Ήταν ένας Μπακατσιάς με μεγάλα αυτιά
Ο Ευθύμης Μπακατσιάς γίνεται σήμερα 50 χρονών και η Κατιούσα συνθέτει μια μικρή ωδή για τον Έλληνα Ριγκοντό
Ο Ευθύμης Μπακατσιάς ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση ενός παίκτη, που ήταν ταυτόχρονα μπροστά και πίσω από την εποχή του. Ψηλός και σύγχρονος πλέι-μέικερ, με ευχέρεια στο σκοράρισμα (εκτός από το μακρινό σουτ) και την άμυνα. Αλλά ταυτόχρονα εντελώς αντιτουριστικός στο σουλούπι και το όνομα, συνθέτοντας έτσι ένα πολύ ιδιότυπο μπασκετικό κράμα.
Ο Μπακατσιάς αναδείχτηκε με τη φανέλα του Παγκρατίου, με την οποία κέρδισε την άνοδο στην Α1 και καταξιώθηκε στα μεγάλα σαλόνια, παίζοντας δίπλα σε παίκτες όπως ο Ντίνος Καλαμπάκος και ο Παναγιώτης Καρατζάς, μέλος της χρυσής ομάδας του Ευρωμπάσκετ του 87′. Το καλοκαίρι το 93′ πήρε μαζί με τον τελευταίο μεταγραφή για τον πρωταθλητή Ολυμπιακό, όπου έγινε ένα από τα αγαπημένα παιδιά του Ιωαννίδη και πέτυχε τη χρυσή εποχή του συλλόγου. Με τα ερυθρόλευκα γιόρτασε τέσσερα σερί πρωταθλήματα, ενώ ήταν βασικό στέλεχος τη σεζόν του τριπλ-κράουν, όταν ο Ολυμπιακός πήρε και τα τρία τρόπαια που διεκδίκησε πετυχαίνοντας το απόλυτο.
Αυτή ήταν όμως η τελευταία του χρονιά στον Πειραιά. Συνέχισε σε υψηλό επίπεδο με τα χρώματα του Περιστερίου, αλλά αναγκάστηκε να αποχωρήσει πρόωρα από την ενεργό δράση, μόλις στα 32 του χρόνια.
Αγωνίστηκε σε όλα τα κλιμάκια των εθνικών ομάδων και τέσσερα χρόνια (από το 93′ ως το 96′) με την Εθνική Ανδρών, όπου κατέγραψε 83 συμμετοχές και 400 πόντους. Μπορεί να μην κατέκτησε κάποιο μετάλλιο αλλά πέτυχε σπουδαίες διακρίσεις (με τη συνηθισμένη πρόκριση στην 4άδα) και μια 5η θέση στους Ολυμπιακούς της Ατλάντα το 96′. Αλλά η κορυφαία στιγμή του ήταν μάλλον στο Μουντομπάσκετ του 94′, ο ημιτελικός εναντίον της δεύτερης εκδοχής της Dream Team, με παίκτες όπως ο Σακίλ, ο Ντομινίκ, ο Ρέτζι Μίλερ, ο Γκάρι Πέιτον και άλλοι.
Εκεί όπου στην αρχή του αγώνα, η Εθνική προηγήθηκε με 17-14 κι αυτή η στιγμή έμεινε στην ιστορία ως μεγάλη επιτυχία -η μεγαλύτερη μέχρι την επόμενη για την ακρίβεια, σε έναν άλλο ημιτελικό Μουντομπάσκετ.
Ο Μπακατσιάς αποσύρθηκε αθόρυβα από την ενεργό δράση, αλλά και από το χώρο του μπάσκετ συνολικά και δεν απασχόλησε ιδιαίτερα τα ΜΜΕ ούτε καν όταν έζησε ένα προσωπικό δράμα, χάνοντας από την ανίατη νόσο τη μικρή του κόρη, πριν από δέκα χρόνια. Παρέμεινε όμως σεμνός και διακριτικός, όπως ήταν και μες στο γήπεδο.
Ήταν μάλιστα τόσο αθόρυβη η παρουσία του κι ακόμα περισσότερο η αποχώρησή του, που πολλοί φαίνεται να τον έχουν ξεχάσει ή να να τον έχουν διαγράψει από τη μνήμη τους τη συμμετοχή του σε κάποιους μεγάλους αγώνες και απορούν πώς βρήκε τρόπο να τρυπώσει εκεί, στις κορυφαίες μπασκετικές τους αναμνήσεις, όπως το ραντεβού του Ολυμπιακού με τους Μπουλς του Τζόρνταν, στο Παρίσι.
Ο Έλληνας Ριγκοντό (που είχε χαρακτηριστεί πλέι μέικερ του 2000) μπορεί να μην έκανε τελικά την πολύ μεγάλη καριέρα που υποσχόταν το δυναμικό του ξεκίνημα στα τέλη της δεκαετίας του 80′. Αλλά πέρα από τη δεδομένη αξία του, για πολλούς από εμάς είναι μια αθώα, καλτ ανάμνηση από τα παιδικά μας χρόνια, σαν τις ταινίες της δεκαετίας αυτής, κάτι μεταξύ ένοχου μυστικού κι αμαρτωλής απόλαυσης. Εν μέρει λόγω και του παρουσιαστικού του, που τον έκανε σε όλους συμπαθή, αλλά κυρίως λόγω του χαρακτήρα του και της εποχής του (κι ας ήταν ταυτόχρονα μπροστά και πίσω από αυτήν).