Μάριο Μπόνι: Είναι τρελός, είναι τρελός ο Ιταλός…
Και πώς τον λεν τον διπλανό και τον τρελό τον Ιταλό;
Μπόνι. Μάριο Μπόνι. Κι έζησε τον μύθο του στην Ελλάδα…
Ποιος μπορεί να γίνει ο αγαπημένος παίκτης της κερκίδας; Υπάρχουν οι παίκτες-σημαίες, που δεν κατεβαίνουν ποτέ από τον ιστό, παίζουν όλη τη ζωή τους σε μια ομάδα και γίνονται σύμβολα για τους οπαδούς, με τους τίτλους που κατακτάνε. Και υπάρχει ο Μάριο Μπόνι, που έχει ζήσει δυο ζωές μες στα γήπεδα, παίζει σαν οπαδός μες σε αυτά και είναι μια κατηγορία μόνος του.
Ο Μπόνι ήξερε ήδη από τη δεκαετία του ’70 τι θα κάνει στη ζωή του. Εδώ τον βλέπουμε με το νο 15, που το είχε αργότερα και στον Άρη.
Τη δεκαετία του ’80 άρχισε να γράφει τα κεφάλαια της δικής του μπασκετικής ιστορίας στη Μοντεκατίνι. Αλλά ούτε ο ίδιος θα φανταζόταν πως το πιο εμβληματικό στιγμιότυπο θα ήταν αυτό που σουτάρει στην προπόνηση, καθώς τον κοιτάζει στο βάθος ο πιτσιρικάς, με το όνομα Κόμπε Μπράιαντ -που πήρε το όνομά του από το ομώνυμο φαγητό που ενθουσίασε τον πατέρα του, όταν ο τελευταίος έπαιζε μπάσκετ στην Ιταλία.
Τη δεκαετία του ’90 συστήνεται στο ελληνικό κοινό και γίνεται ο πρώτος κοινοτικός στην ιστορία του Άρη. Όταν φεύγει, πλησιάζει τα 35 και ίσως κάποιοι πιστεύουν πως κόλλησε τα τελευταία του ένσημα.
Αλλά αυτός έχει μπροστά του μια ολόκληρη καριέρα. Τη δεκαετία του ’00, ο Μπόνι συνεχίζει να παίζει στις μικρότερες κατηγορίες της Ιταλίας και περνά από την -θρυλική πλην ξεπεσμένη τότε- Βίρτους, που φέτος πήρε ξανά πρωτάθλημα, μετά από κάτι δεκαετίες.
Στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, ο Μάριο Μπόνι αποχωρεί από την ενεργό δράση στα 48 του -μόλις τέσσερα χρόνια πριν από τον πιτσιρικά που τον παρακολουθούσε στην προπόνηση. Και αν δεν είχε τραυματιστεί, μπορεί να συνέχιζε ως τα 50 και μέχρι σήμερα. Αυτός και ο Γκάλης…
Άλλωστε, μία από τις φορές που επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, ήταν για λογαριασμό της Εθνικής Ιταλίας στην κατηγορία των βετεράνων, με τον Μπόνι να φορτώνει το καλάθι με 46 πόντους.
Πριν από λίγους μήνες μπήκε στο χειρουργείο και βγαίνοντας έγραψε: Ο γοφός έγινε, το πολυβόλο επέστρεψε. Σα να λέμε: ο πάγος έσπασε, ο δρόμος χαράχτηκε.
Στο αποχαιρετιστήριο μήνυμά του έγραφε.
Ήμουν 9 ετών όταν για πρώτη φορά σήκωσα στο χέρι μπάλα του μπάσκετ, ήμουν 48 όταν την άφησα τελευταία φορά. Σαράντα χρόνια στο μπάσκετ, σαράντα χρόνια έρωτας, πάθος, δράμα, συναισθήματα … χαρά.
Σαράντα χρόνια έφηβος, σαράντα χρόνια και μικρός και τρελός. Και ας μην πήρε ποτέ κάποιο πρωτάθλημα -μόνο στις μικρές κατηγορίες-, κι ας μη φόρεσε πολλές φορές το εθνόσημο, κι ας μην πήρε όση αναγνώριση άξιζε, όταν βγήκε πρώτος σκόρερ στην Ιταλία, ίσως στο κορυφαίο πρωτάθλημα εκείνης της εποχής, ο πρώτος Ιταλός πρώτος σκόρερ μετά από δεκαετίες.
Ο Μπόνι είναι τρελός για το μπάσκετ, συνεχίζει να το υπηρετεί από άλλες θέσεις, ακόμα και ως συνδικαλιστικός εκπρόσωπος των παλιών του συναδέλφων. Αλλά δεν ήταν για αυτό που βγήκε το κίτρινο σύνθημα με το “τρελόχαρτο”…
Ο Μπόνι θα περνούσε όλη την μπασκετική ζωή του στην Μοντεκατίνι. Αναγκάστηκε να την αφήσει, όταν βγήκε θετικός στη ναδρολόνη και έψαξε την τύχη του στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Όταν έληξε η τιμωρία του, η ομάδα είχε υποβιβαστεί και δεν μπορούσε να πληρώσει το συμβόλαιό του. Και τότε ήρθε η πρόταση του Άρη –της ομάδας του Γκάλη, όπως γνώριζε ο Μπόνι.
Τον πρώτο καιρό ο Μπόνι έτρωγε πάγκο, πίσω από τον Τζανή Σταυρακόπουλο, ενίοτε και τον Χωλόπουλο. Όταν ήρθε όμως ο Σούμποτιτς, στη θέση του Μαρκόπουλου, άρχισε να δείχνει τι μπορεί να κάνει στο παρκέ. Πανηγύρισε το τελευταίο διπλό του Άρη στο ΟΑΚΑ (στο ματς με τον Πρετεντέρη σε ρόλο χούλιγκαν).
Έδωσε τη δική του παράσταση επί της Μπενετόν, στο Τρεβίζο -μπροστά στο κοινό της πατρίδας του. Κι ήταν στα κορυφαία βιολιά της μεγάλης ανατροπής, που έφερε το Κύπελλο Κόρατς στην Προύσα.
Τον δεύτερο χρόνο, η ομάδα αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και τον άμεσο κίνδυνο να διαλυθεί. Οι απλήρωτοι παίκτες του Άρη πήραν το ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ του Στογιάκοβιτς, με τον Μπόνι να χαρίζει τρελαμένος τη φανέλα του στους οπαδούς, για να τους αποχαιρετήσει.
Αυτοί όμως πάνε σπίτι του και τον πείθουν να μείνει για να παίξει στο Φάιναλ Φορ του Κυπέλλου. Ο Άρης είναι οικοδεσπότης απέναντι στους 3 μεγάλους της Αθήνας, έχει απλήρωτους παίκτες, τραυματία τον Πάσπαλιε, αλλά παίρνει ίσως το πιο παλικαρίσιο Κύπελλο της ιστορίας του -που μας έδωσε και το αθάνατο σκετσάκι του ΑΜΑΝ με τον Ιωαννίδη.
Ο Μπόνι το χαίρεται σαν οπαδός, παίρνει το τύμπανο από την κερκίδα και αρχίζει να τραγουδά μαζί της, δίνοντας αυτός τον ρυθμό. Είναι τρελός, είναι τρελός ο Ιταλός…
Η αμηχανία και το αυθόρμητο γέλιο -στα όρια του χάχανου- των εκφωνητών του αγώνα, στη θέα του Ιταλού τυμπανιστή, δεν αποδίδεται εύκολα με λόγια.
Όπως είχε πει και ο ίδιος σε μια κατοπινή συνέντευξή του.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, ποιος τα γ… τα λεφτά, τα συμβόλαια και τα μπόνους; Τα μόνα που πρέπει να σε νοιάζουν, εκείνες τις στιγμές, είναι ο τίτλος, η αγάπη του κόσμου κι η υστεροφημία σου…Για να μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος, τα επόμενα χρόνια…»
Και να έχεις να θυμάσαι στιγμές σαν κι αυτές…
Ο Μπόνι επέστρεψε έκτοτε αρκετές φορές στη Θεσσαλονίκη, πιθανότατα για να μας δείξει πως παραμένει το ίδιο τρελός με τότε, μια γλυκιά παραφωνία στην αβάσταχτη “λογική” του επαγγελματικού αθλητισμού.
Γιατί από τρελό -και αιώνια μικρό στην ψυχή- μαθαίνεις την αλήθεια -πχ για τον κορονοϊό που έπληξε τη γενέτειρα πόλη του (το Κοντόνιο), όσο λίγες στην πολύπαθη Ιταλία. Και η αλήθεια του Μπόνι ήταν όμορφη, πορτοκαλί και γεμάτη συναίσθημα, σαν το όμορφο παραμύθι που έζησε στην Ελλάδα -και όχι μόνο…