«Εγώ μπορεί να πάω στη Γιάρο, αλλά ο Κούδας θα μείνει εδώ…»
Ο Κούδας συνδέθηκε με τον ΠΑΟΚ, σε μία από τις πιο δυνατές σχέσεις αφοσίωσης σε μια ομάδα, που δοκιμάστηκε όμως από μια περίπτωση απιστίας που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ενώ έφτασε στα χείλη όλων κι έγινε τραγούδι μέσα από τους στίχους του Ρασούλη και την κλασική ρίμα με το Βούδα…
Χτες έγινε 71 χρονών ο Γιώργος Κούδας, που βαφτίστηκε Μεγαλέξανδρος του ελληνικού ποδοσφαίρου και του ΠΑΟΚ. Της ομάδας με την οποία συνέδεσε το όνομά του κι έγραψε 504 συμμετοχές στο πρωτάθλημα με τα χρώματά της, σε μία από τις πιο δυνατές και μακροχρόνιες σχέσεις αφοσίωσης και πίστης σε μία ομάδα, η οποία δοκιμάστηκε όμως έντονα από μια περίπτωση απιστίας που τελικά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Ήταν το 1966, όταν ο 20χρονος τότε Κούδας, που θεωρούνταν το μεγαλύτερο ταλέντο της εποχής του, κατέβηκε στον Πειραιά και υπέγραψε στον Ολυμπιακό, φορώντας μάλιστα και την ερυθρόλευκη φανέλα, για να ποζάρει στο φωτογραφικό φακό. Δεν την φόρεσε ποτέ όμως στο γήπεδο, αφού τότε τα συμβόλαια ήταν πολύ ισχυρά, δεσμευτικά κι απαιτούσαν τη συναίνεση της ομάδας στην οποία ανήκε ο παίκτης για να ολοκληρωθεί μια μεταγραφή. Οι παίκτες ουσιαστικά αποτελούσαν ιδιοκτησία των ομάδων τους, καθώς -τηρουμένων των αναλογιών- πριν από την πλήρη επικράτηση του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, βρίσκονταν σε… καθεστώς δουλοπαροικίας και δεν ήταν ελεύθεροι προλετάριοι, για να διαπραγματευτούν την εργατική τους δύναμη, όπως αρμόζει στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής -αν και το ποδόσφαιρο είναι κατεξοχήν προϊόν της εποχής του καπιταλισμού.
Σε κάθε περίπτωση, ο ΠΑΟΚ δε συναίνεσε ποτέ στη μεταγραφή, κι η υπόθεση αρπαγής του Κούδα σε ρόλο Ωραίας Ελένης, στάθηκε η αιτία μιας μακροχρόνιας βεντέτας των δύο συλλόγων, ΠΑΟΚ και Ολυμπιακού (αν και έχουν άλλα κοινά χαρακτηριστικά, όπως το λαϊκό έρεισμα και ότι εδρεύουν σε λιμάνι), η οποία τροφοδοτείται διαρκώς και διατηρείται αμείωτη ως τις μέρες μας. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως για πολλά χρόνια ο Ολυμπιακός έχανε από τα Τέμπη, όταν ανέβαινε στην Τούμπα, όπου τον υποδέχονταν σαν κόκκινο πανί -κι όχι εξαιτίας του χρώματος της φανέλας. Μια παράδοση που ξεκίνησε αμέσως μετά την υπόθεση Κούδα και έσπασε μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 90′ -όταν “κατέρρεαν” πολλές σταθερές του “παλιού κόσμου”, αθλητικές και μη.
Μετά από δύο χρόνια αναγκαστικής αποχής, που του στέρησαν τη δυνατότητα για ακόμα μεγαλύτερα ρεκόρ, και στα οποία έκανε το στρατιωτικό του, ο Κούδας επέστρεψε στον ΠΑΟΚ, ενώ ενδιάμεσα είχε μεσολαβήσει και το πραξικόπημα των συνταγματαρχών. Παρά τις σχετικές πιέσεις, ωστόσο, ο Παντελάκης που διοικούσε τον ΠΑΟΚ είχε πει χαρακτηριστικά: εγώ μπορεί να πάω στη Γιάρο, αλλά ο Κούδας θα μείνει εδώ…
Αυτός που είχε πάει εξορία βέβαια δεν ήταν ο Παντελάκης, αλλά ο πατέρας του Κούδα, που ήταν αριστερός και κυνηγήθηκε από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις της χώρας. Έλεγε μάλιστα στο γιο του πως κανείς δε βλέπει προκοπή από την μπάλα, και πολύ σωστά, άλλο αν ο γιος του ήταν η εξαίρεση που επιβεβαίωνε τον κανόνα. Από αυτόν κράτησε κι ο Κούδας κάποιες ευαισθησίες και τις αριστερές του ιδέες, τις οποίες αρνήθηκε να κάνει όχημα για βουλευτική καριέρα, παρά το στενό μαρκάρισμα που του γινόταν -από το ΠΑΣΟΚ κυρίως- κατά καιρούς.
Ένας άλλος αριστερός, ο Μανώλης Ρασούλης, ευθύνεται πάντως για το γεγονός πως το όνομα του Κούδα ξεπερνάει τα σύνορα της εποχής του, φτάνει στα χείλη όλων και γίνεται τραγούδι. Ο Ρασούλης έπιασε μια ιδιαίτερη ρίμα που έγινε κλασική -Βούδας, Κούδας- και την ερμήνευσε έξοχα ο Νίκος Παπάζογλου, που έμενε κάπου κοντά στον Άγιο Θεράποντα, μερικά τετράγωνα μακριά από το γήπεδο της Τούμπας. Ο Ρασούλης είπε πως θέλησε να συνδυάσει το θεϊκό με το ανθρώπινο στοιχείο, με συνδετικό κρίκο το παιχνίδι. Αλλά το πιο σημαντικό ίσως για τον Κούδα είναι ότι παρέμεινε πιστός στην ομάδα του και δεν τον συνέδεσαν ποτέ με την άλλη ομοιοκαταληξία που κάνει το επώνυμό του στο τραγούδι (Κούδας-Ιούδας).
Ο Κούδας είδε μάλιστα να τον τιμάει ο ΠΑΟΚ φτιάχνοντας την προτομή του στο γήπεδο της Τούμπας, το ναό στον οποίο μεγαλούργησε και δοξάστηκε. Εκεί δόθηκε προς τιμήν του και ένας αγώνας της Εθνικής με τη Γιουγκοσλαβία, στον οποίο έπαιξε κι ο ίδιος για λίγα λεπτά, κι έγινε έτσι ο γηραιότερος παίκτης που έχει φορέσει τη φανέλα της. Με τον ΠΑΟΚ κατάφερε επίσης να κατακτήσει έναν πρωτάθλημα (που ίσως να γίνονταν δύο, αν είχε συνεχίσει για άλλη μια χρονιά, στο πρωτάθλημα του 85′ που πήρε ο δικέφαλος) και δύο Κύπελλα. Αν και πολλοί λένε πως αυτή η ομάδα άξιζε να κατακτήσει πολύ περισσότερα και σκόνταψε σε άλλα, εξωγηπεδικά εμπόδια.
Σε κάθε περίπτωση, το πιο σημαντικό για τον Κούδα “στης ζωής του το παιχνίδι” (που έγινε και ο τίτλος μιας από τις βιογραφίες του) δεν ήταν οι τίτλοι, αλλά η καθολική αναγνώριση από τον κόσμο και τους οπαδούς όλων των ομάδων που τον θυμούνται πάντα ως έναν από τους μεγαλύτερους μπαλαδόρους των ελληνικών γηπέδων.