Είναι ο Ντιέγκο Μαραντόνα ο Τζόκερ του ποδοσφαίρου;
Ο Μαραντόνα είναι σαν τους θεούς των αρχαίων Ελλήνων, κατ’ εικόνα και ομοίωση του ανθρώπου, έτοιμος να κάνει οποιαδήποτε ζαβολιά για να πετύχει, γεμάτος πάθη και αδυναμίες, που τον ταλανίζουν, και αναιρούν τις θεϊκές του ιδιότητες στο γήπεδο, αλλά τονίζουν τον μύθο του εκτός αυτού.
Σε ένα σημείο, ο κινηματογραφικός Τζόκερ του Τοντ Φίλιπς λέει ειρωνικά πως στη ζωή παίρνεις ό,τι αξίζεις. Αλλά γιατί να μην δούμε κατευθείαν το πρωτότυπο και την επίγεια, ποδοσφαιρική του εκδοχή; Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα είναι ένας Τζόκερ με μπάλα στα πόδια, με δύσκολα παιδικά χρόνια και εύθραυστη ψυχολογία, που γίνεται η ψυχή και το θύμα μιας (Νεα)πόλης, πιο ηλιόλουστης και συνάμα πιο σκοτεινής από την Γκόθαμ Σίτι. Αλλά οι δικές του υπερδυνάμεις είναι ποδοσφαιρικές και δεν έχει τρόπο να νικήσει τους κακούς, που τον αλώνουν πατώντας στο αδύνατο σημείο του: την εξάρτησή του από τα ναρκωτικά.
Η ταινία Diego Maradona αναφέρεται βασικά στα χρόνια του στη Νάπολη, την άνοδο και την παρακμή του. Ο Μαραντόνα φτάνει ως το νέο μεταγραφικό απόκτημα και μπαίνει στο Σάο Πάολο, όπου τον περιμένουν χιλιάδες τιφόζι, κρέμονται σαν τσαμπιά και μπαίνουν ακόμα και στον αεραγωγό, πάνω από το press room, για να φωνάξουν συνθήματα. Το σκηνικό της εισόδου του θυμίζει εντυπωσιακά αρένα και ο ίδιος μονομάχο, έτοιμο να παλέψει ενάντια σε όλους, το κατεστημένο, τη Γιουβέντους και τη ΦΙΦΑ, για να χάσει τελικά κατά κράτος από τον κακό του εαυτό.
Η παράνοια για τον ερχομό του Ντιέγκο φτάνει σταδιακά στο αποκορύφωμά της. Στην πρώτη νίκη επί της σιχαμένης Γιουβέντους -όποιος έχει απορίες, θα τις λύσει στη συνέχεια-, με δικό του γκολ, πέντε Ναπολιτάνοι λιποθυμούν από τη χαρά τους. Δύο χρόνια μετά, η Νάπολι κατακτά το πρώτο σκουντέτο της ιστορίας της και η πόλη ζει στιγμές που δεν περιγράφονται. Πανζουρλισμός στους δρόμους, συναυλία από κόρνες, ενώ στο νεκροταφείο κάποιοι κρεμάνε πανό με το σύνθημα: πού να ήξεραν τι χάσανε… (σ.σ.: αυτοί που πέθαναν). Στα αποδυτήρια οι παίκτες λούζονται με σαμπάνια και τραγουδάνε όλοι μαζί το σύνθημα της απόλυτης καψούρας για τον Αργεντίνο: o mama, mama, mama, ho visto Maradona.
Ω μαμά, μαμά, μαμά (2)
Ξέρεις γιατί χτυπάει η καρδιά μου;
Είδα το Μαραντόνα, είδα το Μαραντόνα
Και ερωτεύτηκα…
Μαζί τους τραγουδά και ο ίδιος ο Μαραντόνα, που έχει μείνει με το βρακί και παίρνει συνεντεύξεις από τους συμπαίκτες, τον πρόεδρο και τον ίδιο τον δημοσιογράφο που έφερε το μικρόφωνο.
Ο Ντιέγκο είναι ο νέος θεός της πόλης. Οι Ναπολιτάνοι φτιάχνουν αγιογραφίες με αυτόν ως θείο βρέφος. Ο ίδιος δηλώνει ταπεινά (ακόμα) ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά και πως δεν είναι θεός. Μετά από μια δική του ποδοσφαιρική μαγεία, λέει πως αυτό δεν το έκανε ο Μαραντόνα αλλά ο θεός. Σιγά-σιγά οι ρόλοι αντιστρέφονται. Στο Μουντιάλ του Μεξικού, κάνει την απόλυτη ποδοσφαιρική αλητεία -οκτώ λεπτά πριν απ’ την απόλυτη μαγεία-, σκοράρει με το χέρι και το αποδίδει στο χέρι του θεού. Ίσως να πιστεύει πλέον και ο ίδιος στον θεό Ντιέγκο. Πολλά χρόνια αργότερα, ως βετεράνος και εν μέσω πλήρους παρακμής, που έχει ακόμα όμως χιλιάδες φανατικούς πιστούς, κάποιος του λέει πως είναι μεγαλύτερος και από τον Πάπα. Και ο Μαραντόνα του απαντά “χαρά στο πράγμα…”.
Στην πρώτη κιόλας συνέντευξη τύπου, ένας δημοσιογράφος τον ρωτά αν γνωρίζει πως η Καμόρα είναι κράτος εν κράτει και κάνει κουμάντο στα πάντα. Ο πρόεδρος της ομάδας διακόπτει εξοργισμένος, απαντά ο ίδιος στην ερώτηση, που την θεωρεί προσβλητική για την προσπάθεια της ομάδας να φέρει τον παίκτη, και διώχνει από την αίθουσα τον δημοσιογράφο που την έκανε. Κατά τραγική ειρωνεία, ο Μαραντόνα θα μάθαινε από πρώτο χέρι τι εστί Καμόρα, θα γινόταν φίλος με το χάρο και την οικογένεια Τζουλιάνο, και θα εξαρτιόταν σε απόλυτο βαθμό -ό,τι έκανε έφτανε πάντα στην υπερβολή- από αυτήν για να βρει το σεξ και τα ναρκωτικά που έψαχνε.
Sex, drugs και ροκ εν ρολ στο γήπεδο, σε έναν εξαντλητικό ρυθμό, μέχρι τελικής πτώσης, που θα έρθει μετά τη ρήξη του με ολόκληρο το ποδοσφαιρικό ιταλικό έθνος, στο Μουντιάλ του 90′. Τότε η αόρατη μαγική χείρα θα σταματήσει ξαφνικά να τον προστατεύει στους ελέγχους που γίνονταν, και όλος ο κόσμος θα μάθει αυτό που ήταν κοινό μυστικό για πολλά χρόνια: την εξάρτηση του Μαραντόνα από τα ναρκωτικά.
Το ντοκιμαντέρ παρακολουθεί τη διαδρομή του Ντιέγκο στη Νάπολη, και κυλά πιο ευχάριστα από ταινία, γιατί καταπιάνεται με έναν σχεδόν κινηματογραφικό ήρωα, σαρωτικό, χειμαρρώδη, αυτοκαταστροφικό, που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από φανταστικούς (fiction) χαρακτήρες γιατί κανείς δεν ξεσήκωσε τόσο ντόρο, όσο αυτός στην πραγματική ζωή. Ούτε καν ο Τζόκερ στις μέρες μας…
Ποιος σκηνοθέτης θα μπορούσε άλλωστε να επινοήσει ένα τόσο κινηματογραφικό σκηνικό, μια τόσο δυνατή ιστορία, σαν αυτή που έστησε η ζωή στον ημιτελικό της Νάπολης; Ιταλία-Αργεντινή, ο θεός ενάντια στους πιστούς του -ή μήπως όχι; Να διχάζει το πλήθος, μια χώρα, να τους κάνει όλους να συζητάνε πάλι το όνομά Του.
Δεν είναι απαραίτητο ότι θα μάθει κανείς κάτι καινούριο από την ταινία. Γίνεται σοφότερος όμως, ακόμα και για αυτά που ήδη ήξερε και τώρα μόνο μπορεί να καταλάβει σε βάθος.
Ναι, ο Ντιέγκο γεννήθηκε στην πιο φτωχή περιοχή της πρωτεύουσας και έμαθε από μικρός να παλεύει για την επιβίωση, οπότε κανείς δε θα μπορούσε να τον τρομάξει ή να τον νικήσει, σίγουρα όχι κάποιος αμυντικός. Αλλά δεν ξέρεις τίποτα, αν δε δεις πλάνα με την παραγκούπολη όπου γεννήθηκε και την αθλιότητα που ατσάλωσε τον χαρακτήρα του. Δεν καταλαβαίνεις γιατί δηλώνει “μαμάκιας” (o mama, mama, mama) και το δέσιμο με την οικογένειά του, αν δεν ξέρεις πως έπρεπε να την κουβαλά οικονομικά από 15 χρονών, για να την σώσει από αυτήν την κόλαση.
Είναι άλλο να ξέρεις την τρέλα της Αργεντινής για το ποδόσφαιρο κι άλλο να την βλέπεις μπροστά σου να ξεδιπλώνεται, να καταλαμβάνει σαν ιός μια χώρα ολόκληρη, τους ίδιους τους παίκτες να τραγουδάνε εκστασιασμένοι μετά τον θρίαμβο συνθήματα για τον υπόλοιπο κόσμο που μπορεί να πάει να.. Τον Ντιέγκο να έχει πάνω από το κρεβάτι του μια Παναγίτσα, μια φωτογραφία της γυναίκας του που ήταν έγκυος, και ένα γυμνό μοντέλο σε ολόσωμη γιγαντοαφίσα, λες και δούλευε σε γκαράζ της δεκαετίας του 80′. Και να χρειάζεται μόνο ένα δεκάλεπτο, ενάντια στους Άγγλους, για να συμπυκνώσει όλους τους λόγους για τους οποίους μπορεί κανείς να λατρέψει ή να μισήσει τον Μαραντόνα. Μια απέραντη δόση ποδοσφαιρικής μαγείας, μαζί με ένα ταχυδακτυλουργικό και μια μικρή δόση απατεωνιάς. Ο ίδιος εξάλλου θεωρεί πως το ποδόσφαιρο είναι το άθλημα της εξαπάτησης, όπου προσποιείσαι πως θα πας από τη μία πλευρά, για να ξεφύγεις από την άλλη. (Και αν τελικά η φάση στο γκολ του αιώνα ξεκίνησε από φάουλ που δεν είδε ο διαιτητής;)
Βλέπουμε τα δίχτυα της Καμόρα, να απλώνονται πάνω του και να τον τυλίγουν. Αν και δε βλέπουμε αυτό που κυκλοφορεί σα φήμη ή σαν κοινό μυστικό: ότι υποχρέωσε τους παίκτες της Νάπολι να πατήσουν φρένο και να χάσουν ένα πρωτάθλημα -για χάρη της Μίλαν- που θα το έπαιρναν την επόμενη χρονιά. Είναι δύσκολο όμως να βάλεις κάτι τέτοιο στην ταινία, χωρίς αποδείξεις.
Η Νάπολη δεν είναι απλά η πόλη του Ντιέγκο Μαραντόνα -αυτό το ξέρουν όλοι. Είναι η πόλη που τον ανέστησε και τον σταύρωσε ξανά, του ρουφούσε το είναι του, κάθε ενέργεια, τον έριξε πιο βαθιά στην εξάρτησή του. Αλλά δεν μπορούσε να τον αφήσει να φύγει, πριν τον γκρεμίσει σαν είδωλο. Ο Μαραντόνα πήγε εκεί όταν ήταν 24 και έμοιαζε με ένα μικρό εικοσάχρονο παιδί. Όταν έφυγε βάδιζε στα 31, αλλά έμοιαζε πια με 40χρονο βετεράνο, ξεζουμισμένο, με όσα είχαν περάσει από πάνω του.
Η Νάπολη τον αποθέωσε, τον λατρεύει ακόμα σαν θεό, αλλά τον διέλυσε σε χίλια κομμάτια με την αγάπη της (love will tear us apart again). Ή μάλλον, μόνο σε δύο, αυτό του ανθρώπου Ντιέγκο, και του υπερ-παίκτη Μαραντόνα, όπου γινόταν ολοένα και πιο δύσκολο το πρώτο να συνεχίσει να υπηρετεί, σαν εικόνα, το δεύτερο. Έπαιρνε ναρκωτικά μετά από κάθε αγώνα, σε ένα τριήμερο γλέντι και άρχιζε από Τετάρτη την αποτοξίνωση, για να μπορέσει να δώσει την επόμενη παράσταση. Μόνο εκεί όμως -και όχι πχ στην κοσμοπολίτικη Βαρκελώνη- θα μπορούσε να ξεδιπλώσει το ταλέντο και τον μύθο του: ο φτωχός Αργεντίνος, που ηγείται των φτωχών Ιταλών του Νότου, και τους οδηγεί στη συμβολική εκδίκηση.
Όλοι έχουν ακούσει για την κόντρα του φτωχού ιταλικού νότου με τον πλούσιο βιομηχανικό βορρά, που έχει σεπαρατιστικές τάσεις και έναν βαθιά ριζωμένο ρατσισμό για τα “αδέλφια του”, στη βάση της ιταλικής μπότας. Και ταυτόχρονα, δεν ξέρουν τίποτα, μέχρι να μάθουν για τον εμετό που έγινε σύνθημα στα χείλη των οπαδών της Γιουβέντους, και λέει στο Βεζούβιο να ξυπνήσει, για να ξεπλύνει πάλι τους βρωμιάρηδες της Νάπολης, μαζί με πανό που έγραφαν “(πάτε να) πλυθείτε”. Και τότε μόνο καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτή η αντιπαλότητα, γιατί νιώθουν οι Ναπολιτάνοι σαν τους Αφρικάνους της Ιταλίας, και γιατί ο Ντιέγκο μαθαίνει στην κόρη του, που είναι μόλις δύο χρονών, να τραγουδάει: Γιούβε-Γιούβε, βα φαν κούλο…
Αλλά η σχέση αυτή ίσα που ράγισε το στέρεο αφήγημα της εθνικής ενότητας, στον ημιτελικό του Μουντιάλ το 90′. Ο θεός των Ναπολιτάνων δεν μπόρεσε να πάρει με το μέρος του το ποίμνιό του, να το στρέψει ενάντια στη Σκουάντρα Ατζούρα, όταν το κάλεσε να σκεφτεί πως τίποτα δεν το ενώνει με αυτούς που το βρίζουν και το εκμεταλλεύονται κάθε μέρα. Έπεισε ελάχιστους πιστούς, ίσως όμως να έκαμψε το φρόνημα των υπόλοιπων, και να έκοψε κάτι από τη λάβα στις κερκίδες. Κι αυτή ήταν η αρχή του τέλους για τον ίδιο στην Ιταλία, που αποδοκίμαζε τον ύμνο της Αργεντινής στον τελικό (με το Μαραντόνα να ανταποδίδει με ένα μεγαλοπρεπές “hijos de puta”, όταν πέρασε από μπροστά του η κάμερα) και δεν συγχώρεσε ποτέ την “πρόκληση” του Ντιέγκο.
Ο Ντιέγκο γίνεται έκπτωτο είδωλο, σκιά του εαυτού του, προσγειώνεται απότομα στη γη, αργότερα γίνεται ένα με το χώμα, σέρνεται στα πατώματα, μην αντέχοντας το βάρος να υποδύεται το θεό, τον Μαραντόνα -σε έναν οσκαρικό ρόλο ζωής. Αρχίζει ξανά τον αγώνα για την επιβίωση -με διαφορετικούς όρους αυτή τη φορά. Αργότερα κάνει τον Τσε τατουάζ στο μπράτσο του, όχι για να τον επιδείξει ποζάροντας, αλλά πιθανότατα για να τον βλέπει συνεχώς και να παίρνει θάρρος, να ντραπεί να τον ντροπιάσει, όπως έκανε με τον εαυτό του και τους δικούς του.
Ο Μαραντόνα είναι θεός, αλλά ο Ντιέγκο δεν είναι, ούτε καν ο θεός του ποδοσφαίρου. Είναι αμαρτωλός, θνητός, με ένα σωρό πάθη. Κι ίσως είναι για αυτό που τον λατρεύει ακόμα ο κόσμος. Όχι για το θεϊκό αριστερό του πόδι, αλλά για τον βαθιά ανθρώπινο χαρακτήρα του -και ας αδυνατούν να το καταλάβουν οι επικριτές του. Είναι σαν τους θεούς των αρχαίων Ελλήνων, κατ’ εικόνα και ομοίωση του ανθρώπου, έτοιμος να κάνει οποιαδήποτε ζαβολιά για να πετύχει, γεμάτος πάθη και αδυναμίες, που τον ταλανίζουν, και αναιρούν τις θεϊκές του ιδιότητες στο γήπεδο, αλλά τονίζουν τον μύθο του εκτός αυτού.
Και δεν είναι τυχαίο πως μια ποδοσφαιρική ενδεκάδα, μαζί με τον προπονητή, μας δίνουν ένα δωδεκάθεο, που εφορμά να κατακτήσει την κορυφή του Ολύμπου. Αλλά όλοι ξέρουν πως ο Δίας δεν κάθεται στον πάγκο, αλλά είναι στο γήπεδο, με το νούμερο 10 στην πλάτη. Και όλοι οι αντίπαλοι τρέμουν τη στιγμή που θα αρχίσει να ξεχύνεται σαν κεραυνός στο γήπεδο.
Ο Μαραντόνα δεν είναι θεός, δεν είναι καν πρότυπο, παράδειγμα προς μίμηση. Και σίγουρα δεν είναι επαναστάτης, με τη δική μας αυστηρή έννοια. Είναι ένα λαϊκό παιδί που βγήκε από την αφάνεια, γοητεύτηκε από τη δόξα και τα χρήματα, έπεσε με τα μούτρα στη μεγάλη ζωή και τα έσπασε, αγκάλιασε σφιχτά το σύστημα που τον άλωσε, μένοντας όμως πάντα ο ίδιος, προσπαθώντας να μην προδώσει τον εαυτό του και την καταγωγή του. Και το κατάφερε, όταν το σύστημα τον πέταξε σαν στυμμένη λεμονόκουπα και στράφηκε εναντίον του γιατί δεν ντρεπόταν να πει ό,τι σκεφτόταν, ενάντια στη ΦΙΦΑ, τον Ιταλικό Βορρά ή οτιδήποτε άλλο.
Δεν υπάρχει κανείς λόγος να τον θαυμάζουμε, πέρα από τα ποδοσφαιρικά του κατορθώματα. Υπάρχουν πολλοί λόγοι όμως να τον θεωρήσουμε δικό μας, έναν από εμάς, όχι μόνο -και όχι τόσο- για τις πολιτικές του ιδέες, το “θολό αντι-ιμπεριαλισμό”, τη φιλία με τον Κάστρο και τον Τσάβες (ό,τι αγαπάω εγώ πεθαίνει…). Αρκεί να δει πώς του φέρθηκαν αυτοί που έπαψαν να τον θεωρούν δικό τους, μόλις έπαψε να είναι “άριστος”, και ανακάλυψαν όψιμα πως είναι “Καραγκιόζης” που ζει μες στην υπερβολή και για την υπερβολή.
Όπως λέει ο κινηματογραφικός Τζόκερ, ο Μαραντόνα παίρνει ό,τι αξίζει. Την αποθέωση και την αποκαθήλωση, το ζενίθ και το ναδίρ, την αγάπη στα όρια της λατρείας και το μίσος, ενίοτε στη συσκευασία του ενός. Άλλωστε και το μίσος είναι αντεστραμμένη αγάπη. Και το πλέον σίγουρο είναι πως δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο.
Ο Μαραντόνα είναι ένας μύθος, τόσο μεγάλος, ώστε να στέκεται ακόμα σαν αστερίσκος, πάνω από τον καλύτερο -πιθανότατα- παίκτη που έχει δει ποτέ ο ποδοσφαιρικός πλανήτης, και είναι και αυτός από την Αργεντινή. Ο Μέσι είναι πιθανότατα καλύτερος -προσωπική άποψη- όχι απαραίτητα όμως και μεγαλύτερος σαν παίκτης, αν βάλουμε στο ζύγι την προσωπικότητα, που βγαίνει ελλιποβαρής σε κρίσιμες στιγμές, γιατί δεν ατσαλώθηκε σε κάποια παραγκούπολη, στον αγώνα για την επιβίωση.
Όσοι βάζουν τον Μαραντόνα στην κορυφή, δεν είναι μόνο για το Μουντιάλ που πήρε (με την ίδια λογική όμως, δεν πήρε ποτέ το Πρωταθλητριών), ούτε γιατί έβλεπαν κάθε εβδομάδα τι έκανε ο Ντιέγκο στο γήπεδο. Ο Μαραντόνα ήταν στο μεταίχμιο της εποχής που υπήρχε μεν βίντεο και τηλεοπτική κάλυψη, δε βάζαμε όμως κάθε παίκτη στο μικροσκόπιο της παγκόσμιας κοινής γνώμης, για να κριθεί σε κάθε αγώνα, για την παραμικρή κίνηση που κάνει. Γι’ αυτό και συνδυάζει ιδανικά τα στοιχεία του μύθου -της εποχής των ραδιοφωνικών μεταδόσεων- με τις απτές αποδείξεις της κάμερας… Οι οπαδοί του τον θεωρούν κορυφαίο, κυρίως για τη γοητεία του μύθου του, που είναι διαχρονικός και δεν ξεφτίζει ποτέ, ό,τι και αν κάνει ο ίδιος για να τον καταστρέψει -ενώ στην πραγματικότητα απλώς τον γιγαντώνει.
Ο Μαραντόνα συνεχίζει να “ταλαιπωρεί” τον εαυτό του και το ποδόσφαιρο, υποδυόμενος με αποτυχία τον προπονητή σε δευτεροκλασάτες ομάδες. Αυτή η ταινία όμως είναι η ευκαιρία για μια ακόμα αποθέωση από τους πιστούς του, σαν το τελευταίο standing ovation. Και όσο για το εύρος αυτού του κοινού, είναι πολύ ευρύτερο από ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς…
Όταν πας στην ταινία για τα χρόνια του Μαραντόνα στη Νάπολη και βλέπεις μπροστά σου την Ελένη Φιλίνη με λεοπάρ σύνολο, αγέραστη, βγαίνοντας σκέφτεσαι πως στη γωνία μπορεί να δεις τον Γαρδέλη με πέτσινο και να σε τρακάρει ο Μάικλ Νάιτ με τον ΚΙΤ. Η χρονομηχανή επιτέλους λειτούργησε, και αυτό σημαίνει πως ο Μαραντόνα θα μείνει για πάντα νέος και αξεπέραστος, σαν πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι.
Oh mama mama mama,
Oh mama mama mama,
Sai perchè mi batte il Corazon,
Ho visto Maradona,
Ho visto Maradona,
Oh mama inamorato sono…