Λάζαρος Παπαδόπουλος: Ένας παίκτης σοβιετικής κοπής
Το βασικό που τον συνέδεε με τη σοβιετική μαμά-πατρίδα ήταν η σπάνια για αθλητή καλλιέργειά του, η συνδικαλιστική του δράση -που τον έβαλε στο στόχαστρο της Ομοσπονδίας και των δημοσιογράφων- αλλά και οι απόψεις που έχει εκφράσει κατά καιρούς.
Η καταγωγή του ήταν από τη σοβιετική πόλη του Κρασνοντάρ. Ως σωματοδομή ήταν από τους σοβιετικούς σέντερ παλιάς κοπής, με τα βαριά, βραδυκίνητα κορμιά -τους αποκαλούμενους και “δεινόσαυρους”, που κυριάρχησαν στο μπάσκετ του περασμένου αιώνα, αλλά τους ξεπέρασε η εξέλιξη του αθλήματος. Αλλά το βασικό που τον συνέδεε με τη σοβιετική μαμά-πατρίδα ήταν η σπάνια για αθλητή -κι όχι μόνο- καλλιέργειά του (παίζει σκάκι και μπαλαλάικα), η συνδικαλιστική του δράση -που τον έβαλε στο στόχαστρο της Ομοσπονδίας και των δημοσιογράφων- αλλά και οι απόψεις που έχει εκφράσει κατά καιρούς.
Γεννήθηκε στη Σοβιετική Ένωση στις 3 Ιουνίου του 1980 και ήρθε σε ηλικία δέκα ετών στη Θεσσαλονίκη, μαζί με την οικογένειά του. Πολλές φορές τον αντιμετώπιζαν ως ξένο -και εδώ κι εκεί- κάτι που τον έκανε να καταλάβει πως δεν -πρέπει να- έχουν σημασία οι θρησκευτικές και εθνικές διαφορές: Πιστεύω ότι θα μπορούσε να υπάρχει μια κοινωνία, ένας κόσμος χωρίς σύνορα. Δεν καταλαβαίνω αυτό το “γεννήθηκες τρία εκατοστά πιο πέρα”. Η άποψη μου είναι ότι δεν έπρεπε να υπάρχουν διαχωρισμοί, τουλάχιστον φυλετικοί και θρησκευτικοί. Θα μπορούσαν να υπάρχουν μόνο στις πολιτικές απόψεις.
Το ύψος του τον βοήθησε να ξεχωρίσει από εφηβική ηλικία. Πήγε στον Ηρακλή και φαινόταν πως θα μπορούσε να γίνει ο διάδοχος του Φασούλα κι ο σέντερ της Εθνικής για τα επόμενα πολλά χρόνια. Πήρε μεταγραφή για τον ΠΑΟ του Ομπράντοβιτς, όπου δεν είχε πολύ χρόνο συμμετοχής αλλά ήταν από τους παίκτες-κλειδιά για το πράσινο έπος στο Φάιναλ Φορ της Μπολόνια, απέναντι στη Μακάμπι και τη διοργανώτρια Κίντερ. Τότε που ο Ζοτς είχε πει “θα το πάρω ακόμα και με το Λάζο”, μόνο που ο Λάζαρος δεν ήταν κάποιος τυχαίος και έκανε τότε τη διαφορά.
Επέστρεψε για μια χρονιά στον Ηρακλή, πέρασε τα καλύτερα μπασκετικά του χρόνια στη Ντιναμό Κιέβου με προπονητή τον Ίβκοβιτς και με τον κολλητό του, Αντώνη Φώτση, πέτυχε καλές μεταγραφές και υψηλά συμβόλαια σε ομάδες όπως η Ρεάλ και η Φορτιτούντο Μπολόνια, για να επιστρέψει στην Ελλάδα για τον Ολυμπιακό και τον ΠΑΟΚ όπου έκλεισε ουσιαστικά την καριέρα του, αν και κατέγραψε άλλη μια συμμετοχή με την Ισπανική Κανάριας. Έμεινε έτσι εκτός δράσης από τα 34 χρόνια του, αν και ένιωθε πως είχε πολλά ακόμα να δώσει, δίνοντας πάντως την εντύπωση πως ήταν εν μέρει δική του επιλογή, γιατί δεν τον κάλυπταν οι προτάσεις που είχε, κι όχι γιατί δεν άντεχε τις μάχες στο παρκέ.
Ήταν βασικό στέλεχος στη χρυσή περίοδο της Εθνικής ομάδας, ζώντας από μέσα το χρυσό στο Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου, αλλά και τη μεγάλη νίκη επί της ομάδας των ΗΠΑ στο Μουντομπάσκετ της Σαϊτάμα -που παραμένουν αήττητες έκτοτε! Σταμάτησε όμως από την Εθνική, μόλις στα 27 του χρόνια, γιατί ως πρόεδρος του ΠΣΑΚ -δηλ των συναδέλφων του καλαθοσφαιριστών- βρέθηκε στο στόχαστρο της Ομοσπονδίας, του Βασιλακόπουλου, αλλά και του -κατά τα άλλα πολύ αξιόλογου- Φίλιππα Συρίγου, που δεν ήθελαν το συνδικαλισμό να μπλέκεται με την Εθνική -το πλαίσιο αλλάζει, αλλά τα “επιχειρήματα” παραμένουν τα ίδια και μας είναι οικεία. Έχει μείνει μάλιστα από εκείνη την περίοδο ως οπτικό ντοκουμέντο ένα βίντεο, που τον δείχνει στον πάγκο της Ρεάλ να τραγουδάει μαζί με το κοινό του Ολυμπιακού στο ΣΕΦ υβριστικό σύνθημα κατά του “Σωλήνα”…
Το μεγαλύτερο κατόρθωμά του -πέρα από τα αγωνιστικά, που είναι και λίγο υποκειμενικά- είναι ακριβώς αυτό. Ότι κατόρθωσε να μπει στο μάτι του κατεστημένου, με τη δράση του και τις στοχευμένες παρεμβάσεις του, διεκδικώντας το δίκιο και τα στοχειώδη αιτήματα των συναδέλφων του, μολονότι ο ίδιος είχε λυμένο το πρόβλημα της ζωής του. Η πιο χαρακτηριστική στιγμή ήταν η απεργία των παικτών στην έναρξη του πρωταθλήματος, η οποία έσπασε όμως απ’ τους ακριβοπληρωμένους συμπαίκτες του στην Εθνική (του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού) που κάθισαν πάνω στα μεγάλα τους συμβόλαια, και δε θέλησαν να τα ρισκάρουν. Οι εικόνες με τους αστυνομικούς να μπαίνουν μες στο γήπεδο, για να διώξουν τους συνδικαλιστές που έκαναν αλυσίδα στο παρκέ, εμποδίζοντας την έναρξή του, ήταν και το κύκνειο άσμα του στον ΠΣΑΚ, από τον οποίο αποχώρησε απογοητευμένος, που δεν μπόρεσε να επιλύσει κάποια ζητήματα, αλλά και από την έλλειψη στήριξης από τους φίλους και συμπαίκτες του.
Σπουδαίο κεφάλαιο στη ζωή του Λάζαρου ήταν και η φιλία του με τον Αντώνη Φώτση, με τον οποίο έκαναν κάθε πιθανή τρέλα -η οποία πάει στα βουνά, όπως δήλωσε και ο ίδιος, και αποδεικνύεται και από τις φωτογραφίες που ακολουθούν.
Σήμερα, ο Λάζαρος εξακολουθεί να είναι κοντά στο μπάσκετ, έχει δημιουργήσει μια start-up επιχείρηση για να προβάλουν οι παίκτες τις ικανότητές τους (που είναι κάτι σαν το μπασκετικό Linked-In) κι ασχολείται συστηματικά με τις ακαδημίες, θεωρώντας πολύ σημαντικό να στραφούν τα παιδιά στον αθλητισμό κι όχι απαραίτητα στον πρωταθλητισμό.