Έγκεν Γκέραρντ – Ένας Κρητικός από την Ολλανδία
Τον βάφτισαν Έγκεν, αλλά στην Κρήτη τον έλεγαν Ευγένιο. Και δε γλίτωσε ούτε το επίθετό του, που έγινε Γκεραρντάκης, όπως το κρασί που έβγαζε από την κάβα του. Ο Έγκεν Γκέραρντ ήταν ένας Ολλανδός που έγινε Κρητικός- χωρίς ποτέ να κολλήσει τις αρρώστιες του ελληνικού ποδοσφαίρου. Κι αυτό ήταν που τον έκανε ξεχωριστό.
Τον βάφτισαν Έγκεν, αλλά στην Κρήτη τον έλεγαν Ευγένιο. Και δε γλίτωσε ούτε το επίθετό του, που έγινε Γκεραρντάκης, όπως το κρασί που έβγαζε από την κάβα του. Ο Έγκεν Γκέραρντ ήταν ένας Ολλανδός που έγινε Έλληνας -για την ακρίβεια Κρητικός- χωρίς ποτέ να “κολλήσει” τις διάφορες αρρώστιες του ελληνικού ποδοσφαίρου -που στα πρώτα χρόνια του στη χώρα μας το έλεγε “ποντόσφαιρο”. Και αυτό ήταν που τον έκανε ξεχωριστό.
Γεννήθηκε στο Μπρούνσουμ της Ολλανδίας το 1940 σε μια οικογένεια όπου το ποδόσφαιρο ήταν πρώτο και βασικό θέμα συζήτησης. Ο πατέρας του ήταν γνωστός ποδοσφαιριστής και αργότερα πρόεδρος στην ομάδα (Λιμπούργκια) που έκανε τα πρώτα ποδοσφαιρικά του βήματα, ενώ το ποδόσφαιρο κέρδισε και τα αδέλφια του.
Έπαιξε στη θέση του σέντερ φορ -βαρύς και δυσκίνητος, όπως έλεγε αυτοσαρκαστικά ο ίδιος- κι αγωνίστηκε για επτά χρόνια στη Φορτούνα 54 (τη μετέπειτα Φορτούνα Σιτάαρντ), όπου βγήκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος μια χρονιά. Επέστρεψε στην ομάδα που τον ανέδειξε αλλά ένας τραυματισμός τον ανάγκασε να διακόψει πρόωρα την καριέρα του, στα 32 του χρόνια.
Πήρε δίπλωμα προπονητή από τη φημισμένη σχολή της Κολωνίας κι έμεινε 11 χρόνια στον πάγκο της Ρόντα, οδηγώντας την αρκετές χρονιές στην έξοδο στην Ευρώπη. Στον ΟΦΗ όμως έμελλε να ξεπεράσει κάθε επίδοση και προηγούμενο, με τα κατορθώματά του.
Η πρώτη του επαφή με την Ελλάδα -όχι όμως και με την Κρήτη- ήταν ως τουρίστας, ενώ το φλερτ με τον ΟΦΗ ξεκίνησε χάρη στο Γρηγόρη Τσινό, που τον είχε και ως παίκτη στη Ρόντα, για να δώσει καρπούς το καλοκαίρι του 85′ και να εξελιχθεί σε σχέση ζωής.
Ο Γκέραρντ είχε ορισμένες δυσκολίες με τη γλώσσα και την ελληνική πραγματικότητα, ενώ οι δημοσιογράφοι πίστευαν πως μετρούσε μέρες στον πάγκο μετά τα πρώτα άσχημα αποτελέσματα. Τελικά ο ΟΦΗ κατάφερε να βγει στην Ευρώπη στο τέλος της χρονιάς και ο Γκέραρντ να μείνει 15 ολόκληρα χρόνια στο Ηράκλειο. Από αυτά μόνο τον πρώτο χρόνο είχε συμβόλαιο, ενώ τα υπόλοιπα ανανέωνε προφορικά τη θητεία του, για να δώσει τελικά ο ίδιος τέλος σε αυτή τη σχέση, το 00′.
Με τον ΟΦΗ πήρε ένα Κύπελλο Ελλάδας το 87′, στον τελικό με τον Ηρακλή του Χατζηπαναγή (ο μοναδικός τίτλος στην ιστορία της ομάδας), τον καθιέρωσε στις μεγάλες δυνάμεις της εποχής κάνοντας το Γεντί-Κουλέ απόρθητη έδρα και τον οδήγησε πολλές χρονιές στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, όπου ξεχωρίζει η μεγάλη νίκη επί της Ατλέτικο Μαδρίτης και η πορεία ως τους “16” του Κυπέλλου Κυπελλούχων, το 1993.
Ο Γκέραρντ έγινε ο μακροβιότερος τεχνικός στα χρονικά του ελληνικού πρωταθλήματος, όπου οι προπονητές καρατομούνται για ψύλλου πήδημα κι είναι το εύκολο θύμα. Έγινε σταθερή αξία, κερδίζοντας καθολική αναγνώριση από τους φιλάθλους όλων των ομάδων, και μία από τις πιο συμπαθείς φυσιογνωμίες των ελληνικών γηπέδων, με τη βαριά ολλανδική προφορά του και το χαρακτηριστικό περουκίνι που είχε.
Επέμεινε να αποκτήσει ο ΟΦΗ δικό του προπονητικό κέντρο, δούλεψε με σύγχρονες μεθόδους και πρότυπα, και προπαντός με νέα παιδιά, αναδεικνύοντας φουρνιές ολόκληρες, που καλούνταν να αναπληρώσουν το κενό όσων έφευγαν για μεγαλύτερες ομάδες ή το εξωτερικό. Από το Μαχλά και το Νιόμπλια, μέχρι το Νίκο Παπαδόπουλο, το Σαμαρά, τον Πουρσανίδη και το Μαρινάκη, όλοι τους αναγνώριζαν τον Ευγένιο ως ποδοσφαιρικό τους πατέρα, και ήταν “παιδιά του Γκέραρντ”, που του χρωστούσαν αιώνια ευγνωμοσύνη.
Μετά από μιάμιση δεκαετία στην Κρήτη, ο Γκέραρντ είχε σύντομα περάσματα από τη θέση του τεχνικού διευθυντή της ΑΕΚ, τον ΑΠΟΕΛ, τον Ηρακλή και την Παναχαϊκή. Η Κρήτη έγινε όμως η δική του Ιθάκη, καθώς αγάπησε τους Κρητικούς και τον τρόπο ζωής του, ερωτεύτηκε την Ελιά -λίγο έξω από το Ηράκλειο- όπου έζησε ως το τέλος της ζωής του, έκανε μαθήματα ελληνικών βελτιώνοντας θεαματικά τις γνώσεις του και την προφορά του, ενώ έβγαλε και κρασί δικής του παραγωγής, με την επωνυμία που του κόλλησαν οι Κρητικοί: “Γκεραρντάκης”.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, ιδίως μετά από ένα τροχαίο ατύχημα που είχε στο δρόμο για τη Βιάννο -όπου πήγαινε για να δει ένα φιλικό της αγαπημένης του ομάδας. Καθηλώθηκε σε αναπηρικό καροτσάκι και έκανε τις τελευταίες του δημόσιες εμφανίσεις στο Γεντί-Κουλέ, όπου ράγισαν τα τσιμέντα από τον κόσμο και τους παίκτες που τον αποχαιρετούσαν, στήνοντας ένα μικρό, λαϊκό προσκύνημα.
Όπως έλεγε η σύζυγός του, κρατιόταν ουσιαστικά στη ζωή, για να προλάβει το φιλικό αγώνα που διοργανώθηκε προς τιμήν του, το Νοέμβρη του 17′. Ενάμιση μήνα μετά, άφησε την τελευταία του πνοή, στις 2 Γενάρη του 2018, για να ταφεί στην Κρητική γη, που τόσο αγάπησε.