Και διηγώντας τα να κλαις…
Η ήττα μένει ορφανή, σε αντίθεση με τη νίκη που τη διεκδικούν πολλοί πατεράδες. Κι είναι έτοιμοι να κάνουν τεστ DNA, για να αποδείξουν την “ανωτερότητα της ελληνικής φυλής” από έναν αθλητικό θρίαμβο. Η άλλη όψη του νομίσματος στο εκσυγχρονιστικό αφήγημα της “Ισχυρής Ελλάδας”.
Το ελληνικό ποδόσφαιρο μετράει το χρόνο με τις επταετίες και τις “χούντες”. Η σύνδεση του στρατιωτικού καθεστώτος με τον άθλο του Ουέμπλεϊ -όπου η ιστορική αλήθεια υποτάσσεται στις ανάγκες της σύγχρονης οπαδικής αντιπαράθεσης- η χούντα της παράγκας, οι επτά σερί τίτλοι του Μαρινάκη… Στο μεσοδιάστημα από δυναστείες, δικτατορίες και πέτρινα χρόνια, το EURO του 04′ ήταν κάτι σπάνιο, σαν την επανάσταση. Εμπειρία ζωής που τη βιώνεις μόνο μια φορά και κάθε μέρα μετράει σα μήνας, γεμάτη γεγονότα που σου παίρνει καιρό να τα χωνέψεις.
Το EURO του 04′ έμοιαζε μακρινό, σαν όνειρο, ήδη τη στιγμή που γινόταν. Πόσο μάλλον τώρα, που έχουν περάσει σχεδόν δύο επταετίες φαγούρας έκτοτε, και το “μεγάλο καλοκαίρι” της Ελλάδας, το διαδέχτηκε ο ατέλειωτος μνημονιακός χειμώνας.
Ήταν η κορύφωση του εκσυγχρονιστικού αφηγήματος της “ισχυρής Ελλάδας”, που αναπτύσσεται και θριαμβεύει και στους αθλητικούς στίχους. Που ήταν πρωταθλήτρια Ευρώπης σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ (μόνο οι Σοβιετικοί το είχαν πετύχει ως τότε), διοργανώτρια στο μεγάλο φαγοπότι των Ολυμπιακών Αγώνων, με υψηλούς οικονομικούς δείκτες… Μέχρι και τη Γιουροβίζιον με την Παπαρίζουν πήρε.
–Στον έβδομο ουρανό όλοι αδέλφια, τσίριζε ο Βερνίκος, ασορτί με την κιτς κι επίπλαστη ευμάρεια, που έψαχνε αθλητικούς θριάμβους και άλλοθι, για να επιβεβαιώσει την ύπαρξή της. Κι έφυγε, όσο απότομα ήρθε, παταγωδώς, σαν ασπρόμαυρη φούσκα που έσκασε.
Λεν πως η ήττα είναι ορφανή, σε αντίθεση με τη νίκη που τη διεκδικούν πολλοί πατεράδες. Τεστ DNA μπορεί να μην έγινε, αλλά είχαμε πολλούς “Ελληνάρες” περήφανους για το dna της φυλής που φέρνει νίκες, να φωνάζουν μερικούς μήνες μετά “δε θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ“…
Και την απότομη προσγείωση, όχι προφανώς στο αγωνιστικό κομμάτι, με την ήττα από τους Αλβανούς στα προκριματικά του Μουντιάλ (όπου τελικά δεν προκριθήκαμε, αν και Πρωταθλητές Ευρώπης). Αλλά στο καθημερινό κομμάτι, με τους “φασίστες της διπλανής πόρτας” να μαχαιρώνουν έναν Αλβανό, για να πάρουν εκδίκηση για την ποδοσφαιρική ήττα…
Αλλά ποιος είπε πως δε χωράει και λίγος φασισμός -με εκμετάλλευση μεταναστών- στο εκσυγχρονιστικό όραμα;
Λέγαμε όμως για τη νίκη και τους πατεράδες της. Ποτέ δεν υπήρξε, ωστόσο, μια τόσο ορφανή νίκη. Σίγουρα ανήκει στους πρωταγωνιστές, τους παίκτες που έκαναν τη μία υπέρβαση μετά την άλλη, και το Ρεχάγκελ, τον αρχιτέκτονα της επιτυχίας -που αργότερα όμως εκδηλώθηκε ως “Μερκελιστής” κι έχασε σε δημοτικότητα. Αλλά μετά από αυτούς ποιος;
Μήπως η Ομοσπονδία, που έγινε συνώνυμο -και βασικά οργανωτής- της αναξιοπιστίας και των παθογενειών του ελληνικού ποδοσφαίρου; Ή ο Τύπος, που υποδέχτηκε τον Όθωνα με υποτιμητικά πρωτοσέλιδα μετά από μια φιλική ήττα (που πας ΡΕ…ΧΑΓΚΕΛ-Καραμήτρο), και δυσπιστούσε για τις επιλογές του: έξω ο Ζήκος, ο Στολτίδης, ο Γεωργάτος, κάποιοι παίζουν με βύσματα, κοκ…
Χώρια ότι η ομάδα είχε ως βάση της μια φουρνιά παικτών του Παναθηναϊκού, αλλά η διοίκηση τους χρέωσε το κάζο της Ριζούπολης και τους απαξίωσε ως ηττοπαθείς (λούζερ).
Το χειρότερο είναι πως δεν υπήρξε καμία συνέχεια. Η Εθνική είχε μερικά καλά αποτελέσματα με το Ρεχάγκελ κι αργότερα με το Σάντος, αλλά η επιτυχία εκείνη δεν αξιοποιήθηκε για να δώσει ώθηση στο άθλημα, να μπουν άλλες, γερές βάσεις, κτλ. Κι έτσι πέρασε στην ιστορία σαν πυροτέχνημα, που μοιάζει σήμερα πιο μακρινό από ποτέ.
Μένει πίσω μια γλυκιά ανάμνηση για τα περασμένα μεγαλεία, μαζί με το Πειρατικό (ολόκληρη επιχείρηση έστησε πάνω του ο Χελάκης), τη διαφήμιση του “Σάββα-καφέ” με το (διορατικό με όρους GRexit) “Γριέγου πορτίου”, και τα συνθήματα για το Φίγκο, τον κλαψιάρη Ρονάλντο (που έκτοτε βέβαια τα έχει πάρει σχεδόν όλα) και το… “τιμημένο” να χρυσώνει το χάπι και να στοιχειώνει το παρόν ως μέτρο σύγκρισης. Γιατί “ήταν κάποτε…”