Εκεί που τελειώνει η λογική, αρχίζει το μπάσκετ του Μίλος Τεόντοσιτς
O Μίλος Τεόντοσιτς, που σήμερα έχει γενέθλια και γίνεται 31 χρονών, έχει ένα δικό του, εντελώς αντισυμβατικό τρόπο να παίζει και να αντιλαμβάνεται το μπάσκετ που δεν μπορείς παρά να τον λατρέψεις ή να τον αντιπαθήσεις σφοδρά. Δύσκολα όμως θα σε αφήσει αδιάφορο, γιατί δε μοιάζει με κανέναν άλλον.
Κάποιοι τον θεωρούν τρελό κι αυτοκαταστροφικό, άλλοι τον βλέπουν ως καλλιτέχνη του μπάσκετ. Κι ίσως κανείς τους να μην έχει άδικο, έτσι κι αλλιώς αυτά δεν πάνε ακριβώς αντιπαραθετικά. Το μόνο βέβαιο είναι πως ο Μίλος Τεόντοσιτς, που σήμερα έχει γενέθλια και γίνεται 31 χρονών, έχει ένα δικό του, εντελώς αντισυμβατικό τρόπο να παίζει και να αντιλαμβάνεται το μπάσκετ που -όσο κλισέ κι αν ακούγεται- δεν μπορείς παρά να τον λατρέψεις ή να τον αντιπαθήσεις σφοδρά. Δύσκολα όμως θα σε αφήσει αδιάφορο, γιατί δε μοιάζει με κανέναν άλλον.
Ο Τεόντοσιτς γεννήθηκε το 1987 στο Βάλιεβο της Σερβίας, έζησε από πρώτο χέρι τον πόλεμο στα παιδικά του χρόνια και βρήκε διέξοδο στο μπάσκετ, όπου έκανε τα πρώτα του βήματα με τη Ζελέζνικ και την Μπόρας Τσάτσακ. Έδειξε σύντομα το σπάνιο ταλέντο του και φάνηκε να γίνεται μήλο της έριδος για τους δύο αιώνιους στην Ελλάδα, για να έρθει τελικά στην Ελλάδα για τον Ολυμπιακό, μόλις στα 20 του χρόνια, έχοντας κάτι από το μαλλί του Παναγιώτη Γιαννάκη, αλλά και εφάμιλλο ταλέντο. Χρειάστηκε ένα μικρό διάστημα προσαρμογής, αλλά σύντομα εκτόξευσε την απόδοσή του, έγινε βασικό στέλεχος των ερυθρόλευκων και συνέδεσε το όνομά του με το διάστημα της αγωνιστικής ανόδου της ομάδας, που έφτασε πάλι στο σημείο να διεκδικεί και να κερδίζει τίτλους.
Αυτός πρόλαβε όμως μόνο τον πρόλογο αυτής της εκτόξευσης, αφού είδε παράλληλα τις δικές του μπασκετικές μετοχές να εκτινάσσονται και το εξαργύρωσε με ένα χρυσό συμβόλαιο στην ΤΣΣΚΑ, παίζοντας το καλύτερο μπάσκετ της καριέρας του, ιδίως υπό τις οδηγίες του Δημήτρη Ιτούδη και με το Γάλλο Ντε Κολό στο πλευρό του, με τον οποίο συνέθεσε ένα τρομερό δίδυμο στην περιφέρεια των Ρώσων. Το 2016 πήρε το πολυπόθητο Κύπελλο της Ευρωλίγκα, που τόσο έλειπε από την τροπαιοθήκη του, και πέρυσι, στα 30 του χρόνια, αποφάσισε να δοκιμάσει μία καινούρια πρόκληση, πηγαίνοντας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, για να τεστάρει τις δυνάμεις του στο ΝΒΑ, με τους Λος Άντζελες Κλίπερς.
Αυτή είναι όμως μια συμβατική αφήγηση της καριέρας του, που δε μας λέει τίποτα για την αξία του και τα πάθη που προκαλεί εντός και εκτός γηπέδου. Ο Τεόντοσιτς είναι ένας κλασικός Σέρβος, με όλα τα θετικά και τα αρνητικά που αυτό συνεπάγεται -όσο στερεότυπο κι αν ακούγεται, για μπασκετικές σχολές μιλάμε και αυτές έχουν αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά. Κάποιοι τους θεωρούν… “άτιμη φάρα”, είναι όμως αναμφισβήτητα η πιο μπασκετική και η πλέον σκληραγωγημένη, που έχει μάθει να επιβιώνει από την εποχή του πολέμου.
Στην Ελλάδα -που γενικά θεωρείται “έθνος ομόδοξο…” αλλά όταν πρόκειται για το μπάσκετ, αυτά πάνε περίπατο- τα παραπάνω έμπλεκαν αντικειμενικά με την κόντρα των αιωνίων (παρά τη φιλία Ίβκοβιτς-Ομπράντοβιτς), το έντονο σερβικό στοιχείο στον Πειραιά (Τεόντοσιτς-Κέσελι), τη διένεξη Διαμαντίδη-Τεόντοσιτς σε έναν αγώνα με σκληρά μαρκαρίσματα που κατέληξε σε ένταση και φτυσιές, και το άγριο ξύλο σε ένα “φιλικό” μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας στο ΟΑΚΑ, που έχει μείνει στην ιστορία.
Έτσι, πολλοί δυσκολεύονταν να αναγνωρίσουν την αξία του Τεόντοσιτς, πέρα από τον οξύθυμο χαρακτήρα του και τη φανέλα που φορούσε. Αντικειμενικά, όμως, ο Μίλος είναι ένας τρελός καλλιτέχνης, ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο, που αποκλείεται να σε αφήσει να πλήξεις. Ένας τρομερός οργανωτής, που σε ξεγελά με το (κάπως σαν αγουροξυπνημένο) βλέμμα του, αλλά βλέπει γήπεδο, πάσες που κανείς άλλος δε βλέπει -πριν τον δει να τις βγάζει στο γήπεδο- ακόμα και κάτω από τα πόδια των αντιπάλων, από πάνω τους, από κάτω τους, πίσω τους κι όπου αλλού (δεν) μπορούν να φανταστούν.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Μίλος είναι άξιος διάδοχος του Γιασικεβίτσιους, με τη διαφορά πως ο Σάρας ήταν πραγματικός Μίδας, που έπαιρνε την Ευρωλίγκα, σχεδόν σε όποια ομάδα πήγαινε, ενώ ο Τεόντοσιτς πήρε μόλις στα 29 του το “ιερό δισκοπότηρο” της Ευρωλίγκα και ως τότε παραλίγο να του βγει η ρετσινιά του λούζερ. Και σε αυτό, παραδόξως, έπαιξε ρόλο και η παλιά του ομάδα. Ο Ολυμπιακός έφτασε δύο σερί φορές στην κορυφή της Ευρώπης, αμέσως μόλις έφυγε ο Τεόντοσιτς από τον Πειραιά και το αποκορύφωμα ήταν η τρομερή ανατροπή στην Πόλη, από το -19 και ο τελικός με το μπάζερ-μπίτερ του Πρίντεζη. Ενώ στη συνέχεια, οι κόκκινες ραψωδίες σε Φάιναλ Φορ συνεχίστηκαν, με αγαπημένο θύμα την ΤΣΣΚΑ που πήγαινε πάντα ως φαβορί και έφευγε με κατεβασμένο κεφάλι.
Η κατάρα έσπασε το 2016 -που οι Μοσχοβίτες δε βρήκαν μπροστά τους σε νοκ-άουτ φάση τον Ολυμπιακό- με το δραματικό τελικό εναντίον της Φενέρ του Ομπράντοβιτς, και τον Τεόντοσιτς να παρουσιάζεται πιο ώριμος και ομαδικός από ποτέ. Εξάλλου, δύσκολα, θα μπορούσε να σταθεί αυτή η ρετσινιά για έναν παίκτη που με τη εθνική του βρίσκεται σχεδόν πάντα στις θέσεις του βάθρου, στις μεγάλες διοργανώσεις, ενώ έχει βάλει άρρωστα τρίποντα σε clutch στιγμές, όπως αυτό:
Μόλις πάτησε τα 30, όμως, σκέφτηκε πως είχε έρθει η ώρα για καινούριες προκλήσεις, και ας μην τον βοηθάει ιδιαίτερα το -όχι και τόσο αθλητικό- σουλούπι του. Φέτος ήταν ένας 30χρονος ρούκι, που περνάει ακόμα το διάστημα προσαρμογής του, αλλά δείχνει ήδη δείγματα της αξίας του με τη φανέλα των Κλίπερς. Σε κάθε περίπτωση, ο Μίλος υπόσχεται σε όσους τον παρακολουθούν -εχθρούς και φίλους- πως κανείς τους δεν πρόκειται να πλήξει -όπως λέει κι ο ελληνικός στίχος, για ένα άλλο “κακό παιδί…” του μπάσκετ.