Γκαμπριέλ Μπατιστούτα: ένα σεντερφορίσιο σέντερ φορ
Ο Μπατιστούτα μπορεί να έμοιαζε σαν το Σαμψών αλλά αυτό που του στέρησε τελικά τη δύναμή του δεν ήταν η απώλεια της μακριάς του κόμης, αλλά τα βάσανα του σύγχρονου επαγγελματικού αθλητισμού, που ξεζουμίζει τους παίκτες.
Αν ο Μπατιστούτα ήταν ακόμα στην ενεργό δράση το 2014, στα γήπεδα της Βραζιλίας, η ιστορία εκείνου του Μουντιάλ μπορεί να ‘χε γραφτεί διαφορετικά. Ίσως η Αλμπισελέστε να μην έφτανε καν στον τελικό με τη Γερμανία. Αν έφτανε όμως, δε θα σκόνταφτε στην τελική προσπάθεια, τη δυστοκία και την έλλειψη πίστης-ψυχής. Θα ‘ταν εκεί ο (μέχρι τότε και πριν τον ξεπεράσει ο Μέσι) κορυφαίος σκόρερ στην ιστορία της, ο Γκαμπριέλ Μπατιστούτα ή απλά Μπατι-γκολ.
Ο Μπατιστούτα γεννήθεκε την 1η Φλεβάρη του 1969, μπαίνει σήμερα στο κατώφλι των 50 του χρόνων και θυμιζει σε όσους τον είχαν παιδικό τους είδωλο πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος. Αναδείχτηκε στη Νιούελς Ολντ Μπόις και πήρε γρήγορα μεταγραφή για την ιστορική Ρίβερ Πλέιτ, όπου παρά τις καλές εμφανίσεις του, ήρθε σε σύγκρουση με τον προπονητή του, Ντανιέλ Πασαρέλα. Τον ίδιο που αργότερα, ως ομοσπονδιακός προπονητής, ήθελε να κόψει σε ένα Μουντιάλ από την αποστολή, όσους παίκτες δεν έκοβαν κοντά τα μαλλιά τους! Όπου Μπατιστούτα χωρίς χαίτη, ίσον με Σαμψών χωρίς μαλλιά που του δίνουν δύναμη και στιλ ηγέτη.
Η επεισοδιακή τους σχέση στη Ρίβερ κρατάει ένα χρόνο, πριν απομακρυνθεί από την ομάδα. Ο Μπατιστούτα παίρνει εκδίκηση και μεταγραφή για την αιώνια αντίπαλο Μπόκα, που υποστήριζε από μικρός. Αλλά το επόμενο καλοκαίρι θα γνωρίσει τη μεγάλη ποδοσφαιρική του αγάπη, παίρνοντας μεταγραφή για τη Φιορεντίαν, που είναι ο πρώτος σταθμός της καριέρας του στην Ευρώπη.
O Μπατιγκόλ ακολουθεί τους Βιόλα ακόμα και στον υποβιβασμό τους στη Serie B, παίρνει μαζί τους το Κόπα ντ’ Ιτάλια την αμέσως επόμενη χρονιά, και γίνεται ο πρώτος γκολτζής στην ιστορία του συλλόγου, σκοράροντας κατά ριπάς στα εννιά χρόνια που μένει στη Φλωρεντία. Δένεται με την ομάδα και με τους τιφόζι της, και όταν σκοράρει εναντίον της ως αντίπαλος -μερικά χρόνια αργότερα με τη φανέλα της Ρόμα- είναι έτοιμος να αρχίσει να κλαίει στο γήπεδο.
Το 2000, παίρνει στα 31 του μεταγραφή για τη Ρόμα του Καπέο, με την οποία κερδίζει αυτό που του έλειπε: ένα σκουντέτο. Μένει τρία χρόνια στην ομάδα, με ενδιάμεσο σταθμό έναν εξάμηνο δανεισμό στην Ίντερ, και πηγαίνει στα Αραβικά Εμιράτα για τα τελευταία του ποδοσφαιρικά ένσημα. Είχε αποδείξει όμως πως τα λεφτά δεν είναι αυτό που ιεραρχεί ως προτεραιότητα στην καριέρα του.
Με την Εθνική Αργεντινής, έκανε το ξεπέταγμα στην κατάκτηση του Κόπα Αμέρικα το 91′. Έζησε από κοντά το κύκνειο άσμα του Μαραντόνα στα γήπεδα των ΗΠΑ, σε μια διοργάνωση όπου μεταξύ άλλων φιλοδώρησε με δικό του χατ-τρικ τη δική μας Εθνική του Παναγούλια. Έγινε ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία της Αλμπισελέστε και ένας από τους μετρημένους στα δάχτυλα διεθνώς, που έχουν πετύχει διψήφιο αριθμό τερμάτων σε Μουντιάλ.
Αλλά η Αργεντινή περνούσε σταθερά κάτω από τον πήχη των προσδοκιών που γεννούσε, απογοητεύοντας τους πιστούς οπαδούς της. Κι ο Μπατιστούτα αποσύρθηκε από την Εθνική στα 33 του, μετά από το φιάσκο του 2002 στην Άπω Ανατολή, όπου πήγαν σα φαβορί κι αποκλείστηκαν από τη φάση των ομίλων (με Αγγλία, Σουηδία και Νιγηρία).
Ο Μπατιγκόλ δεν αναμείχτηκε με τα ποδοσφαιρικά κοινά μετά την αποχώρησή του από τα γήπεδα, επανήλθε όμως στο προσκήνιο της επικαιρότητας, όταν αποκαλύφτηκε πως υπέφερε από τρομερούς πόνους στα πόδια του, εξαιτίας της επαγγελματικής του καριέρας και των “παράσημων” που του άφησε. Κάποιες φορές ένιωθε πως δεν μπορούσε να περπατήσει και ενίοτε τα ‘κανε πάνω του τη νύχτα…
Ο Μπατιστούτα μπορεί να έμοιαζε σαν το Σαμψών -ή κάποια άλλη βιβλική μορφή- αλλά αυτό που του στέρησε τελικά τη δύναμή του δεν ήταν η απώλεια της μακριάς του κόμης, αλλά τα βάσανα του σύγχρονου επαγγελματικού αθλητισμού, που ξεζουμίζει τους παίκτες.