Και στο Τορίνο ξανά μαζί σου…
25 χρόνια μετά τον πρώτο ευρωπαϊκό τίτλο του Άρη στο Τορίνο, που πέραν των άλλων έμεινε στην ιστορία για το παιδικό σκορ και την κλοτσοπατινάδα στο τέλος.
Το 1993 ήταν μια σημαδιακή μπασκετική χρονιά, μεστή γεγονότων, με δραματικές -ενίοτε- διαστάσεις. Ο θάνατος του Ντράζεν Πέτροβιτς σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, η πρώτη αποχώρηση του Μάικλ Τζόρνταν από την ενεργό δράση, το αμυντικό (αντι)μπάσκετ της Λιμόζ του Μάλκοβιτς που κατέκτησε την κορυφή της Ευρώπης στο ΣΕΦ και ο τελικός στο Κυπελλούχων, με το χαμηλότερο σκορ όλων των εποχών στα ευρωπαϊκά χρονικά, που έγινε σαν σήμερα, πριν από 25 χρόνια, μεταξύ του Άρη και της Εφές Πίλσεν. Καταστάσεις και γεγονότα, που είχαν κάνει κάποιου -και ανάμεσά τους το περιοδικό “Τρίποντο” που ήταν Ευαγγέλιο για τους μπασκετικούς- να κάνουν λόγο για το “θάνατο του μπάσκετ”, λίγα μόλις χρόνια μετά το αντίστοιχο “τέλος της ιστορίας”.
Ο τελικός στο Τορίνο δεν έμεινε στην ιστορία μόνο για το άθλιο αθλητικό θέαμα, αλλά και για την κλοτσοπατινάδα που ακολούθησε μετά τη λήξη του και παραλίγο να καταλήξει σε μάχη και ελληνο-τουρκικό επεισόδιο. Πώς φτάσαμε όμως ως εκεί;
Το 1991, μαζί με τις υπόλοιπες κοσμοϊστορικές -και βασικά κοσμοκτόνες- ανατροπές, κλονιζόταν και τα θεμέλια της μπασκετικής αυτοκρατορίας του Άρη. Το 92′ ο βασιλιάς Νίκος Γκάλης κατηφόριζε στην Αθήνα, όπως και το μπάσκετ συνολικά, εξάλλου. Οι κίτρινοι έκαναν μια τελευταία προσπάθεια ανασύνταξης, με τον -αυτοκρατορικό και συνάμα αυτοκαταστροφικό- Ρόι Τάρπλεϊ και τον αρχηγό, Παναγιώτη Γιαννάκη, που θα ξέφευγε επιτέλους από τη σκιά του γκάνγκστερ και θα γινόταν το αγαπημένο παιχνίδι της κίτρινης κερκίδας -που τον μίσησε θανάσιμα, όταν έφυγε, το επόμενο καλοκαίρι, για να τον συγχωρήσει οριστικά μόλις πέρυσι, που επέστρεψε ως προπονητής. Προσαρμόστηκε έτσι και το κλασικό σύνθημα, στα νέα δεδομένα: εσύ Γιαννάκη πάρτους τα μυαλά και εσύ Ρόι πάρτους το ρολόι…
Στο πρόσφατο -τότε- παρελθόν, ο Άρης είχε πάει σε τρία συνεχόμενα Φάιναλ Φορ, φτάνοντας ισάριθμες φορές στην πηγή, χωρίς να πιει νερό, και ο ευρωπαϊκός τίτλος έτεινε να γίνει ένα είδος απωθημένου, σαν ιερό δισκοπότηρο. Μένοντας για πρώτη φορά μετά από καιρό εκτός της κορυφαίας διοργάνωσης, του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, η συμμετοχή του στο Κυπελλούχων έμοιαζε πρώτης τάξης ευκαιρία, για να επαναλάβει τον άθλο των δύο δικεφάλων, της ΑΕΚ και το ΠΑΟΚ, που είχαν πανηγυρίσει από μια κατάκτηση στο παρελθόν (το 68′ και το 91′, κατά σύμπτωση, μαζί με τις “δικέφαλες” διασπάσεις του εγχώριου κομμουνιστικού κινήματος).
Ο Άρης ήταν ασυγκράτητος και έφτασε αέρας στον τελικό -με 15 νίκες και μόλις μία ανώδυνη ήττα στο Ισραήλ- όπου το τελευταίο εμπόδιο ήταν η τουρκική Εφές Πίλσεν -ανερχόμενη δύναη τότε στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Το βασικό της πλεονέκτημα ήταν η μπύρα-χορηγός που είχε μπει και στο όνομά της, ενώ το βασικό μειονέκτημα ήταν ή έλλειψη φανατικού (δηλ ποδοσφαιρικού) κοινού. Αυτό σήμαινε πως οι αρειανοί κέρδισαν κατά κράτος τη μάχη της κερκίδας -που αργότερα θα αποκτούσε κυριολεκτικές διαστάσεις, χωρίς εισαγωγικά- και έφτιαξαν στις εξέδρες μια κίτρινη θάλασσα, με πορτοκαλί πινελιές -από τα φλάι μπουφάν, που η μόδα επέτασσε να φοριούνται ανάποδα…
Ο Άρης είχε κάνει εκπληκτικό ξεκίνημα στο πρωτάθλημα -το πιο αμφίρροπο όλων των εποχών- αλλά σταδιακά έμοιαζε να ξεφουσκώνει και προχώρησε στην αντικατάσταση του Γιατζόγλου με το Σβι Σερφ. Στον τελικό έπαιζε χωρίς το Σούμποτιτς, που στην Ευρώπη λογιζόταν ως ξένος. Σήμερα βέβαια αυτά μοιάζουν πολύ μακρινά, πιο πολύ κι από τις εκδρομές με τα καραβάνια των οπαδών σε Φάιναλ Φορ και τελικούς, που είχαν περπικοπεί ήδη πολύ πριν από την κρίση -εκτός κι αν τύγχαναν προεδρικής επιδότησης.
Εκτός από το δίδυμο Τάρπλεϊ-Γιαννάκη, ο Άρης είχε δεύτερο ξένο τον Τζέι-Τζέι Άντερσον, Γάσπαρη και Ιωάννου -για να καλύψουν όσο γινόταν το κενό του Γκάλη- τον Αγγελίδη, το Λυπηρίδη (που δεν έπαιξε) και το Μισούνοφ κοντά στη ρακέτα -πολύ πριν ο “Μίσκο” μπλέξει με το κοινό, ποινικό δίκαιο. Και στην περιφέρεια το Μωραϊτη (οφ) και το Βαγγέλη Βουρτζούμη, που άρχισε τότε τη συλλογή του με ευρωπαϊκά διχτάκια, την εμπλούτισε στη συνέχεια στον ΠΑΟ (το Πρωταθλητριών στο Παρίσι) και το Μαρούσι και έμεινε ως high-light της καριέρας του, η εικόνα με τον ίδιο σκαρφαλωμένο στις μπασκέτες να κόβει διχτάκια -αφού δεν είχε κάτι άλλο αξιόλογο να επιδείξει.
Ο αγώνας ήταν μια πανδαισία άγχους, νευρικότητας, λαθών και άστοχων σουτ. Ο Άρης δεν ευστόχησε ούτε σε ένα τρίποντο, το δεύτερο ημίχρονο έληξε με σκορ 21-16 υπέρ του Άρη κι οι δύο ομάδες δεν έφτασαν αθροιστικά ούτε καν τους 100 πόντους -με το Σκουντή που περιέγραφε τον αγώνα να λέει πως είναι παιδικό σκορ, αλλά δεν έχει σημασία για τον κίτρινο θρίαμβο. Είναι χαρακτηριστικό πως ακριβώς ένα χρόνο αργότερα, στις 16 Μάρτη 1994, ο ΠΑΟΚ έφτανε στο δεύτερο ευρωπαϊκό του κύπελλο (Κόρατς αυτή τη φορά) με μια κατοστάρα επί της Στεφανέλ Μιλάνο του 18χρονου Μποντίρογκα. Αλλά αυτά ήταν ψιλά γράμματα -ιδίως σε σχέση με όσα ακολούθησαν.
Ο Γιαννάκης πνίγηκε στο άγχος και έκανε τη χειρότερη εμφάνιση της ζωής του, με δύο μόλις πόντους. Ο Τάρπλεϊ είχε 19 πόντους και 18 ριμπάουντ, κρατώντας σχεδόν μόνος τον Άρη ζωντανό. Κι οι κίτρινοι βρέθηκαν από νωρίς να κυνηγάνε το σκορ, περνώντας μπροστά μόλις τρεις φορές κατά τη διάρκεια του αγώνα. Η τρίτη όμως αποδείχτηκε κι η φαρμακερή. Ο Άρης δεν πέτυχε ούτε πόντο στα τρία τελευταία λεπτά, κράτησε όμως στην άμυνα και όλα κρίθηκαν στην τελευταία επίθεση, με το άστοχο σουτ του Ναουμόφσκι, που ήταν κάτι σαν την επιτομή του “εθνικού κινδύνου” (ΠΓΔΜιώτης που έπαιζε σε τουρκική ομάδα).
Κάποιοι Τούρκοι φίλαθλοι -από τους λιγοστούς και ήπιους που έχει η Εφές- είχαν πάει στο Τορίνο με μπλουζάκια για την ελληνοτουρκική φιλία. Αλλά το ελληνικό κοινό ανταπέδωσε με συνθήματα για την Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσα -ή μάλλον βασιλεύουσα- της Ελλάδα και βάφτισαν “τουρκοφάγο” τον Άρη, που πήρε και το δεύτερο ευρωπαϊκό του κύπελλο κόντρα σε τούρκικη ομάδα, αλώνοντας την Προύσα (κι αφού πρώτα είχε μείνει ζωντανός από τις μάχες με την Μπενετόν Τρεβίζο του Χένρι Ουίλιαμς, που πέθανε τις προάλλες, σε ηλικία 47 ετών).
Μετά το τέλος του αγώνα, ανέλαβαν δράση άλλου είδους τουρκοφάγοι, καθώς τα επινίκια μετατράπηκαν σε καρεκλιές, και το παρκέ σε ρινγκ. Κάποιοι παίκτες της Εφές είπαν κάτι προκλητικό, πάνω στα νεύρα τους από την ήττα, και οι οπαδοί που μπήκαν στον αγωνιστικό χώρο για να πανηγυρίσουν, δεν το άφησαν αναπάντητο και τον έκαναν στίβο μάχης, όπου παραλίγο να θρηνήσουμε θύματα -και χωρίς πιστόλι. Ο πρώτος ευρωπαϊκός τίτλος του Άρη απέκτησε μια βαριά σκιά, που αφαιρούσε κάτι από τη λάμψη του. Προς στιγμήν υπήρχε η σκέψη να μη γίνει καν η απονομή, αλλά η ελληνική ομάδα επέμεινε και ο Γιαννάκης τυλιγμένος με την ελληνική σημαία, σήκωσε το τρόπαιο, σε ένα στιγμιότυπο, όπου η ιταλική τηλεόραση δεν έπιασε ποτέ με κοντινο πλάνο και το έδειξε από μακριά.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, έπεσε βαριά η καμπάνα της FIBA, που προέβλεπε αρχικά διετή αποκλεισμό, αλλά με συνεχείς πιέσεις και εφέσ-εις, η ποινή μετατράπηκε σε εξορία για τους κίτρινους, που έδωσαν όλους τους αγώνες της επόμενης χρονιάς στη διοργάνωση, κεκλεισμένων των θυρών, όχι όμως στο Αλεξάνδρειο, αλλά στη Νέα Σμύρνη.
Παρόλα όσα, το Τορίνο έμεινε ιστορικό, ως ο πρώτος τίτλος -που έσπασε τον πάγο, άνοιξε το δρόμο κτλ. Έγινε μάλιστα και σύνθημα, που τραγουδιέται μέχρι και σήμερα (Άρη θυμήσου, πριν λίγα χρόνια, μέσα στα ευρωπαϊκά σαλόνια…) στην έναρξη των ντερμπι, που πετιούνται τα χαρτάκια από τους τηλεφωνικούς καταλόγους και τα… αμαρτωλά ρολά.