Γιατί αντιπαθούμε την Μπάγερν Μονάχου;
Ο κυριότερος λόγος που δεν τη συμπαθούμε, είναι ότι δεν τη γνωρίζουμε. Η Μπάγερν Μονάχου είναι μια ομάδα με αντιναζιστική ιστορία που κηρύχθηκε «Judenclub»
Δε μοιραζόμαστε ασφαλώς την οπτική του μέσου και του αρθρογράφου για το πόσο “ρομαντική” μπορεί να είναι μια ανώνυμη ποδοσφαιρική εταιρία, που λειτουργεί σα μονοπώλιο και την κατέχουν άλλα μονοπώλια, αλλά κρίναμε σκόπιμη την αναδημοσίευση από το Protagon εν όψει του σημερινού αγώνα της ΑΕΚ στο Μόναχο, γιατί αναφέρεται στο αντιναζιστικό παρελθόν του συλλόγου-κατεστημένο της Βαυαρίας και στους λόγους της διαχρονικής αντιπάθειας της μεγάλης πλειοψηφίας της φίλαθλης κοινής γνώμης στην Ελλάδα -και όχι μόνο- απέναντι στους Γερμανούς.
Η αποψινή αντίπαλος της ΑΕΚ, αν και τεράστιο μέγεθος του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, έχει ελάχιστους «φαν» στην Ελλάδα. Ο κυριότερος λόγος που δεν τη συμπαθούμε, είναι ότι δεν τη γνωρίζουμε. Η Μπάγερν Μονάχου είναι μια λαϊκή δημοκρατία με αρχές και αντιναζιστική ιστορία.
Μπαρτσελόνα, Ρεάλ Μαδρίτης, Λίβερπουλ, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Γιουβέντους, Μίλαν, Τσέλσι, Ιντερ, Αρσεναλ, Αγιαξ… Είναι οι ξένες ομάδες που οι έλληνες ποδοσφαιρόφιλοι υποστηρίζουν περισσότερο – μόνον η σειρά αλλάζει στα σχετικά γκάλοπ. Εάν κάποιος επιχειρούσε να μαντέψει τις προτιμήσεις του κοινού, πάνω – κάτω αυτές θα διάλεγε. Διότι κάθε μια τους, κάτι υπέροχο έχει να μας διηγηθεί. Η Ρεάλ των 13 Κυπέλλων Πρωταθλητριών φοράει την πιο βαριά φανέλα στην Ευρώπη – και από το «Μπερναμπέου» έχει παρελάσει ένας γαλαξίας αστέρων της μπάλας. Η Μπαρτσελόνα έχει παρουσιάσει στον κόσμο την καλύτερη ποδοσφαιρική ορχήστρα ever, αλλά και μια σειρά από προικισμένους σολίστ: από τον Κρόιφ και τον Μαραντόνα, μέχρι τους τρεις Βραζιλιάνους (Ρονάλντο, Ροναλντίνιο, Ριβάλντο) και -φυσικά- τον Μέσι. Οσοι έζησαν τη Λίβερπουλ των ’70s και των ’80s, όσοι άκουσαν το «Ανφιλντ» να τραγουδά το «You ‘ll never walk alone», δε θα μπορούσαν ν’ αγαπήσουν άλλο σύλλογο. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ είναι η ποδοσφαιρική αυτοκρατορία που γεννήθηκε στα συντρίμμια μιας αεροπορικής τραγωδίας (1958). Οι τρεις ιταλικοί σύλλογοι πρωταγωνίστησαν στο επί δεκαετίες πιο δημοφιλές πρωτάθλημα της Ευρώπης: το Καμπιονάτο. Ο Αγιαξ άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το παιχνίδι. Και πάει λέγοντας.
Δεν είναι παράδοξο, λοιπόν, που η Μπάγερν Μονάχου βρίσκεται χαμηλά στη λίστα με τις αγαπημένες μας ξένες ομάδες, παρά το τεράστιο μέγεθός της. Το παράξενο είναι ότι δεν την αντιμετωπίζουμε, απλώς, με αδιαφορία. Την αντιπαθούμε! Επειδή θεαματική μπάλα έπαιξε μόνο στην τριετία του Πεπ Γκουαρντιόλα, το παιχνίδι της στηρίζεται στη δύναμη, την αντοχή και την οργάνωση (κι όχι στην τεχνική), ακόμη και ο θρυλικός της γκολτζής (Γκερντ Μίλερ) δεν είχε ιδιαίτερη φινέτσα, μονοπωλεί τους τίτλους στην Μπουντεσλίγκα, ή, απλώς, γιατί «κάποιοι είμαστε παιδιά της Κατοχής και απεχθανόμαστε ό,τι είναι γερμανικό, ακόμη και στο ποδόσφαιρο», όπως είχε εξομολογηθεί το 2013 στην «Ελευθεροτυπία» ο μεγάλος Γιάννης Διακογιάννης.
Κι όμως, ο κυριότερος λόγος που δεν τη συμπαθούμε, είναι ότι δεν τη γνωρίζουμε. Η Μπάγερν Μονάχου είναι μια λαϊκή δημοκρατία, με ρομαντικές αντιλήψεις για το ποδόσφαιρο και αντιναζιστική ιστορία. Εχει 290.000 οργανωμένα μέλη -περίπου 100.000 περισσότερα από την Μπαρτσελόνα- και ανήκει κατά 75% στον λαό της. Στον ερασιτεχνικό σύλλογο, δηλαδή. Το υπόλοιπο 25% των μετοχών ανήκει σε τρεις εταιρείες – κολοσσούς, που εδρεύουν στο κρατίδιο της Βαυαρίας: την Adidas, την AUDI και την Allianz (ασφαλιστική), οι οποίες κατέχουν από 8,33% η κάθε μια. Διοικείται κυρίως από παλαίμαχους ποδοσφαιριστές της (Φραντς Μπεκενμπάουερ, Καρλ-Χάινς Ρουμενίγκε, Ούλι Χένες, κ.ά.) και από ένα εποπτικό συμβούλιο που απαρτίζεται από στελέχη των εταιρειών – μετόχων της. Οταν οι παίκτες της αποσυρθούν από τα γήπεδα, παραμένουν -εφόσον το επιθυμούν- στην οικογένεια του συλλόγου. Αφού λάβουν την απαραίτητη εκπαίδευση, προσλαμβάνονται ως στελέχη, ή και απλοί υπάλληλοι.
Η Μπάγερν δεν χρηματοδοτείται από «σκοτεινά» ρωσικά κεφάλαια, ούτε από Αραβες, Κινέζους, ή Αμερικανούς. Δεν παίρνει δανεικά (και αγύριστα) από το κράτος, διαχειρίζεται τους πόρους της με σύνεση και απέχει από τους μετεγγραφικούς πλειστηριασμούς. Αλλωστε, μια από τις αρχές της είναι ότι κανένας παίκτης δεν αξίζει τόσο, ώστε για χάρη του ο σύλλογος να υποθηκεύσει την οικονομική του σταθερότητα. Βεβαίως, δεν χρειάζεται να εφεύρει κόλπα για να καταστρατηγήσει το Financial Fair Play. Το 2017 εμφάνισε έσοδα 650 εκατ. ευρώ και -το κυριότερο- κέρδη 40 εκατομμυρίων ευρώ. Κι έχει κατ’ επανάληψη δανείσει χρήματα σε αντιπάλους της που έφτασαν στο χείλος της χρεωκοπίας. Ανάμεσά τους και τη μεγάλη της αντίπαλο, Μπορούσια Ντόρτμουντ.
Στο στόχαστρο του Χίτλερ
Εκτός από πέντε Πρωταθλητριών, έχει κατακτήσει 28 πρωταθλήματα και 18 Κύπελλα Γερμανίας. Οι εγχώριοι τίτλοι της θα ήταν πολύ περισσότεροι, εάν δεν την είχαν «βάλει στο μάτι» οι Ναζί. Το 1932 ήταν η κορυφαία ομάδα του γερμανικού ποδοσφαίρου (κατέκτησε το πρώτο της Πρωτάθλημα), όμως εξαιτίας της αντιστασιακής της δράσης στα «μαύρα» χρόνια του Γ’ Ράιχ ο επόμενος τίτλος της, ένα Κύπελλο, ήρθε 25 χρόνια αργότερα. Μέχρι τη δημιουργία της Μπουντεσλίγκα, το 1963, βολόδερνε στα τοπικά πρωταθλήματα της Βαυαρίας.
Οι διώξεις της άρχισαν αμέσως μόλις ο Αδόλφος Χίτλερ ανέλαβε την εξουσία ως καγκελάριος της χώρας. Ο εβραϊκής καταγωγής πρόεδρός της, Κουρτ Λαντάουερ, συνελήφθη και οδηγήθηκε στο Νταχάου (απ’ όπου κατόρθωσε να αποδράσει και να διαφύγει στην Ελβετία), ενώ η Μπάγερν κηρύχθηκε «Judenclub» (ομάδα Ιουδαίων). Αλλά, ακόμη κι όταν τοποθετήθηκε στη θέση του ο «άριος» Ζίγκφριντ Χέρμαν, ο σύλλογος αρνήθηκε να δηλώσει πίστη στους Ναζί και να τους παραδώσει τα «ασημικά» του. Ηταν ο μόνος, στη Γερμανία, που αρνήθηκε να υιοθετήσει την σβάστικα. Ωσπου, το 1943, η Γκεστάπο του έβαλε λουκέτο. Είχε ταξιδέψει στην Ελβετία για να δώσει ένα φιλικό ματς, αλλά, όπως αποδείχθηκε, είχε δώσει κρυφό ραντεβού με τον φυγά Λαντάουερ. Που δεν έμεινε κρυφό.