Κώστας Πετρόπουλος – Η δύναμη των ιδανικών
Ένα βιβλίο που προλογίζει ο Κώστας Πελετίδης κερδίζει αυτομάτως το ενδιαφέρον μας, αλλά ο αναγνώστης θα βρει πολύ περισσότερα κίνητρα να το διαβάσει, ακόμα και αν δεν ασχολείται με τον αθλητισμό. Ένας φόρος τιμής σε έναν μεγάλο αθλητή αλλά και στα ιδανικά που τον καθοδηγούσαν εντός και εκτός γηπέδου.
Τις τελευταίες εβδομάδες συναντάμε στη λίστα με τα ευπώλητα βιβλία (best seller) τη «Δύναμη της Ήττας» του Μπάνε Πρέλεβιτς που, μακριά από τον σκόπελο της παρελθοντολογίας που ελλοχεύει σε τέτοιες αναδρομές, προσπαθεί να περάσει στις νέες γενιές κάποια μαθήματα ζωής, με βάση τις δικές του εμπειρίες και πρωτίστως τις αρνητικές, τα παθήματα που έγιναν μαθήματα. Θα είχε ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν το είχε γράψει ο παίκτης Μπάνε και όχι ο σύγχρονος επαγγελματίας life coach, σε μια γλώσσα που θυμίζει συχνά αυτήν των μάνατζερ -την πιο ξύλινη απ’ όλες. Σε κάθε περίπτωση, παραμένει σημείο αναφοράς και πόλος έλξης για φιλάθλους και όχι μόνο.
Αντιθέτως, περνά δυστυχώς απαρατήρητο (σεμνό και διακριτικό σαν το βιογραφούμενο πρόσωπο) ένα λιγότερο διαφημισμένο βιβλίο της ίδιας κατηγορίας, για έναν ζωντανό θρύλο των γηπέδων. Ένα άλλο 7άρι, που τίμησε μια άλλη ασπρόμαυρη φανέλα (του Απόλλωνα) και αποσύρθηκε από την ενεργό δράση μια χρονιά προτού έρθει στα μέρη μας ο Μπάνε. Ο λόγος για τον ιπτάμενο Πατρινό, τον Κώστα Πετρόπουλο, που κέρδισε επάξια το προσωνύμιο «Νουρέγιεφ του μπάσκετ», γιατί ήταν χορευτής των παρκέ, πετυχαίνοντας έτσι και μια έμμεση (σοβιετική) αναφορά στα ιδανικά του. Κι ίσως η δική του βιογραφία μπορούσε να έχει αυτόν ακριβώς τον τίτλο: «Η δύναμη των ιδανικών»…
Η επιλογή του συγγραφέα Κυριάκου Σκιαθά προτίμησε να κινηθεί σε πιο κλασικά μονοπάτια και καλώς έπραξε, αναφέροντας στον τίτλο του βιβλίου τον τίτλο που κέρδισε ο Πετρόπουλος μες στα γήπεδα: ο “Νουρέγιεφ” του Μπάσκετ! Ένα βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “διαπολιτισμός” και έχουμε την χαρά να παρουσιάσουμε στις γραμμές που ακολουθούν.
Ένα βιβλίο που προλογίζει ο Κώστας Πελετίδης κερδίζει αυτομάτως το ενδιαφέρον μας, αλλά ο αναγνώστης θα βρει πολύ περισσότερα κίνητρα να το διαβάσει, ακόμα και αν δεν ασχολείται με τον αθλητισμό. Για παράδειγμα, τα πρώτα κεφάλαια για τις ρίζες της οικογένειας είναι μια παράλληλη λαογραφική ματιά στο πρόσφατο παρελθόν της Πάτρας, μιας πόλης που αλλάζει διατηρώντας τη δική της ταυτότητα. Τα τοπωνύμια και τις πιο ειδικές αναφορές θα τις καταλάβουν περισσότερο οι ντόπιοι, αλλά δε θα είναι οι μόνοι που θα τις απολαύσουν.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη σχέση του Κώστα με τον αδερφό του Τάκη. Κι αυτό, όχι για να γεμίσει μερικές σελίδες για τον σημερινό αντιδήμαρχο Αθλητισμού στην Πάτρα, αλλά γιατί η σχέση τους σφράγισε την πορεία του Κώστα Πετρόπουλου, τον διαμόρφωσε σαν αθλητή και σαν άνθρωπο. Μπορεί να φανεί υπερβολικό, αλλά το μόνο αντίστοιχο οικείο παράδειγμα -από τον χώρο του αθλητισμού- τόσο δεμένων αδελφών είναι πιθανότατα η σχέση των δύο Αντετοκούνμπο (Θανάση και Γιάννη) που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες, πχ ως προς τις ηλικίες τους και τον κομβικό ρόλο του μεγάλου αδελφού, τις στερήσεις της παιδικής ηλικίας, ακόμα και τον μπαμπούλα των διώξεων πάνω από την οικογένεια -σε τελείως διαφορετικό πλαίσιο βέβαια.
Η διαδρομή του αθλητή Κ. Πετρόπουλου είναι συνυφασμένη με την Πάτρα και τη φανέλα του Απόλλωνα, στα πάνω της και τα κάτω της, από τον υποβιβασμό και τη μάχη για τη σωτηρία, ως τις λαμπρές πορείες που έφεραν την ομάδα και στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Μια ψυχρή κυνική ματιά, με τα κριτήρια του επαγγελματικού αθλητισμού, μπορεί να θεωρεί ότι ο Πετρόπουλος διάλεξε να είναι πρώτος στο χωριό -παρά δεύτερος στην πόλη. Αγνοούν όμως τους περιορισμούς της εποχής -που έδεναν έναν παίκτη με την ομάδα του-, αλλά και την εντιμότητα του παίκτη, που αρνήθηκε μια δελεαστική προσφορά του ΠΑΟΚ, γιατί γνώριζε πως οι τραυματισμοί δε θα τον άφηναν να αποδώσει καλά και δεν ήθελε να «κοροϊδέψει» τη διοίκηση και τον πρόεδρο, που τον ήθελε «ακόμα και με ένα πόδι»…
Αγνοούν επίσης ότι ο ρομαντισμός δεν ιεραρχούσε ποτέ τόσο ψηλά τα χρήματα και τις ατομικές διακρίσεις -οι Πετρόπολοι ήταν ευτυχισμένοι στον Απόλλωνα, γιατί τους έδωσε η διοίκηση από ένα ζευγάρι παπούτσια. Ο Νουρέγιεφ του μπάσκετ δεν είναι απλά ο κορυφαίος αθλητής που ανέδειξε η Πάτρα, αλλά σύμβολο μιας πόλης που παρακμάζει οικονομικά και διώχνει μακριά τα παιδιά της, αλλά κράτησε κοντά της το καλύτερο. Ή αλλιώς μιας πόλης που «ψάχνει απεγνωσμένα κάτι δικό της, για να αθωώσει τη μιζέρια της», όπως διαβάζουμε στο βιβλίο. Κι αυτός ο υψηλός συμβολισμός δε συγκρίνεται με κανέναν τίτλο μες στο γήπεδο…
Σήμερα που η διαδρομή κάθε παίκτη είναι στο μικροσκόπιο και το διαδίκτυο είναι γεμάτο από βίντεο που δείχνουν τι μπορούν να κάνουν τα νέα αστέρια, είναι δύσκολο για τους νεότερους να εκτιμήσουν την αξία των παλιών άσων, ακόμα και της «δρακογενιάς του ’87», είτε μιλάμε για τον «γκάνγκστερ» Γκάλη, είτε για τον ίδιο τον «Δράκο» Παναγιώτη Γιαννάκη, είτε για τους «υπαξιωματικούς» που τους πλαισίωναν. Δεν είναι όμως υπερβολή να πούμε ότι ο Πετρόπουλος κοίταξε στα μάτια τους καλύτερους μιας σπουδαίας γενιάς -ίσως της σπουδαιότερης στα χρονικά του ελληνικού μπάσκετ- και ότι θα είχε δικαιωματικά μια θέση στην ομάδα που έφτασε στην κορυφή της Ευρώπης το ’87, αν δεν του είχε κοπεί το όνειρο «νυστέρι» -στην κυριολεξία- και δεν είχε αποσυρθεί, λόγω τραυματισμών, πρόωρα από την ενεργό δράση.
Ο Πετρόπουλος ήταν αέρινος, με ελατήρια στα πόδια, που έκανε τις δικές του εφόδους στον ουρανό, με ένα εντυπωσιακό στιλ που θύμιζε σε όλους συνειρμικά τον Τζούλιους Έρβινγκ, τον κυρίαρχο των αιθέρων πριν την εμφάνιση του Τζόρνταν. Το πιο ενδιαφέρον όμως δεν είναι ότι ο Πετρόπουλος ξεπατίκωνε κάποιες από τις χορογραφίες του «Ντόκτορ Τζέι» για να τις φέρει στα ελληνικά γήπεδα, αλλά ότι υιοθέτησε αυτό το στιλ (του «μπασιματάκια», όπως έχει πει ο ίδιος) με τις διεισδύσεις και τα σλάλομ προς την μπασκέτα (η πρώτη εμφάνιση του διάσημου σήμερα «Eurostep»), όχι μόνο βάσει του άλματος και των ικανοτήτων του, αλλά και λόγω των συνθηκών στις οποίες διαμορφώθηκε ως «παίκτης παντός καιρού». Παίζοντας σε ανοιχτά γήπεδα, εκτεθειμένα στα καπρίτσια της βροχής και των ανέμων, που δεν ευνοούσαν τα μακρινά σουτ -σε μια εποχή που δεν υπήρχε καν τρίποντο-, ο Πετρόπουλος ανέπτυξε στο έπακρο τα προσόντα του μπουκαδόρου, για να γίνει ο παίκτης που θαυμάσαμε.
Αυτό όμως δεν έγινε χωρίς αντίτιμο. Τα μεγάλα άλματα στο τσιμέντο και σε πλαστικές επιφάνειες επιβάρυναν τα πόδια του και τον έστειλαν επανειλημμένα στο χειρουργείο, αφήνοντάς μας με την απορία πού θα μπορούσε να φτάσει αν δεν αντιμετώπιζε τόσους σοβαρούς τραυματισμούς και επεμβάσεις -ακόμα και μετά το τέλος της αθλητικής του καριέρας. Ο Πετρόπουλος ήταν τεράστιο ταλέντο αλλά πρωταθλητής στην ατυχία, καθώς εγχειρίστηκε επανειλημμένα και στα δυο του πόδια, σε γόνατα και αστραγάλους, και του έμεινε το παράπονο πως δεν είχε ποτέ τα μέσα και την καθοδήγηση για να γυμναστεί σωστά από μικρός, για να προστατέψει τον οργανισμό του.
Ο αστικός μύθος λέει πως ο «Νουρέγιεφ» πήρε την απόφαση να αποσυρθεί μετά από έναν αγώνα ενάντια στον Πανιώνιο του ανερχόμενου αστέρα Φάνη Χριστοδούλου, που έπαιξε ασφυκτική άμυνα πάνω του και τον άφησε χωρίς πόντο, δείχνοντάς του πως δεν μπορούσε να σταθεί πια σε αυτό το επίπεδο, όπως θα ήθελε ο ίδιος και θα του άξιζε. «Ήθελα να με θυμούνται όπως ήμουν», λέει ο ίδιος, αναγνωρίζοντας πως αυτή ήταν η αρχή του τέλους. Δεν ήταν όμως θέμα ενός «πληγωμένου εγωισμού», καθώς πλέον διακυβευόταν η υγεία του και κινδύνευε να μείνει κουτσός και να μην μπορεί να βαδίσει κανονικά. Έτσι, τη χρονιά που γραφόταν το «έπος του ’87», ο ίδιος έγραφε τον επίλογο στην αθλητική του καριέρα, και άνοιγε αμέσως το επόμενο κεφάλαιο, του προπονητή, για να μη μείνει μακριά από το αγαπημένο του άθλημα.
Ο Πετρόπουλος είχε πάρει το βάπτισμα του πυρός ως προπονητής, όσο αγωνιζόταν ακόμα ως παίκτης, σε μια παράλληλη ενασχόληση που είναι ανέφικτη σήμερα, στο πιο αυστηρό πλαίσιο του επαγγελματισμού. Δεν έμεινε μόνο στα σύνορα της δικής του αχαϊκής «Ιθάκης» και τον Απόλλωνα, αλλά διεύρυνε τους ορίζοντες του ταξιδιού του και στην πρωτεύουσα, συνδέοντας το όνομά του με ομάδες – αουτσάιντερ, που έμπαιναν σφήνα στους μεγάλους, βάζοντας το δικό του λιθαράκι και ενίοτε τις βάσεις για τη μετέπειτα μεγάλη πορεία τους, όπως έγινε στο Περιστέρι και το Μαρούσι.
Κορυφαία στιγμή ήταν η ανάδειξή του ως Ομοσπονδιακός προπονητής της Εθνικής Ανδρών, που την ανέλαβε σε μια δύσκολη μεταβατική περίοδο, μετά το «τέλος εποχής» για τους σωματοφύλακες του ’87. Είδε τη μοίρα του να σημαδεύεται και πάλι από τραυματισμούς -και ας μην ήταν δικοί του- έχοντας μια πεντάδα βασικών απουσιών το ’99 στη Ντιζόν. Και τη Γερμανία του Νοβίτσκι να του κόβει ξανά τον δρόμο και τα όνειρα για κάτι καλύτερο, το ’01 στην Αττάλεια. Έριξε όμως τον σπόρο που θα έδινε καρπούς, λίγα χρόνια αργότερα, στο Βελιγράδι και τη Σαϊτάμα.
Εγκατέλειψε εξίσου πρόωρα τις επαγγελματικές κατηγορίες, ασφυκτιώντας ίσως με το γενικό πλαίσιο και τους ψυχρούς όρους της νέας εποχής, και επέστρεψε στις ρίζες του και την ενασχόληση με τις ακαδημίες, εκεί που γεννιούνται τα ταλέντα του αύριο και πρωτίστως ακέραιοι χαρακτήρες με αρχές.
Τίποτα από όλα αυτά, όμως, δε θα είχε τόση αξία αν οι ανθρώπινες αρετές του «Νουρέγιεφ» δεν υπογράμμιζαν τις αθλητικές του, αναδεικνύοντας έναν αγωνιστή της ζωής. Δεν είναι μόνο το ήθος και η σεμνή παρουσία του, που αναγνωρίζεται από όλους -«είναι καλός άνθρωπος και αυτό τα λέει όλα», είχε πει κάποτε ο Αλβέρτης για τον προπονητή του. Ούτε ότι ρίχνει απλώς μια κόκκινη ψήφο -αυτή δε λέει και πολλά άλλωστε, αν δε συνοδεύεται από πράξεις. Είναι ότι βγαίνει μπροστά και ξεχωρίζει σε δύσκολες στιγμές, «χορεύοντας στο φτερό του καρχαρία», όπως είπε για αυτόν ο συμπατριώτης του, Θάνος Μικρούτσικος.
Αυτό έκανε πχ τον Σεπτέμβρη του ’15, ως υποψήφιος στο Επικρατείας του Κομμουνιστικού Κόμματος, σε μια περίοδο που άλλοι πήγαιναν σπίτι τους απογοητευμένοι. Και γνώριζε πολύ καλά να δικαιολογεί και να τεκμηριώνει τη στάση του, στις διάφορες δηλώσεις στήριξης που έχει κάνει κατά καιρούς.
Είναι δημοκρατία να μην έχεις να φας και να ντυθείς; Να μην έχεις να βάλεις το κεφάλι σου κάτω από ένα κεραμίδι; Να μην έχεις στην αρρώστια σου γιατρό και φάρμακα, μήτε και νοσοκομείο; Είναι δημοκρατία να μη μορφώνεσαι και να μην ψυχαγωγείσαι;
Κι εγώ που ακόμη τα ’χω τούτα εδώ είναι ηθικό να αδιαφορώ γι’ αυτούς, που τους τα έκλεψε τούτη η δημομρατία; Είναι ηθικό να προσπερνάω αδιάφορα κάθε φύλης και χρώματος ανθρώπινα ρετάλια, με βαθουλωμένα μάτια γεμάτια πόνο, που ψάχνουν στα σκουπίδια μου αποφάγια για να αμυνθούν στην πείνα; Είναι ηθικό να αδιαφορώ πού και πώς θα ζήσουν τα παιδιά μου, τα παιδιά όλου του κόσμου;
Αυτό δεν είναι δημοκρατία και κάπως αλλιώς πρέπει να το ονοματίσουν. Ούτε η αδιαφορία είναι ηθική με όποια ηθικολογική αρλούμπα κι αν στο μέσα του ο καθένας τακτοποιεί τις ενοχές του, για να κοιμάται χορτάτος και ήσυχος τα βράδια.
Στο βιβλίο μαθαίνουμε επίσης ότι ο έφηβος ακόμα Πετρόπουλος βρέθηκε κοντά στο επίκεντρο των γεγονότων τον Νοέμβρη του ’73 στο Πολυτεχνείο και δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορος. Ότι χρησιμοποιούσε μια φράση του Άρη Βελουχιώτη, όταν μιλούσε στους παίκτες του, για να τους εμπνεύσει. Ότι υπερασπιζόταν με πάθος τις σοσιαλιστικές χώρες στις διάφορες αποστολές της Εθνικής, προτιμώντας να πάει πχ στο Μαυσωλείο του Λένιν και όχι σε κάποιο καζίνο. Και ότι είχε εντυπωσιαστεί με το σύγχρονο κλειστό που συνάντησε σε μια επαρχιακή πόλη της Βουλγαρίας (Μπότεφγκραντ) της δεκαετίας του ’70, όταν στην Ελλάδα υπήρχαν μόνο τρία κλειστά (Τάφος του Ινδού, Σπόρτινγκ και Παλέ ντε Σπορ στη Θεσσαλονίκη). Ενώ παράλληλα ερχόμαστε σε επαφή και με άγνωστες πτυχές του ταλέντου του, όπως οι εικαστικές δημιουργίες του.
Όλα αυτά περνάνε μέσα στις σελίδες του βιβλίου του Κυριάκου Σκιαθά, που έκανε μια εργώδη μελέτη για να συγκεντρώσει ένα πολύ πλούσιο υλικό. Και οι όποιες τυχόν αδυναμίες συγχωρούνται σαν πταίσματα μπροστά στο τελικό αποτέλεσμα και τη λάμψη του τιμώμενου προσώπου.
Ο καρπός της προσπάθειάς του είναι ένα βιβλίο που «φεύγει νεράκι» και δε χρειάζεται να είναι κανείς φίλαθλος για να απορροφηθεί στις σελίδες του. Γιατί είναι κάτι παραπάνω από φόρος τιμής σε έναν μεγάλο παίκτη, σαν τον Πετρόπουλο. Είναι μια μνεία στη δύναμη των ιδανικών που τον καθοδήγησαν εντός και εκτός γηπέδου.