράζ με τον ΠΑΣ Γιάννενα.
Έμεινε μια δεκαετία στους πράσινους, κερδίζοντας μαζί τους τρία πρωταθλήματα και έξι Κύπελλα, αλλά έμεινε στην ιστορία για τα μεγάλα παιχνίδια του στην Ευρώπη και τα γκολ που συνδέθηκαν με τρομερές προκρίσεις -πχ επί της Γιουβέντους και της Χόνβεντ το 87-88 ή με την Γκέτεμποργκ μερικά χρόνια αργότερα.
Ήταν επίσης από τους μεγάλους πρωταγωνιστές στα ντέρμπι των αιωνίων και παραμένει έως σήμερα ο πρώτος σκόρερ στις αναμετρήσεις των δύο ομάδων. Βρέθηκε στο στόχαστρο του Ολυμπιακού στα χρόνια του Κοσκωτά που τον ήθελε διακαώς στο λιμάνι και πριν από έναν τελικό μεταξύ των δύο αιωνίων άφησε να εννοηθεί πως ο Σαραβάκος ήταν κλεισμένος και πως η δική του ομάδα θα έπαιζε με 12 παίκτες. Ο “μικρός” όμως απάντησε μες στο γήπεδο με το γκολ που έβαλε και τελικά η συζητημένη μεταγραφή δεν έκλεισε ποτέ -εφόσον την επόμενη χρονιά άρχισαν κι οι αποκαλύψεις για το σκάνδαλο Κοσκωτά.
Συνέθεσε μια τρομερή τριάδα μαζί με τους Ρότσα και Ζάετς, ενώ αργότερα έδεσε με το Βαζέχα και έγιναν ένα από τα καλύτερα δίδυμα φορ στην ιστορία του πρωταθλήματος. Είχε μέσο όρο μισό γκολ ανά αγώνα με το τριφύλλι και βγήκε μία φορά πρώτος σκόρερ της Α’ Εθνικής, τη χρονιά που γιόρτασε τον τίτλο με τον ΠΑΟ.
Έμεινε στην ιστορία για την ταχύτητα, τις διεισδύσεις του, τις εκτελέσεις φάουλ, τη χαρακτηριστική χαίτη και τη φανέλα με το νο 7. Το 1991 έφτασε μάλιστα στη μικτή Κόσμου -αν και η αφορμή είχε σαφείς πολιτικές σκοπιμότητες, με τον πόλεμο στον Περσικό Κόλπο.
Το 94′ ήταν βασικό στέλεχος της Εθνικής ομάδας που πήγε για πρώτη φορά σε τελική φάση Μουντιάλ. Η περιπέτεια είχε όμως άδοξο τέλος με τρεις βαριές ήττες, και αυτές ήταν οι τελευταίες συμμετοχές του Σαραβάκου, που είχε φτάσει τα 33.
Το ίδιο καλοκαίρι πήρε μεταγραφή για την ΑΕΚ, παραμένοντας πιστός στα μεγάλα ευρωπαϊκά ραντεβού (πχ με τη Ρέιντζερς) αλλά και την πολύ καλή παράδοση που είχε με τις ομάδες του στο Κύπελλο (είχε φτάσει άλλη μια φορά στον τελικό το 79′ με τον Πανιώνιο). Μετά από μια πολύ καλή χρονιά, άρχισαν τα προβλήματα, για να έρθει η αποδέσμευση και να μείνει εκτός ενεργού δράσης για μια σεζόν, πριν επιστρέψει στον Παναθηναϊκό για να κλείσει την καριέρα του με δύο συμμετοχές, ως αλλαγή, τη χρονιά 1997-98 -όταν είχαν ήδη αλλάξει τα κόζια στο ελληνικό ποδόσφαιρο και ξεκινούσε μια νέα εποχή, που δεν είχε πολλή σχέση με τη δική του.
Ασχολήθηκε με το μπιτς σόκερ και τις επιχειρήσεις του, ενώ πριν από μερικά χρόνια επέστρεψε από άλλο επιτελικό πόστο στην ομάδα με την οποία συνδέθηκε αγωνιστικά και συναισθηματικά, τον Παναθηναϊκό, χωρίς να ασχοληθεί ποτέ όμως με την προπονητική. Ακόμα κι έτσι όμως οι φίλαθλοι τον θυμούνται ως έναν από τους καλύτερους επιθετικούς που πέρασε ποτέ από τα ελληνικά γήπεδα.