Και ποιον να βάλει δηλαδή στην κυβέρνηση ο Ανδρέας; Τον Ντέταρι;
Μερικές δεκαετίες πριν, ο δήμος Πειραιά έδινε το δημαρχείο για την υποδοχή του Ντέταρι και 50 χιλιάδες κόσμος τον υποδεχόταν σαν θεό, μαθαίνοντας μια διαφορετική προσευχή: Λ-άγιος ο θεός, Λ-άγιος ισχυρός…
Κάποιοι θυμούνται τα χρόνια του ’80 ως τη δεκαετία της ευμάρειας (έφαγε ο λαός ψωμί…), άλλοι ως τα χρόνια της υπερβολής. Κι αν κάποιος ήθελε να χωρέσει αυτά τα δύο σε ένα μόνο στιγμιότυπο, θα μπορούσε να επιλέξει τον ερχομό του Ούγγρου Λάγιος Ντέταρι στην Ελλάδα για τον Ολυμπιακό.
Η μεταγραφή του κόστισε 3 δις δραχμές και ήταν (τότε) η δεύτερη πιο ακριβή μεταγραφή στην ιστορία του ποδοσφαίρου μετά από αυτήν του Μαραντόνα στη Νάπολι! Ενώ η υποδοχή του στον Πειραιά έγινε στο δημαρχείο της πόλης (!) και σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εποχής, συγκέντρωσε 50 χιλιάδες κόσμου, που τον υποδέχτηκε σαν σωτήρα, σε ένα ανεπανάληπτο ντελίριο ενθουσιασμού. Καμία άλλη μεταγραφή δεν κατάφερε να προκαλέσει αντίστοιχες αντιδράσεις -οι “μεταγραφές αεροδρομίου” είναι άλλης κλάσης, συγκριτικά με μια… “μεταγραφή δημαρχείου”.
Ενδεικτικό των ηθών της εποχής (o tempora o mores), ότι εκτός από τον τότε δήμαρχο της πόλης Ανδρέα Ανδριανόπουλο, παρέστη σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος, ανάμεσά τους, ο Μίμης Ανδρουλάκης, ακριβώς τις ημέρες που συγκροτούνταν τα κομματικά όργανα του ενιαίου Συνασπισμού ενόψει των εθνικών εκλογών του Ιουνίου.
Ο Ντέταρι βγήκε αμήχανος στο μπαλκόνι και είπε σε σπαστά ελληνικά “Θεε μου, θεέ μου, Ολυμπιακέ μου”. Ενώ οι οπαδοί του Ολυμπιακού λάτρεψαν τον ίδιο σαν θεό και άρχισαν να λένε την καθημερινή τους προσευχή σε μια ελαφρώς παραλλαγμένη -και… ολίγον βέβηλη εκδοχή: Λάγιος ο θεός, Λάγιος ισχυρός, Λάγιος αθάνατος και Ολυμπιακός.
Ο Λάγιος Ντέταρι γεννήθηκε σαν σήμερα το 1963 στη Βουδαπέστη. Ήταν ο καλύτερος παίκτης που έβγαλε η μεγάλη των Μαγυάρων σχολή, μετά τη χρυσή φουρνιά της δεκαετίας του ’50 (Πούσκας, Κότσις, Χιντεγκούτι, Τσίμπορ κτλ) και μάλλον ο τελευταίος Ούγγρος παίκτης που ήταν περιζήτητος σε όλο τον κόσμο.
Ήταν από μικρό παιδί στην Χόνβεντ (ή Κίσπεστ, όπως την έλεγαν οι παλιότεροι) και έδειξε από νωρίς το ταλέντο του ως δεκάρι που ξέρει να δημιουργεί και να σκοράρει. Πήρε τρία σερί πρωταθλήματα με την ομάδα του -το ένα με νταμπλ- και βγήκε ισάριθμες φορές πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος, παίρνοντας το διαβατήριο για τη Δύση και τη μεταγραφή του στην Άιντραχτ Φρανκφούρτης. Αυτό που οι δυτικοί είχαν βαφτίσει “παραπέτασμα”, είχε αρχίσει να έχει ρωγμές αρκετά πριν από την πτώση του Τείχους και αυτό φαινόταν κυρίως στον αθλητισμό.
Ο Ντέταρι έμεινε ένα χρόνο στη Φρανφκούρτη και πήρε το Κύπελλο, πετυχαίνοντας μάλιστα το νικητήριο γκολ στον τελικό με την Μπόχουμ.
Το καλοκαίρι του ’88 ήρθε στον Πειραιά για τον Ολυμπιακό. Έμεινε μόλις μια διετία, αλλά δέθηκε τόσο με το κοινό της ομάδας και τη χώρα, που έμαθε τα ελληνικά και τα κουτσο-θυμάται μέχρι σήμερα. Δε δικαίωσε όμως πλήρως τις προσδοκίες κι ίσως να μην ήταν καν ο καλύτερος Ούγγρος παίκτης στη χώρα μας εκείνη τη χρονιά -ο Ίμρε Μπόντα του Ολυμπιακού Βόλου βγήκε πρώτος σκόρερ. Και η βασική αιτία για όλα αυτά δεν ήταν αμιγώς αγωνιστική…
Ο Ολυμπιακός βίωνε την αρχή των δικών του “πέτρινων χρόνων” και τις συνέπειες από το σκάνδαλο Κοσκωτά, του προέδρου που έφερε τον Ντέταρι στην Ελλάδα και έκανε δεκάδες μεταγραφές στο μικρό διάστημα που μεσουράνησε. Χαρακτηριστικό για το κλίμα της εποχής ήταν ένα σκετς του Χάρρυ Κλυνν, που σχολίαζε τους κλυδωνισμούς της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και τους συνεχόμενους ανασχηματισμούς της -ή “αναδομήσεις, όπως τις έλεγε ο Ανδρέας”-, υπό το βάρος και των σκανδάλων.
-14 ανασχηματισμούς έχει κάνει, ποιον άλλον να βάλει στην κυβέρνηση; Τον Ντέταρι;
Η καλύτερη στιγμή που θυμάται ο Ντέταρι -εκτός από την υποδοχή του στο δημαρχείο- ήταν ο τελικός Κυπέλλου με τον ΟΦΗ το 1990, όπου σκόραρε δύο φορές και έφτασε στον μοναδικό του τίτλο με τους ερυθρόλευκους.
Αλλά η λατρεία των οπαδών τον άφησε χωρίς δηλώσεις -και χωρίς σορτσάκι…
Το καλοκαίρι του ’90, ο Σαλιαρέλης φέρνει προπονητή τον Μπλαχίν αλλά δεν μπορεί να κρατήσει στην ομάδα τον Ντέταρι. Ο κόσμος είναι έτοιμος να ξεσηκωθεί και ο πρόεδρος τους ξεφουρνίζει το παραμύθι ότι ο Ντέταρι δεν μπορεί να μείνει στην ομάδα γιατί οι Σοβιετικοί είχαν σκοτώσει πολλούς δικούς του συγγενείς, γι’ αυτό και δεν μπορεί να συνεργαστεί με τον Μπλαχίν…! Μετά από λίγο καιρό, στον φιλικό αγώνα με την Μπολόνια -τη νέα του ομάδα-, οι δυο τους αγκαλιάζονται και δείχνουν πως η φήμη δεν είχε καμία βάση…
Στη συνέχεια ο Ντέταρι δεν είχε την ίδια λάμψη. Έπαιξε σε μερικές δευτεροκλασάτες ομάδες του Καμπιονάτο, που ήταν το καλύτερο πρωτάθλημα της εποχής -και όλων των εποχών ίσως- πήγε στην Ελβετία και γύρισε στην πατρίδα του για να κλείσει την καριέρα του. Άνοιξε το κεφάλαιο της προπονητικής, χωρίς πολλές διακρίσεις, και σήμερα ασχολείται με ποδοσφαιρικές ακαδημίες. Κρατά από τη χώρα μας τις καλύτερες αναμνήσεις και τα φίλαθλα αισθήματα είναι αμοιβαία -και σίγουρα όχι μόνο για τους ερυθρόλευκους οπαδούς.