Γκαρίντσα – Από ποιον πλανήτη κατέβηκες;
Με τα “προσόντα” που είχε ο Γκαρίντσα θα μπορούσε να κάνει καριέρα στο τσίρκο, παρά στο ποδόσφαιρο. Τελικά κατάφερε κατά κάποιον τρόπο να τα συνδυάσει, δικαιώνοντας τον τίτλο του καλύτερου ερασιτέχνη που έπαιξε μπάλα σε επαγγελματικό επίπεδο.
Αν ο Πελέ θέλει να διεκδικήσει τον τίτλο του κορυφαίου παίκτη όλων των εποχών, πρέπει πρώτα να διασφαλίσει τον τίτλο του καλύτερου Βραζιλιάνου ποδοσφαιριστή και δεν είναι σίγουρο πως οι συμπατριώτες του θα τον προτιμούσαν και θα τον ψήφιζαν σε μια κόντρα με τον Γκαρίντσα.
Ο Πελέ έλεγχε πως χωρίς αυτόν δε θα είχε βγει ποτέ τρεις φορές παγκόσμιος πρωταθλητής με τη Βραζιλία, αργότερα όμως η σχέση τους χάλασε. Ο Γκαρίντσα έλεγε πως ο Πελέ τον είχε ξεχάσει και δεν τον επισκέφτηκε ποτέ όταν άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας, ενώ ο δεύτερος έκανε διάφορες αποκαλύψεις για την αγάπη του πρώτου για το αλκοόλ, ακόμα και στα αποδυτήρια των αγώνων.
Η αλήθεια είναι πως εκτός γηπέδου οι δυο τους είχαν πολύ διαφορετική εικόνα. Ο Γκαρίντσα δεν ήταν ατσαλάκωτο πρότυπο για τη νεολαία και τους χορηγούς. Λαϊκό παιδί, με αλκοολικό πατέρα, για να ακολουθήσει κι ο ίδιος μετά το πάθος του. Πρακτικά αναλφάβητος, δεν μπορούσε καν να υπογράψει τα συμβόλαιά του ή να υπολογίσει τα χρήματα που περνούσαν από τα χέρια του. Είχε έντονη ερωτική ζωή, πολλές συντρόφους – που δεν τους φερόταν πάντα καλά, όταν έπινε – και πολλά παιδιά, απ’τα οποία ήταν επίσημα αναγνωρισμένα τα 14…Τα πάθη κι ο μοιραίος, αυτοκαταστροφικος χαρακτήρας του μπορεί να πρόσθεσαν κάτι στο μύθο του – όπως στην περίπτωση του Μπεστ – αλλά δεν ήταν αυτά που τον δημιούργησαν.
Το βασικό χαρακτηριστικό του Γκαρίντσα ήταν ότι κατάφερε να μετατρέψει σε πλεονέκτημα το εκ γενετής πρόβλημα που αντιμετώπιζε με τη σπονδυλική του στήλη, στο οποίο οφειλόταν και η ασυμμετρία στα κάτω άκρα του, με το ένα πόδι να είναι έξι εκατοστά πιο κοντό από το άλλο. Οι σύλλογοι δυσκολεύονταν να τον εμπιστευτούν και να του δώσουν ευκαιρίες, για αυτό άργησε κάπως να ξεπεταχτεί. Αλλά μετέτρεψε την αδυναμία του σε πλεονέκτημα ακατανίκητο, αφού οι κινήσεις του γίνονταν απρόβλεπτες και βασικά εφιάλτης για τις αντίπαλες άμυνες.
Στο Μουντιάλ του ’62 έγινε ο ηγέτης της Βραζιλίας, την οδήγησε στη δεύτερη σερί κατάκτηση και μια χιλιάνικη εφημερίδα αναρωτήθηκε στο πρωτοσέλιδό της από ποιον πλανήτη κατέβηκε. Με αυτόν στη σύνθεσή της, η Βραζιλία ηττήθηκε μόλις μια φορά, στοα καταραμένο Μουντιάλ του ΄66, όταν είχε ήδη αρχίσει ο αγωνιστικός κατήφορος για τον Γκαρίντσα. Μετά τη χρυσή του εποχή στην Μποταφόνγκο, έγινε γυρολόγος, χωρίς να στεριώσει πουθενά και χωρίς να κάνει πολλές εμφανίσεις. Όταν όμως αποσύρθηκε απ’την ενεργό δράση το 1973, ο κόσμος συνέρρευσε για να του δείξει τη λατρεία του – και το ίδιο ακριβώς έκανε και δέκα χρόνια μετά, στην κηδεία του, με τον αυτοκαταστροφικό Γκαρίντσα, να χάνει τη μάχη για τη ζωή, πριν καν συμπληρώσει τα 50.
Γιατί αγαπούσε όμως τόσο πολύ ο κόσμος το Βραζιλιάνο άσο. Γιατί όπως ειπώθηκε εύστοχα, ήταν η ποδοσφαιρική απάντηση στον Τσάρλι Τσάπλιν και δικαίως βαφτίσηκε η χαρά των ανθρώπων. Μπορεί να μην πέτυχε τα χίλια γκολ του Πελέ, αλλά έγινε ο μάγος της ντρίπλας, μοιράζοντας σακούλες στους αντιπάλους του και για πλούσιο θέαμα στους φιλάθλους. Γιατί η πεμπτουσία του αθλήματος δεν είναι το γκολ, αλλά το θέαμα και η χαρά του παιχνιδιού και σε αυτό δεν υπήρχε κανείς καλύτερος από τον Γκαρίντσα- το παρατσούκλι που του έδωσε η αδερφή του και σημαίνει κάτι σαν σου “τρυποφράκτης” μικρό πουλί, ταιριάζοτνας γάντι στην περίπτωση.
Με τα “προσόντα” που είχε ο Γκαρίντσα θα μπορούσε να κάνει καριέρα στο τσίρκο, παρά στο ποδόσφαιρο. Τελικά κατάφερε κατά κάποιον τρόπο να τα συνδυάσει, δικαιώνοντας τον τίτλο του καλύτερου ερασιτέχνη που έπαιξε μπάλα σε επαγγελματικό επίπεδο.