Μαραντόνα – Το παιδί με το βρώμικο πρόσωπο που έγινε ο Θεός της μπάλας
Οι μελανές σελίδες της ζωής του δεν μπορούν με τίποτα ούτε να επισκιάσουν, πόσο μάλλον να σβήσουν τις χρυσές. Μπορεί τα λάθη του να τον οδήγησαν πολλές φορές στο χείλος της καταστροφής, αλλά η καρδιά του πάντα ήταν στη «στη σωστή θέση». «Δεν έχει σημασία τι έκανες στη ζωή σου, αλλά τι έκανες στις δικές μας»…
Με αφορμή τη συμπλήρωση σήμερα 2 χρόνων από τον θάνατο του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, αναδημοσιεύεται άρθρο από το τεύχος Δεκέμβρη 2020 του «Οδηγητή» που γράφτηκε λίγες ημέρες μετά την μεγάλη απώλεια για το παγκόσμιο ποδόσφαιρο.
Κάπου στον Γενάρη του 1985 ένας αναπληρωματικός παίκτης της Νάπολι, ο Πιέτρο Πουζόνε, γίνεται αποδέκτης ενός ιδιαίτερου αιτήματος. Ένας πατέρας από τη γενέτειρά του, τη μικρή πόλη Ατσέρα, τον ενημερώνει ότι το άρρωστο παιδί του πρέπει άμεσα να υποβληθεί σε επέμβαση στη Γαλλία. Κι επειδή τα χρήματα για να καλυφθεί το τεράστιο κόστος προφανώς δεν υπήρχαν, του ζητά να μεσολαβήσει ώστε η Νάπολι να παίξει ένα φιλικό στην περιοχή και τα έσοδα να διατεθούν γι’ αυτό τον σκοπό. Ο πρόεδρος της ομάδας, Κοράντο Φερλαΐνο, αρνείται φοβούμενος πιθανούς τραυματισμούς. Ήταν μέχρι η ιστορία να φτάσει στα αυτιά του Μαραντόνα και να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Ξεκαθαρίζει ότι η ομάδα πρέπει να πάει και πληρώνει μόνος τους την ρήτρα 12 εκατ. λιρετών που προβλεπόταν για την εταιρεία «Lloyd’s» η οποία είχε ασφαλίσει τα πόδια των παικτών της Νάπολι, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Να πάει γα…θεί η Lloyd’s. Ο αγώνας αυτός θα γίνει για χάρη του παιδιού»…
Την 25η Νοέμβρη του 2020 η καρδιά του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα σταμάτησε να χτυπά. Η είδηση διαπέρασε σαν ηλεκτρικό ρεύμα τις καρδιές εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλον τον πλανήτη. «Πεθαίνει ο Θεός;», αναρωτιούνται. Όχι, ο θρύλος του καλύτερου ποδοσφαιριστή που πάτησε στους αγωνιστικούς χώρους, η επίδρασή του στο άθλημα, οι αναμνήσεις όσων είχαν την τύχη να τον ζήσουν, αλλά και όσοι μεγάλωσαν μαθαίνοντας τα καταρθώματά του δεν πεθαίνουν, θα ζουν στην αιωνιότητα.
Ο Μαραντόνα γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1960 στο Λανούς, μέσου μεγέθους πόλη στην ομώνυμη επαρχία του Μπουένος Άιρες, αλλά μεγάλωσε στη Βίλα Φιορίτο μια παραγκούπολη στα νότια προάστια του Μπουένος Άιρες, σε μια φτωχή οικογένεια. «Η μητέρα μου συχνά υπέφερε από στομαχόπονο. Μας έλεγε φάτε εσείς εγώ δεν μπορώ. Αργότερα, όμως, κατάλαβα ότι δεν έφτανε το φαγητό». Η ταξική καταγωγή του Μαραντόνα, η φτώχεια που έζησε ως παιδί τον διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό ως άνθρωπο, παράλληλα με τον μεγάλο του έρωτα, τη μπάλα που ήταν η διέξοδός του. Η μπάλα που τόσο ερωτικά «χάιδευε» με το μαγικό αριστερό του πόδι του χάρισε δόξα και λατρεία που ελάχιστοι άνθρωποι στον κόσμο εισέπραξαν και ίσως αυτή ήταν μία από τις αιτίες της αυτοκαταστροφής του. Ο Μαραντόνα μεγαλουργούσε στο γήπεδο προκαλώντας αλαλαγμούς θαυμασμού, τα «έβαζε» πάντα με το άδικο. Το συγκλονιστικό ήταν οτι αυτά τα κατάφερνε παρόλους τους εθισμούς που του δημιουργουσαν συνεχώς προβλήματα. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που κατά τη διάρκεια της ζωής του, αλλά και τις ημέρες μετά τον θάνατό του, προσπάθησαν να λασπολογήσουν τον Ντιέγκο με αφορμή πτυχές της ζωής του. Είναι τουλάχιστον αστείο να θεωρούν ορισμένα ανθρωπάκια ότι μπορούν να συγκρίνουν το μπόι τους με αυτό του Μαραντόνα, προσπαθώντας να πείσουν τους σημερινούς νέους που δεν τον έζησαν ότι ήταν κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά ήταν: ο πιο ταλαντούχος στην ιστορία του ποδοσφαίρου και πάντα στη σωστή πλευρά της ιστορίας, απέναντι σε κάθε αδικία! Ωστόσο, την απάντηση την είχε δώσει ο ίδιος. «Το ποδόσφαιρο είναι το πιο όμορφο και υγιές άθλημα στον κόσμο. Αν κάποιος κάνει ένα λάθος, ας μην τα πληρώσει το ποδόσφαιρο… Εγώ έκανα λάθος και πλήρωσα, αλλά η μπάλα όχι. Η μπάλα δεν λεκιάζεται!», είχε δηλώσει πριν χρόνια κάνοντας την αυτοκριτική του. Πράγματι, η μπάλα δεν λεκιάζεται και ο Ντιέγκο όταν έπαιρνε την μπάλα στα πόδια του, αυτή απογειωνόταν σε δυσθεώρητα ύψη και προσγειωνόταν στις καρδιές εκατομμυρίων ανθρώπων που τη λάτρεψαν χάρη στον Ντιέγκο.
Λατρεία αντάξια ενός Θεού
Οι παρουσίες και τα κατορθώματα του Ντιέγκο Μαραντόνα με τις φανέλες της εθνικής Αργεντινής και της Νάπολι μοιάζουν με την εκπλήρωση κάποιας προφητείας. Το 1928, ένας Ουρουγουανός δημοσιογράφος περιγράφει σε κείμενό του πώς θα ήταν το άγαλμα του Αργεντινού ποδοσφαιριστή. Ένα παιδί με βρώμικο πρόσωπο, με ευφυή λαμπερά μάτια απατεωνίστικα, που σε ξεγελούν και ένα λαμπερό βλέμμα που φαίνεται να υπαινίσσεται ένα γεμάτο γέλιο που όμως δεν καταφέρνει να σχηματιστεί στο στόμα του. Το παντελόνι του είναι γεμάτο μπαλώματα, η φανέλα του είναι με τις λωρίδες της Αργεντινής και μικρές τρύπες. Τα γόνατά του είναι γεμάτα κηλίδες από τις πληγές. Χωρίς παπούτσια ή με παπούτσια που έχουν τρύπες στα δάχτυλα των ποδιών. Η στάση του είναι χαρακτηριστική, πρέπει να φαίνεται ότι ντριμπλάρει με μία μπάλα από κουρέλι. Όταν 32 χρόνια πριν τη γέννηση του Μαραντόνα ένας άνθρωπος «προφήτευσε» την έλευσή του, αν κάποιος δει τα κατορθώματα του Ντιέγκο στο Μουντιάλ του 1986 στο Μεξικό που οδήγησε την Αργεντινή στην κατάκτησή του, μπορεί να καταλάβει γιατί τον ονόμασαν Θεό. Πώς αλλιώς θα μπορούσαν να τον χαρακτηρίσουν βλέποντάς τον να σκοράρει το περίφημο γκολ με το χέρι στον προημιτελικό με την Αγγλία ξεγελώντας τους πάντες και μόλις τέσσερα λεπτά αργότερα να πετύχει το Γκολ του Αιώνα ντριμπλάροντας όποιον αντίπαλο βρέθηκε στο διάβα του; Μόνο αυτός θα μπορούσε μέσα σε λίγες στιγμές να βγάλει τόσο ευθαρσώς τη γλώσσα του απέναντι στους Άγγλους και να γράψει ιστορία. Μόνο αυτό το παιδί με το βρώμικο πρόσωπο και τα απατεωνίστικα μάτια. Κι αν στην πατρίδα του υπήρχε η προφητεία που ανέμενε τον ποδοσφαιρικό Μεσσία να εμφανιστεί κάποια στιγμή, αυτοί που δεν τον περίμεναν ποτέ ήταν οι Ναπολιτάνοι. Μέχρι να πραγματοποιηθεί η ακριβότερη μεταγραφή της εποχής και να μετακομίσει ο Ντιέγκο στη Νάπολη, οι «παρτενοπέι», όπως είναι το παρατσούκλι τους, ήταν ο παρίας του ιταλικού ποδοσφαίρου και όχι μόνο. Η κυριαρχία του ιταλικού βορρά τόσο σε ποδοσφαιρικό, όσο και οικονομικό επίπεδο ήταν τεράστια και οι φτωχοί νότιοι αντιμετωπίζονταν από τον πλούσιο βορρά με έντονο ρατσισμό ακόμα. «Πλυθείτε» έγραφαν τα πανό των οπαδών ομάδων του βορρά απευθυνόμενοι στους Ναπολιτάνους στα μεταξύ τους παιχνίδια. Όταν με την έλευση του Μαραντόνα, η Νάπολι από την απόλυτη ανυποληψία έγινε το κέντρο του ποδοσφαιρικού κόσμου το ταβάνι της λατρείας για το πρόσωπό του έσπασε. Πώς αλλιώς να περιγραφεί το γεγονός ότι οι οπαδοί της Νάπολι την ημέρα που κατακτούσαν το πρώτο πρωτάθλημα της ζωής τους, το 1987, έγραφαν στους τοίχους των νεκροταφείων της πόλης «Και δεν ξέρετε τι χάνετε»;
Ασυμβίβαστος, υπερασπιστής του δίκιου
Κατά τη διάρκεια της ζωής του δεν ήταν λίγες οι στιγμές που έδειξε να μη συμβιβάζεται με τα πρότυπα που όριζε το οικοδόμημα του εμπορευματοποιημένου ποδοσφαίρου. Καταφερόταν συχνά εναντίον των παγκόσμιων οργανισμών του ποδοσφαίρου, ενώ παράλληλα έπαιρνε ανοιχτά θέση για πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Για παράδειγμα η δήλωση του μετά την κατάκτηση του Μουντιάλ Νέων στην Ιαπωνία δήλωσε ότι «οι στρατιωτικοί που κυβερνούσαν τότε τη χώρα μας, μας χρησιμοποιούσαν. Τύποι σαν τον Βιδέλα σπιλώνουν το όνομα της Αργεντινής, αντίθετα ο Τσε μας κάνει περήφανους». Χαρακτηριστική ήταν η αγάπη του για τον Φιντέλ Κάστρο, με τον οποίο «έφυγαν» την ίδια ημερομηνία και στην κηδεία του είχε χαρακτηρίσει «δεύτερο πατέρα του», και την Κούβα. Ο Μαραντόνα έπαιρνε τακτικά θέση κατά των ιμπεριαλιστικών πολιτικών των ΗΠΑ στην Λατινική Αμερική, αλλά και εξέφραζε ανοιχτά την υποστήριξή του στον αγώνα του παλαιστινιακού λαού. Γράφει ο συγγραφέας Ε. Γκαλεάνο: «Κανένας καταξιωμένος ποδοσφαιριστής δεν είχε μιλήσει ανοιχτά εναντίον των αφεντικών του εμπορικού ποδοσφαίρου. Το έκανε ο πιο διάσημος και δημοφιλής όλων των εποχών, υπερασπιζόμενος τους λιγότερο διάσημους και λιγότερο δημοφιλείς παίκτες. Ένας γενναιόδωρος και αλληλέγγυος άνθρωπος, ένα είδωλο (…)».
Ντιέγκο, ευχαριστούμε
Προτού ο Μαραντόνα «αναπαυτεί» στην τελευταία κατοικία του δίπλα στους γονείς του στο νεκροταφείο του Μπέγια Βίστα του Μπουένος Άιρες, χιλιάδες άνθρωπο τον αποχαιρέτισαν με λυγμούς στο λαϊκό προσκύνημα που έγινε στην Αργεντινή, αλλά και στις φτωχογειτονιές της Νάπολη όπου η μορφή του είναι ζωγραφισμένη σε κάθε τοίχο. Ο Ντιεγκίτο πλέον ζει στην καρδιά και στο μυαλό όλων εκείνων που ως παιδιά αγάπησαν το ποδόσφαιρο παρακολουθώντας τον να μαγεύει με τη μπάλα στα πόδια, αλλά ακόμα και εκείνων που δεν είχαν την τύχη να ζουν εκείνη την εποχή, αλλά έζησαν την επίδρασή που είχε το πέρασμά του από τα γήπεδα, αλλά και η προσωπικότητά του. Οι μελανές σελίδες της ζωής του δεν μπορούν με τίποτα ούτε να επισκιάσουν, πόσο μάλλον να σβήσουν τις χρυσές. Μπορεί τα λάθη του να τον οδήγησαν πολλές φορές στο χείλος της καταστροφής, αλλά η καρδιά του πάντα ήταν στη «στη σωστή θέση». Άλλωστε, όπως έγραφε και ένα πανό στο Μπουένος Άιρες πριν κάποια χρόνια «Δεν έχει σημασία τι έκανες στη ζωή σου, αλλά τι έκανες στις δικές μας».