Η φλογερή καρδιά του Στόικο Βράνκοβιτς
Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως έπαιζε πάντα ψυχωμένα κι όχι ως απλός μισθοφόρος. Κι αυτό ήταν το βασικό στοιχείο που τον κατέταξε μεταξύ των πιο αγαπημένων ξένων που πέρασαν από την Ελλάδα, κι ας μην έβαζε σε κάθε παιχνίδι 30 πόντους.
Ο Στόγιαν Βράνκοβιτς ανήκε στη χρυσή φουρνιά των μεγάλων -τόσο σε αξία όσο και σε όγκο- σέντερ, που σταδιακά, με την εξέλιξη του αθλήματος, οδηγήθηκαν σε εξαφάνιση, σαν μπασκετικοί δεινόσαυροι.
Ο Στόικο μπορεί να μην είχε γρήγορα πόδια ή μεγάλο επιθετικό ταλέντο -για τα δεδομένα της εποχής- αλλά τα 218 εκατοστά του τον καθιστούσαν φόβητρο για κάθε αντίπαλο μες στη ρακέτα κι έναν από τους πιο αποτελεσματικούς αμυντικούς. Αμιγώς αμυντικό ήταν εξάλλου και το κορυφαίο στιγμιότυπο της καριέρας του, με την περίφη τάπα στο Μοντέρο, στον τελικό του Παρισιού με την Μπαρτσελόνα.
Ο Γιαννάκης χάνει την μπάλα στο κέντρο του γηπέδου, οι blaugrana βγάζουν αιφνιδιασμό, ο Βράνκοβιτς τρέχει να προλάβει ενώ βλέπει όλες τις φορές που έφτασε στη βρύση χωρίς να πιει νερό, να περνάνε σαν ταινία μπροστά από τα μάτια του, κι ο χρόνος μοιάζει σταματημένος -στην κυριολεξία, σε ό,τι αφορά το χρονόμετρο του αγώνα. Ο Στόικο προλαβαίνει -κατά μία έννοια- με όσα ψυχικά κι οργανικά αποθέματα του έχουν μείνει κι οι διαιτητές δε σφυρίζουν ποτέ την παράβαση για την αντικανονική τάπα (η μπάλα έχει χτυπήσει πρώτα καθαρά στο ταμπλό) όπως και καμία άλλη από τις αρκετές παραβάσεις των τελευταίων δευτερολέπτων ενός τρελού αγώνα. Ο ΠΑΟ είναι για πρώτη φορά στην ιστορία του πρωταθλητής Ευρώπης κι ο Βράνκοβιτς απολαμβάνει το δικό του Έβερεστ.
Γεννήθηκε στις 22 Γενάρη του 1964 κι ανδρώθηκε μπασκετικά στη Ζαντάρ, υπό τις οδηγίες του γνωστού μας Βλάντο Τζούροβιτς, με τον οποίο έφτασε στον τίτλο, σε μια εποχή δόξας για το Γιουγκοσλαβικό πρωτάθλημα, νικώντας στον τελικό την Τσιμπόνα του καλού του φίλου, Ντράζεν Πέτροβιτς.
Το 89′ κάνει το πρώτο βήμα στο εξωτερικό για τον κραταιό τότε Άρη, με τον οποίο κατακτά το νταμπλ και φτάνει στο Φάιναλ Φορ της Θαραγόθα. Θα επέστρεφε δύο χρόνια αργότερα στη χώρα μας για τον ΠΑΟ, με ενδιάμεσο σταθμό ένα άλλο τριφύλλι και τους Κέλτες της Βοστώνης, που είχαν πάρει όμως ήδη την κάτω βόλτα, ενώ ούτε ο Στόγιαν μπόρεσε να κολλήσει ιδιαίτερα στο στιλ παιχνιδιού που παίζεται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Με τον ΠΑΟ δεν πήρε ποτέ το πρωτάθλημα, αλλά σφράγισε με τις τάπες του το πρώτο Ευρωπαϊκό της ομάδας. Πριν από την περίφημη ‘non-call’ φάση με το Μοντέρο που τον πρόλαβε με τη δύναμη της ψυχής του, έγινε άλλη μια φορά από μηχανής θεός στο Τρεβίζο, όπου σφράγισε την πρόκριση στην τελευταία φάση με μια μεγαλοπρεπή τάπα στο Ρέμπρατσα -που θα γνώριζε κι αυτός στιγμές δόξας με τον ΠΑΟ.
Ο Βράνκοβιτς έφυγε στα 32 του ως πρωταθλητής Ευρώπης από την Αθήνα και δοκίμασε κανά τις δυνάμεις του στο ΝΒΑ, με τους Γουλβς και τους Κλίπερς, χωρίς να πετύχει κάτι αξιοσημείωτο. Επέστρεψε στην Ευρώπη και την Ιταλία για τη Φορτιτούντο Μπολόνια για δύο χρόνια, κατακτώντας μαζί της το πρώτο πρωτάθλημα στην ιστορία του συλλόγου και κλείνοντας μια ένδοξη καριέρα.
Συνέδεσε όμως τα καλύτερα μπασκετικά του χρόνια με τη χώρα μας κι οι περισσότεροι τον θυμούνται ως μία από τις πιο συμπαθητικές φυσιογνωμίες των γηπέδων, στωικό (καθότι Στόικο), ήρεμο, συνήθως με κατακόκκινα απορημένα μάτια, που τα προστάτευε με φακούς επαφής και διέκοπτε συχνά τον αγώνα για να τους βρει, όταν του έπεφταν. Και μανιώδης καπνιστής, ενάντια στα “χρηστά” αθλητικά ήθη.
Σε επίπεδο εθνικών ομάδων ήταν μέλος της χρυσής γιουγκοσλαβικής φουρνιάς που έφτασε στην κορυφή της Ευρώπης το 89′ στο μπάσκετ και σάρωσε τα πάντα ως τη διάλυσή της. Από το 92′ ήταν βασικό στέλεχος της Κροατίας που κόντραρε σχεδόν στα ίσα για ένα ημίχρονο την dream-team, ενώ φιλοδώρησε με ένα μεγαλοπρεπές στοπ και τον Μάικλ Τζόρνταν.
Από το 93′ και μετά, η συλλογή μεταλλίων συνεχίστηκε αλλά είχε χάλκινο χρώμα, αφού οι Κροάτες δεν ξεπέρασαν ουσιαστικά ποτέ την απώλεια του Πέτροβιτς, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Αυτή ήταν και μία από τις ελάχιστες φορές που ο γίγαντας λύγισε κι αναλύθηκε σε λυγμούς, καθώς κουβαλούσε το φέρετρο του στενού του φίλου και τον αποχαιρετούσε για πάντα.
Πολλά χρόνια μετά την απόσυρσή του από την ενεργό δράση, μπήκε επικεφαλής μιας νέας προσπάθειας της Κροατίας, στην οποία περίσσευε πάντα το ταλέντο, όχι όμως κι η ψυχή ή τα θετικά αποτελέσματα. Εντύπωση έκανε το ξέσπασμα του Βράνκοβιτς εναντίον των ακριβοπληρωμένων αστέρων που προτίμησαν πέρυσι την αγρανάπαυση και τα συμβόλαιά τους, από τις υποχρεώσεις με την εθνική τους ομάδα.
Μπορεί να θεωρείται (και είναι) σκληρός εθνικιστής ο Στόγιαν, κανείς όμως δεν μπορεί να αρνηθεί πως έπαιζε πάντα ψυχωμένα κι όχι ως απλός μισθοφόρος. Κι αυτό ήταν το βασικό στοιχείο που τον κατέταξε μεταξύ των πιο αγαπημένων ξένων που πέρασαν από την Ελλάδα, κι ας μην έβαζε σε κάθε παιχνίδι 30 πόντους (εξάλλου στο τελικό του Παρισιού είχε μείνει άποντος)…