Μάγκνους Κάρλσεν – Ο Μότσαρτ του σκακιού ξανά πρωταθλητής
Οι 12 συνεχόμενες ισοπαλίες στη διάρκεια των κλασικών παιχνιδιών έφεραν αρκετή «μουρμούρα» στις τάξεις επαγγελματιών και αρχαρίων σκακιστών, όσον αφορά τη μορφή που πρέπει να έχει ένα παγκόσμιο πρωτάθλημα. Αναπόφευκτα, το επαγγελματικό σκάκι δεν μπορεί να ξεφύγει από την εμπορευματοποίηση και την αξιοποίησή του ως προϊόντος, ωστόσο, μοιάζει να αντιστέκεται πιο σθεναρά σε σχέση με άλλα αθλήματα
Έπειτα από τρεις βδομάδες και δεκαπέντε συνολικά παρτίδες σκάκι, το παγκόσμιο πρωτάθλημα του πιο δημοφιλούς, ίσως, παιχνιδιού στον κόσμο έλαβε τέλος, με το αποτέλεσμα να είναι ξανά το ίδιο. Ο 28χρονος Νορβηγός Μάγκνους Κάρλσεν διατήρησε τον τίτλο του πρωταθλητή, τον οποίο θα κρατήσει (τουλάχιστον) μέχρι το επόμενο παγκόσμιο πρωτάθλημα, το 2020.
Ο «Μότσαρτ του σκακιού», όπως τον έχουν αποκαλέσει, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νορβηγία, από μητέρα χημικό μηχανικό και πατέρα σύμβουλο πληροφορικής, και έδειξε ενδιαφέρον για το σκάκι από αρκετά μικρή ηλικία, καταλήγοντας αρκετά γρήγορα να διαγωνίζεται σε κορυφαία τουρνουά στον κόσμο και τελικά να κατακτά τον ανώτατο τίτλο του γκρανμάστερ σε ηλικία 14 ετών. Το 2013 διεκδίκησε και κατέκτησε για πρώτη φορά τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή, «αποκαθηλώνοντας» τον Ινδό Βισβανάθαν Άναντ, ενώ έναν χρόνο αργότερα σημείωσε την υψηλότερη ατομική βαθμολογία (rating) στην ιστορία του παιχνιδιού (2882).
Οι αγώνες για το παγκόσμιο πρωτάθλημα διεξήχθησαν στο Λονδίνο από τις 9 έως τις 28 Νοέμβρη, ανάμεσα στον προηγούμενο πρωταθλητή, ο οποίος προκρίνεται αυτόματα, και στον 26χρονο Αμερικανό, Ιταλικής καταγωγής, Φαμπιάνο Καρουάνα. Ο τελευταίος επιλέχθηκε κατακτώντας την πρώτη θέση στο τουρνουά των υποψήφιων διεκδικητών, όπου διαγωνίστηκαν οι τότε οκτώ καλύτεροι σκακιστές του κόσμου.
Η ανάδειξη του παγκόσμιου πρωταθλητή κρίνεται αρχικά σε δώδεκα κλασικές παρτίδες (με χρόνο 100 λεπτά για κάθε παίκτη, συν 50 μετά την σαρακοστή κίνηση, συν 15 μετά την εξηκοστή), με τον παίκτη που θα φτάσει πρώτος τους 6.5 βαθμούς (1 βαθμός η νίκη, 0.5 η ισοπαλία) να παίρνει τον τίτλο. Στη διάρκεια αυτής της σειράς αγώνων οι παίκτες ήρθαν ισόπαλοι 6-6, σημειώνοντας… 12 ισοπαλίες σε ισάριθμα παιχνίδια! Έτσι, το αποτέλεσμα κρίθηκε σε νέα σειρά αγώνων, στη διάρκεια των οποίων ο κάθε παίκτης έχει πολύ λιγότερο χρόνο στη διάθεσή του (25 λεπτά). Στην «παράταση» λοιπόν, ο Νορβηγός πρωταθλητής κέρδισε με συνοπτικές διαδικασίες (3-0) τον αντίπαλό του, όντας αποδεδειγμένα καλύτερος στο «γρήγορο» σκάκι.
Και οι δύο παίκτες είχαν κάποιες ευκαιρίες να πάρουν μια πολυπόθητη νίκη στη σειρά των 12 κλασικών αγώνων. Στο πρώτο παιχνίδι της σειράς, ο Κάρλσεν βρισκόταν για αρκετή ώρα σε καλύτερη θέση από τον αντίπαλό του, όμως η πρώτη τους μάχη τελείωσε χωρίς νικητή έπειτα από επτά ώρες και 115 κινήσεις. Ο Καρουάνα είχε τη δική του ευκαιρία στο έκτο παιχνίδι, όπου σύμφωνα με την ανάλυση της θέσης από υπερυπολογιστές οδηγούνταν σε σίγουρη νίκη (φορσέ), όμως η δύσκολη αλληλουχία των απαιτούμενων κινήσεων και η πίεση του χρόνου δεν του επέτρεψαν να πάρει κάτι παραπάνω από την ισοπαλία.
Οι 12 συνεχόμενες ισοπαλίες στη διάρκεια των κλασικών παιχνιδιών έφεραν αρκετή «μουρμούρα» στις τάξεις επαγγελματιών και αρχαρίων σκακιστών, όσον αφορά τη μορφή που πρέπει να έχει ένα παγκόσμιο πρωτάθλημα. Από τη μία, υπάρχουν φωνές που λένε να παίζονται μόνο κλασικές παρτίδες μέχρι την ανάδειξη κάποιου νικητή (ρεκόρ αποτελούν τα 48 παιχνίδια σε διάστημα 5 μηνών ανάμεσα στον Ανατόλυ Καρπόφ και στον Γκάρυ Κασπάροφ στο παγκόσμιο πρωτάθλημα του 1984). Από την άλλη, οι γρήγορες παρτίδες επιταχύνουν τη διαδικασία, κάνοντας έτσι το σκάκι πιο «προσιτό» στο ευρύ κοινό, αλλά υστερούν σε ποιότητα λόγω των περισσότερων σφαλμάτων των παικτών.
Αναπόφευκτα, το επαγγελματικό σκάκι δεν μπορεί να ξεφύγει από την εμπορευματοποίηση και την αξιοποίησή του ως προϊόντος. Η Διεθνής Σκακιστική Ομοσπονδία (FIDE) συνεργάζεται με εταιρείες και χορηγούς, οι οποίοι φυσικά επηρεάζουν τη διεξαγωγή των διοργανώσεων έχοντας ως βασικό κριτήριο το κέρδος. Ωστόσο, μοιάζει να αντιστέκεται πιο σθεναρά σε σχέση με άλλα αθλήματα (εάν μπορεί να νοηθεί ως τέτοιο), κυρίως λόγω της μακράς ιστορικής του παράδοσης αλλά και του αντιτηλεοπτικού του χαρακτήρα.