Ερίκ Καντονά – “Οι άλλοι όπως βαδίζουν, αυτός ανάποδα…”
Ο Ερίκ Καντονά ήταν κάτι παραπάνω από ένα “κακό παιδί” των γηπέδων
Στις αρχές της δεκαετίας του 90′, πριν η Γιουνάιτεντ γίνει απλά ένα brand-name, που το ενδιαφέρουν τα κέρδη πιο πολύ κι από τις νίκες, και πριν φορέσουν την ίδια φανέλα παίκτες σαν τον Μπέκαμ και το Ρονάλντο, πουλώντας την εικόνα τους μαζί με την ποδοσφαιρική τους αξία -ή και πάνω από αυτήν- το Νο 7 ανήκε στον Ερίκ Καντονά, το μόνο σύγχρονο “7”, που κουβαλούσε κάτι από την αξία και την τρέλα του προκατόχου του, Τζορτζ Μπεστ.
Ο Ερίκ Καντονά, που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1966 στη Μασσαλία και πήρε πολλά “λιμανίσια” στοιχεία από τη γενέτειρά του, ήταν πολύ σκληρός και αυθόρμητος, για να χωρέσει στα αυστηρά, καθώς πρέπει (κομ ιλ φω, όπως το λένε στην πατρίδα του) πρότυπα του επαγγελματικού αθλητισμού, ή στο στερεότυπο του φινετσάτου Γάλλου, που όμως λυγίζει εύκολα και δεν αντέχει στη μάχη.
Έπαιξε σε διάφορες γαλλικές ομάδες και την ομάδα της πόλης του (Ολιμπίκ Μαρσέιγ), προτού περάσει τη Μάγχη για τη Λιντς Γιουνάιτεντ και βρεθεί στα 26 του σε μια άλλη Γιουνάιτεντ, που την απογείωσε στην κορυφή, μαζί με τη δική του καριέρα. Ήταν το μεγάλο αστέρι των μπέμπηδων της πρώτης εποχής του Σερ Άλεξ και πρωταγωνιστής των πρώτων χρόνων της Πρέμιερ Λιγκ, στην οποία κυριάρχησαν οι κόκκινοι διάβολοι.
Έχει μείνει χαρακτηριστική η εικόνα του με το σηκωμένο γιακά, που πρόσθετε κάτι “εγκληματικό” στην όψη του, λες και ήταν έτοιμος ή έψαχνε τον καβγά -που δεν ήταν πάντα “χωρίς αιτία” ή απλά λόγω “οξύθυμου χαρακτήρα”. Καθόλου τυχαία, η πιο γνωστή στιγμή του Καντονά, που σφράγισε ανεξίτηλα τις αναμνήσεις πολλών φιλάθλων, δεν είναι ένα από τα δεκάδες γκολ που έχει πετύχει ή κάποιο άλλο αθλητικό επίτευγμα, αλλά η κουνγκ-φου κλοτσιά που έδωσε σε ένα σεσημασμένο ρατσιστή των αγγλικών γηπέδων.
Σε έναν αγώνα με την Κρίσταλ Πάλας, ο Καντονά αποβλήθηκε και όπως πήγαινε στα αποδυτήρια, άκουσε το ρατσιστή χούλιγκαν Μάθιου Σίμονς να του απευθύνεται με ρατσιστικά σχόλια. Ο Γάλλος δεν τα άφησε αναπάντητα και έκανε -κατά μία έννοια- πράξη το σύνθημα “τσακίστε τους φασίστες σε κάθε γειτονιά”, χαρίζοντάς μας ένα φοβερό στιγμιότυπο.
Αυτό κόστισε στον Καντονά την οκτάμηνη αποβολή του από τα γήπεδα, αλλά ο ίδιος έλεγε αργότερα αμετανόητος πως ήταν η καλύτερη στιγμή της καριέρας του.
Αυτή ήταν κι η χαριστική βολή στη διεθνή καριέρα του Καντονά με την Εθνική Γαλλίας. Στο Μουντιάλ του 98′ που θα γινόταν στην πατρίδα του και οι “τρικολόρ” θα στέφονταν παγκόσμιοι πρωταθλητές, ο Καντονά θα ήταν μόλις 32 ετών και σε αρκετά ώριμη ηλικία, για να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια ομάδα που είχε μια χρυσή φουρνιά, με επικεφαλής το Ζιντάν, αλλά μάλλον άχρωμους σέντερ-φορ, όπως ο Ντουγκαρί και ο Γκιβάρς. Αλλά ο Καντονά είχε αποχωρήσει από την ενεργό δράση ένα χρόνο πριν, χωρίς να προλάβει ούτε την προηγούμενη καλή φουρνιά των Γάλλων, με τον Πλατινί, ούτε και το ιστορικό τρεμπλ που πέτυχε η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, το 99′.
Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, ο Καντονά έκανε μερικές εμφανίσεις στον κινηματογράφο, ενώ η πιο αξιόλογη -και σχετική με τον αθλητισμό- πρωτοβουλία του ήταν η παρουσίαση κάποιων ντοκιμαντέρ, που είχαν κοινωνικές προεκτάσεις, πέρα από την αθλητική τους αφετηρία, στα πλαίσια της οποίας ήρθε και στην Ελλάδα, για να παρουσιάσει την ατμόσφαιρα και τον κοινωνικό απόηχο των ποδοσφαιρικών ντέρμπι και της αντιπαλότητας που γεννάνε.
Κι ο Καντονά, που ήταν κάτι παραπάνω από το “κακό παιδί” των γηπέδων, ήταν ο πιο κατάλληλος για να το παρουσιάσει…