Δικέ μου άστα-βράστα, πούλησα στη μαύρη το ρόστερ του Κυράστα…
Είχε μια παραμυθένια ποδοσφαιρική διαδρομή, αλλά το τέλος δεν ήθελε να το πιστέψει κανείς κι έμοιαζε με κακόγουστο αστείο, λόγω της ημέρας…
Όταν οι αθλητικοί δημοσιογράφοι ανακοίνωναν στον αέρα, πριν μερικά χρόνια, το θάνατο του Γιάννη Κυράστα, την Πρωταπριλιά του 04′, σε ηλικία μόλις 51 ετών, έπρεπε να διευκρινίσουν πως δεν ήταν κάποιο κακόγουστο αστείο λόγω της ημέρας, αλλά η πικρή πραγματικότητα. Έπεφτε έτσι πρόωρα η αυλαία ενός γνήσιου ποδοσφαιράνθρωπου, που κατάφερε να είναι συμπαθής σε όλους και να αφήσει το στίγμα του, ως αθλητής και ως προπονητής -κάτι ιδιαίτερα σπάνιο, όπως ήταν και η ποδοσφαιρική του διαδρομή.
Ο Κυράστας έπαιξε μόλις σε δύο ομάδες στην καριέρα του κι αυτές ήταν οι δύο αιώνιοι αντίπαλοι, παίρνοντας μάλιστα το περιβραχιόνιο του αρχηγού σε αμφότερες. Δοκίμασε στην εφηβεία την τύχη του στις μικρές ομάδες (τσικό) του Ολυμπιακού, χωρίς να έχει φιλοδοξίες για κάτι παραπάνω. Καθιερώθηκε στη μεγάλη ομάδα συμπτωματικά, όταν ο προπονητής (Άλσμαν) ζήτησε έναν ακραίο μπακ από τους μικρούς, για να συμπληρώσει παίκτες για την προπόνηση.
Έκανε ντεμπούτο το 72′ και πήρε το προσωνύμιο μπογιατζής, καθώς τα πρωινά βιοποριζόταν ως ελαιοχρωματιστής, παράλληλα με τις αγωνιστικές υποχρεώσεις της ομάδας. Έμεινε στον Πειραιά μια δεκαετία σχεδόν, παίρνοντας πέντε πρωταθλήματα και τρία Κύπελλα. Αλλά το 81′ ήρθε η ώρα της… μεγάλης Αλλαγής, που είχε κι αυτή πράσινο χρώμα, με το Βαρδινογιάννη να βάζει στο στόχαστρο τους καλύτερους ερυθρόλευκους παίκτες -ένα χρόνο πριν είχε “κλέψει” από τον Ολυμπιακό το Δεληκάρη…
Ο Κυράστας πήγε στον Παναθηναϊκό μαζί με το Μάικ Γαλάκο και στο τέλος της καριέρας τους δήλωναν και οι δύο Παναθηναϊκοί -ή έστω πιο πολύ φίλοι του τριφυλλιού, παρά του Ολυμπιακού. Ο Κυράστας άλλαξε θέση πηγαίνοντας από δεξί μπακ σε αυτήν του λίμπερο, πήρε άλλα δύο πρωταθλήματα -που θα του έλειπαν ως προπονητής- και τρία Κύπελλα και καθιερώθηκε ως ένας από τους πλέον εμβληματικούς παίκτες της εποχής, κάτι που αποτυπώνεται ακόμα και σε μεταγενέστερα τραγούδια -όπως σε ένα στίχο των Ημισκούμπρια για τη δεκαετία του 80′: δικέ μου άστα-βράστα, πούλησα στη μαύρη το πόστερ του Κυράστα…
Αποσύρεται από την ενεργό δράση το 86′ και ξεκινάει την προπονητική του καριέρα. Κάνει το “αγροτικό” του σε κατηγορίες και ομάδες μικρότερου βεληνεκούς, ανεβαίνει σταδιακά σκαλοπάτια (Εθνικός, Πανιώνιος κτλ) και το 99′ ο Παναθηναϊκός του εμπιστεύεται τη θέση του προπονητή, σε μια προσπάθεια να σπάσει την κυριαρχία του Ολυμπιακού -που βρισκόταν ακόμα στην αρχή της. Η ομάδα παίζει κατά γενική ομολογία θεαματικό ποδόσφαιρο, αλλά χάνει τον τίτλο στις λεπτομέρειες από τους Πειραιώτες, που ήταν πανίσχυροι σε όλα τα επίπεδα. Παρόλα αυτά ο Κυράστας ψηφίζεται προπονητής της χρονιάς και παίρνει το σχετικό βραβείο, ως ένδειξη αναγνώρισης για τη δουλειά του.
Πηγαίνει για ένα χρόνο στον Ηρακλή, επιστρέφει στον Παναθηναϊκό, κι ενώ η ομάδα κάνει τρομερή πορεία στην Ευρώπη, εξασφαλίζοντας την πρωτιά στον όμιλο του Τσάμπιονς Λιγκ (όπου θα έφτανε αργότερα ως την οκτάδα), απομακρύνεται από την κορυφή στο πρωτάθλημα, όπου πάει από το κακό στο χειρότερο, κι ο Κυράστας αναγκάζεται να παραιτηθεί, δηλώνοντας πως δε θα ασχοληθεί ξανά με τους πάγκους και πως θα ασχοληθεί περισσότερο με το ψάρεμα και την οικογένειά του.
Αυτή περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη γυναίκα του -που γνώρισε μια φορά στα μπουζούκια κι έφυγαν λογοδοσμένοι από εκεί- και την κόρη του, που παντρεύτηκε το Μιχάλη Κωνσταντίνου, τον Κύπριο φορ που είχε υπό τις οδηγίες του στον Ηρακλή κι έφερε και στον Παναθηναϊκό αργότερα -πριν καταλήξει στον αιώνιο αντίπαλο, ακολουθώντας αντίστροφη πορεία από αυτήν του πεθερού του.
Ο Γιάννης Κυράστας όμως δε θα προλάβει να τα δει όλα αυτά. Μπαίνει στο νοσοκομείο πάσχοντας από μια σπάνια μορφή γάγγραινας (!) και χάνει τη μάχη για τη ζωή λίγες μέρες μετά, την 1η μέρα του Απριλίου του 2004, λίγους μήνες πριν πάρει ο ΠΑΟ το πρωτάθλημα και η Εθνική Ομάδα -για την οποία είχε ακουστεί το όνομά του, ως πιθανός αντικαταστάτης του Ρεχάγκελ- το EURO, που βασίστηκε εν πολλοίς και σε ένα δικό του κορμό. Έμοιαζε σαν κακόγουστο πρωταπριλιάτικο αστείο, αλλά ήταν αλήθεια, βυθίζοντας στο πένθος όλο τον αθλητικό κόσμο, που αναγνώριζε το ήθος και τη δουλειά του…