Μια διαφορετική “σφαγή” κατά των Σοβιετικών
Το 1986 γίναμε μάρτυρες μιας… σφαγής αλλιώτικης από τις συνηθισμένες. Όχι μόνο γιατί ήταν ποδοσφαιρική και αναίμακτη, αλλά γιατί στη θέση του θύματος ήταν οι Σοβιετικοί, που στις αφηγήσεις των Δυτικών ήταν πάντα οι κακοί που διέπρατταν σφαγές κι εγκλήματα.
Το 1986 γίναμε μάρτυρες μιας… σφαγής αλλιώτικης από τις συνηθισμένες. Όχι μόνο γιατί ήταν ποδοσφαιρική και αναίμακτη, αλλά γιατί στη θέση του θύματος ήταν οι Σοβιετικοί, που στις αφηγήσεις των Δυτικών ήταν πάντα οι κακοί που διέπρατταν σφαγές κι εγκλήματα.
Βρισκόμαστε λίγους μήνες μετά το 27ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ που επικύρωσε την Περεστρόικα, και από το πυρηνικό δυστύχημα στο Τσέρνομπιλ, που κατέδειξε τα όρια της δίδυμης έννοιας της “Γκλάσνοστ” (διαφάνειας). Η σοβιετική ομάδα έμοιαζε όμως… πυρηνοκίνητη. Τα Μινγκ του Βαλερί Λομπανόφσκι είχαν ως βάση τους τη μεγάλη Ντιναμό Κιέβου, που την ίδια χρονιά παίζοντας σπουδαία μπάλα, κατέκτησε το Κύπελλο Κυπελλούχων, νικώντας με 3-0 την Ατλέτικο Μαδρίτης. Ο μεγάλος Όλεγκ Μπλαχίν -που έγινε αργότερα προπονητής του Ολυμπιακού και βουλευτής του ΚΚ Ουκρανίας- ήταν στην τελευταία χρονιά της λαμπρής καριέρας του, ενώ ο Ιγκόρ Μπελάνοφ είχε βραβευτεί με τη Χρυσή Μπάλα, ως ο κορυφαίος παίκτης εκείνης της χρονιάς. Τα πάντα έμοιαζαν να περιστρέφονται γύρω απ’ τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ουκρανίας (την έδρα της Ντιναμό, αλλά και του Τσέρνομπιλ), που τότε δε θύμιζε σε τίποτα τη σημερινή κατάσταση με το φασιστικό χάλι.
Το βασικό πάντως δεν ήταν τα πρόσωπα και ο τόπος, αλλά το σύστημα. Ή μάλλον ο τρόπος που το ποδοσφαιρικό σύστημα θα αναδείκνυε τα πρόσωπα και τις ικανότητές τους, αυξάνοντας διαλεκτικά τον αγωνιστικό χώρο και τα στενά όρια του γηπέδου. Το σημαντικό εξάλλου δεν ήταν η διάταξη των παικτών και το ψυχρό σύστημα, πχ το 3-5-2 που θεωρούνταν πρωτοποριακό τότε πάντως, αλλά η συλλογικότητα στην εκτέλεση των ενεργειών και του πλάνου, αφού κάθε παίκτης έπρεπε να ξέρει εξίσου καλά να αμύνεται και να επιτίθεται, με τον ίδιο τρόπο που στην κοινωνία του μέλλοντος, η βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη των μέσων παραγωγής θα είναι ο σφαιρικά ανεπτυγμένος, ολοκληρωμένος άνθρωπος και η προσωπικότητά του. Με άλλα λόγια, ήταν η συνέχεια της φιλοσοφίας του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου της Ολλανδίας και του Ρίνους Μίχελς, κι όχι ενός “ολοκληρωτικού συστήματος”, όπως ήθελαν να πιστεύουν οι δυτικοί.
Ο Λομπανόφσκι τα έγραψε όλα αυτά και σε μια έκθεση, που δημοσιεύτηκε μάλιστα σε ένα φύλλο του “Οδηγητή”, της εφημερίδας της ΚΝΕ, και παραμένει ένα πολύ σημαντικό ντοκουμέντο για την κατανόηση του ποδοσφαιρικού προτσές και της σοβιετικής φιλοσοφίας.
Όπως θα έλεγε και ο Βλαδίμηρος, αν τον παραφράζαμε, χωρίς επαναστατική προπονητική θεωρία, δεν υπάρχει πραγματικά επαναστατικό ποδόσφαιρο, που να εξελίσσει το άθλημα και τον τρόπο που παίζεται. Το ζήτημα ήταν όμως πώς θα περνούσαν όλα αυτά στην πράξη.
Οι Σοβιετικοί συνέτριψαν στην πρεμιέρα με 6-0 την Ουγγαρία του Ντέταρι, ήρθαν ισόπαλοι 1-1 με τους Γάλλους, στο ντέρμπι του ομίλου, και πήραν την πρωτιά στη διαφορά τερμάτων νικώντας με τους αναπληρωματικούς 2-0 τον αδύναμο Καναδά.
Στο πρώτο νοκ-άουτ αντιμετώπισαν τους Βέλγους, που είχαν προκριθεί μεταξύ των καλύτερων τρίτων από το δικό τους όμιλο. Οι Σοβιετικοί προηγήθηκαν δύο φορές, με δύο γκολ του Μπελάνοφ, κι οι Βέλγοι ισοφάρισαν ισάριθμες, με τη διαφορά πως και τα δύο γκολ τους προήλθαν από θέση οφσάιντ -μια “μικρή” λεπτομέρεια που θα άλλαζε την ιστορία, μαζί με κάποια ακόμα αμφισβητούμενα σφυρίγματα. Στην παράταση, οι Βέλγοι πέτυχαν άλλα δύο γκολ και ο Μπελάνοφ ολοκλήρωσε το δικό του χατ-τρικ, που έμεινε χωρίς αντίκρισμα, μειώνοντας σε 4-3. Η ομορφιά του ποδοσφαίρου, εντός και εκτός εισαγωγικών.
Στη συνέχεια, το Βέλγιο απέκλεισε την Ισπανία στα πέναλτι κι έφτασε στα ημιτελικά, κάνοντας την καλύτερη πορεία της ιστορίας του, αλλά έπεσε πάνω στην Αργεντινή του Μαραντόνα, που τους καθάρισε με δυο δικά του προσωπικά γκολ. Η Σοβιετική ομάδα έφτασε δύο χρόνια αργότερα στον τελικό του EURO, απέναντι στους Ολλανδούς, που τους είχε νικήσει στον όμιλο, αλλά λύγισε από το γκολ του Γκούλιτ κι ένα τρομερό, ιπτάμενο βολέ του Βαν Μπάστεν, όπου δεν μπορούσε να κάνει τίποτα ο Ντασάγιεφ. Ο Μπελάνοφ έχασε πέναλτι και την ευκαιρία να μειώσει, αφήνοντας με την όρεξη την κερκίδα με τα σφυροδρέπανα -ναι, υπήρχαν και τέτοια.
Το 1990, η Σοβιετική Ένωση συνάντησε την Αργεντινή -που μπορεί να την συναντούσε και το 86′ αν ήταν στη θέση των Βέλγων- και τον ίδιο Σουηδό διαιτητή Έριχ Φρέντικσον, με την ιστορία να επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Το χέρι του θεού, δηλ του Μαραντόνα, που λειτούργησε ως τερματοφύλακας, έβγαλε μάτια, αλλά δεν απασχόλησε αυτά του Σουηδού ρέφερι, που εξόργισε τους γενικά ήρεμους -σαν ειρηνική συνύπαρξη- Σοβιετικούς.
Αυτή ήταν η τελευταία διεθνής παρουσία τους σε Μουντιάλ, αφού η χώρα διαλύθηκε στα εξ ων συνετέθη μες στους επόμενους μήνες. Η καλύτερη θέση που είχε ποτέ ήταν το 66′, στο Μουντιάλ της Αγγλίας, με την παρουσία της στα ημιτελικά. Η μεγαλύτερη ευκαιρία της έμοιαζε να είναι όμως το Μουντιάλ του 86′ στο Μεξικό.
Παρόλα αυτά, η πιο αξιομνημόνευτη στιγμή ήταν ένας… αποκλεισμός από την τελική φάση, στα προκριματικά του Μουντιάλ του 1974, όταν αρνήθηκε να παίξει τον αγώνα μπαράζ στη Χιλή του Πινοτσέτ, λίγους μόλις μήνες μετά το πραξικόπημα κατά του Αγιέντε, για να μη νομιμοποιήσει τη δικτατορία. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία…
Ακολουθεί ως παράρτημα το κείμενο της έκθεσης του Β. Λομπανόφσκι από τον Οδηγητή του 1990.
Τακτική και Στρατηγική στο σύγχρονο Ποδόσφαιρο
Περίληψη από την ανάλυση του προπονητή της Εθνικής Ομάδας Ποδοσφαίρου της ΕΣΣΔ μετά το Μουντιάλ του 1986, στο Μεξικό.
Δημοσιεύτηκε στον «ΟΔΗΓΗΤΗ» (1990)
Από την τελική φάση κάθε παγκοσμίου πρωταθλήματος βγαίνουν σίγουρα κάποια χρήσιμα συμπεράσματα για το μέλλον του ποδοσφαίρου. Όχι σπάνια, μετά από κάθε Μουντιάλ, οι προπονητές – τεχνικοί αναλύουν την τακτική διαφόρων ομάδων, τη μέθοδο προετοιμασίας τους κλπ.
Κατά τη γνώμη μου το Μουντιάλ ’86 του Μεξικού δεν έφερε κάτι το επαναστατικό στο ποδόσφαιρο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υπήρχε κάποια στασιμότητα στην προπονητική σκέψη ή ότι χειροτέρεψε το επίπεδο των ίδιων των ποδοσφαιριστών. Αντίθετα, η όλο και αυξανόμενη δημοτικότητα του ποδοσφαίρου αύξησε τις απαιτήσεις στο τακτικό – στρατηγικό περιεχόμενο του παιχνιδιού, στην τεχνική ολοκλήρωση των ποδοσφαιριστών.
Στο Μουντιάλ του Μεξικού δεν παρατηρήσαμε σημαντικές αλλαγές στον τρόπο ανάπτυξης του παιχνιδιού, όπως για παράδειγμα είχε συμβεί στα παγκόσμια πρωταθλήματα 1958, 1966, 1974. Όμως το ποδόσφαιρο δεν σταμάτησε. Χωρίς αντίρρηση το ποδόσφαιρο συνεχίζει να εξελίσσεται, αλλά κατά τη γνώμη μου με πολύ αργούς ρυθμούς. Και χωρίς αμφιβολία, μετά από κάποιο διάστημα το άθλημα θα ξαναμπεί σε εντατικό δρόμο ανάπτυξης και θα εμφανιστούν νέες προπονητικές μέθοδοι τακτικής, που θα έχουν σαν επακόλουθο περισσότερες απαιτήσεις από τους ποδοσφαιριστές.
Το λεγόμενο ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο, που για πρώτη φορά παρουσίασε η εθνική Ολλανδίας στο Μουντιάλ του 1974, τα επόμενα χρόνια με τη συμπλήρωση και άλλων στοιχείων έδωσε πολλά νέα πράγματα. Και ο τελικός τους Μουντιάλ του 1986 στο Μεξικό έδειξε ότι υπάρχει αρκετό έδαφος για έρευνα σε ζητήματα τακτικής και στρατηγικής στο ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο.
Ας θυμηθούμε μόνο πόσο εύκολα άλλαζε αγωνιστικό πρόσωπο ακόμα και στο ίδιο ματς η Γαλλία. Πώς ήταν η αμυντική διάταξη της Βραζιλίας, σίγουρα μια ευχάριστη έκπληξη σε σύγκριση με το παιχνίδι των Βραζιλιάνων στα προηγούμενα Μουντιάλ. Τις επιτυχίες της εθνικής Βελγίου, που χωρίς να διαθέτει αξιόλογη ομάδα, εκμεταλλεύτηκε κατά τον καλύτερο τρόπο την ικανότητα των ποδοσφαιριστών της να σκέπτονται σωστά μέσα στο γήπεδο.
Δηλαδή, οι ομάδες που είχαν αρκετές επιλογές στην τακτική τερμάτισαν στις πρώτες θέσεις. Αντίθετα, ομάδες όπως η Ουγγαρία, η Βουλγαρία, η Ισπανία, η Δανία, παρότι διέθεταν αξιόλογες μονάδες έπαιξαν μονότονο ποδόσφαιρο και δεν είχαν πολλές επιλογές στην τακτική τους.
Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, όπως και στη δική μας, μπαίνει προς συζήτηση το εξής ερώτημα: με ποιο τρόπο θα συνδυαστεί ένα από τα στοιχεία ανάπτυξης του ποδοσφαίρου –η επίτευξη καλύτερων δυνατών αποτελεσμάτων- με την καλυτέρευση του θεάματος;
Γιατί πριν απ’ όλα πρέπει να ικανοποιούνται οι φίλαθλοι που γεμίζουν τα γήπεδα. Κανένας σήμερα δεν θέλει να βλέπει αργούς αγώνες, χωρίς δυναμικότητα και φαντασία.
Κι εδώ θα ήθελα να πω ότι κατά τη γνώμη μου η λέξη «θέαμα» τα τελευταία δέκα – δεκαπέντε χρόνια κατανοείται με διαφορετικό τρόπο απ’ τον καθένα. Τώρα όταν μιλάμε για θέαμα εννοούμε την ένταση των μονομαχιών των ποδοσφαιριστών στον αγωνιστικό χώρο, τη δυναμικότητα σ’ όλη τη διάρκεια του ματς, την ταχύτητα του κάθε ποδοσφαιριστή και της ομάδας συνολικά. Τελικά, απ’ την ποιότητα του παιχνιδιού της κάθε ομάδας εξαρτάται η μεγάλη ή όχι προσέλευση θεατών στα γήπεδα.
Στον παγκόσμιο χώρο γίνεται αισθητή η δυναμική του ποδοσφαίρου, χάρη στον παράγοντα που λέγεται στρατηγική του ποδοσφαίρου – η στρατηγική του ρυθμού ενός αγώνα, μέχρι τη στρατηγική των αγώνων σε τουρνουά. Στα πλαίσια του αναπτυσσόμενου ρόλου της στρατηγικής, θα γεννηθούν νέα συστήματα τακτικής.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι απαιτήσεις για συλλογικό παιχνίδι θα οδηγήσουν στη δημιουργία «ολοκληρωτικών» παιχτών – «πασπαρτού», όπως λέμε στην ποδοσφαιρική γλώσσα. Θα αλλάξει η ταχύτητα ή συχνότητα που θα οδηγήσει στην αύξηση της εντατικοποίησης του παιχνιδιού. Όπως έδειξαν τα παιχνίδια στο Μεξικό το ποδόσφαιρο δεν έφτασε ακόμα σ’ αυτό το επίπεδο. Πρακτικά δεν υπάρχουν ακόμα ομάδες, ικανές να παίξουν απ’ το πρώτο μέχρι το ενενηκοστό λεπτό με τον ίδιο εντατικό ρυθμό. Όμως προς τα εκεί οδεύουμε.
Ας δούμε, όμως κι ορισμένα ακόμα χαρακτηριστικά απ’ το παιχνίδι των ομάδων στο Μουντιάλ του Μεξικού.
Κατά κύριο λόγο πρέπει να ξεχωρίσουμε την «καθαρότητα» της τακτικής, τεχνικής και ψυχολογικής προετοιμασίας των ποδοσφαιριστών.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι καλύτερες ομάδες αυτού του Μουντιάλ παρουσίασαν αλλαγές στην τακτική και στρατηγική του παιχνιδιού τους ανάλογα με τον αντίπαλο που αντιμετώπιζαν. Για παράδειγμα, η εξυπνάδα του Βέλγου τεχνικού Γκι Τάις φάνηκε από το γεγονός ότι ενώ η ομάδα του βασικά έπαιξε με αντεπιθέσεις, μπόρεσε να προχωρήσει πάρα πολύ.
Ακόμα, οι ικανότητες των μεγάλων ομάδων φάνηκαν και απ’ το συνδυασμό των συλλογικών προσπαθειών που εύκολα μετατρέπονταν σε ατομικές και το αντίστροφο. Ο Μαραντόνα, ο Σίφο, ο Ρουμενίγκε, ο Πλατινί, ο Μπουρουτσάγκα ήταν παίχτες που οποιαδήποτε στιγμή του αγώνα μπορούσαν να πάρουν το παιχνίδι πάνω τους.
Όπως και ο Κέλεμανς, στον αγώνα Βελγίου – ΕΣΣΔ. Η δική μας ομάδα δυστυχώς, στο δρόμο προς το Μουντιάλ, έχασε βασικούς παίχτες, όπως ο Μπάλτατσα, ο Τσιβάτζε, ο Λαριόνοφ, ενώ ελλιπής ήταν η προετοιμασία των Προτάσοφ, Μπλαχίν.
Αρκετές συζητήσεις γίνονται τα τελευταία χρόνια για την τοποθέτηση των ποδοσφαιριστών στο τερέν και πολλοί πιστεύουν πως το σχήμα 3-5-2 είναι το ιδανικότερο.
Το 1958, όταν οι Βραζιλιάνοι στο Μουντιάλ της Σουηδίας έπαιξαν με το σχήμα 4-2-4 θεωρήθηκε επανάσταση στο ποδόσφαιρο. Μετά από λίγα χρόνια οι περισσότεροι τεχνικοί χρησιμοποίησαν το σχήμα 4-3-3. Το 1966 στο Μουντιάλ της Αγγλίας πολλές ομάδες συγκέντρωναν τις δυνάμεις τους στο κέντρο, αφήνοντας στην επίθεση συχνά μόνο ένα παίχτη.
Στις μέρες μας η τοποθέτηση των ποδοσφαιριστών δεν παίζει πλέον τον πρώτο ρόλο. Βέβαια, κάποια τάξη στο γήπεδο πρέπει να υπάρχει, αλλά το βασικό είναι η εκτέλεση των συλλογικών προσπαθειών. Το ζήτημα δεν είναι πόσους αμυντικούς, κεντρώους ή επιθετικούς θα παρατάξεις, αλλά ο συσχετισμός των επιθετικών και αμυντικών προσπαθειών που θα πραγματοποιήσει στο γήπεδο κάθε ομάδα παιχτών.
Φυσικά, όταν αρχίζει το ματς, οι παίχτες πρέπει να πάρουν κάποια θέση. Στη συνέχεια, όμως, και σε συνδυασμό με τον όγκο των συλλογικών καθηκόντων που έχουν καθοριστεί από πριν, όλα αλλάζουν κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Ο ποδοσφαιριστής που βρέθηκε σε κάποια «άλλη ζώνη» του γηπέδου απ’ τη δική του, πρέπει να εκπληρώνει τα καθήκοντα της συγκεκριμένης ζώνης. Είναι αυτό που λέμε αλληλοκάλυψη, σκοπός της οποίας είναι να επιτύχουν οι ποδοσφαιριστές μια «ειδικευμένη ολοκληρωτικότητα».
Δεν υπάρχει ανάγκη επιθετικούς να τους μετατρέπουμε με το ζόρι σε αμυντικούς ή το αντίθετο, όταν μια τέτοια αλλαγή ρόλων είναι φυσική ανάγκη ενός αγώνα. Όμως αν οι ποδοσφαιριστές μιας ομάδας μπορούν να εκπληρώσουν διαφορετικούς ρόλους σε ένα παιχνίδι, ενώ οι αντίπαλοί τους μόνο συγκεκριμένους, τότε οι πρώτοι θα έχουν την υπεροχή. Και παρακολουθώντας τα παιχνίδια του Μουντιάλ του 1986 πειστήκαμε γι’ αυτό.
Υπάρχουν και ορισμένες άλλες πλευρές, όπως για παράδειγμα, η απόδοση των ποδοσφαιριστών, που ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε οδηγίες των προπονητών τους, δεν μπορούν να παίζουν σαν μηχανές και φυσικά η απόδοσή τους παρουσιάζει μεταπτώσεις.
Ποιος θα μπορούσε να υποθέσει για παράδειγμα ότι ο τερματοφύλακας της ΟΔΓ Σουμάχερ θα έπαιζε άσχημα στον τελικό, όπου κάνοντας ορισμένα μοιραία λάθη, ουσιαστικά καταδίκασε την ομάδα του. Μέχρι τον τελικό ο Σουμάχερ έπαιζε εκπληκτικά, παίρνοντας σχεδόν άριστα σε όλες τις μέχρι τότε εμφανίσεις του. Σε μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε κανείς να κατηγορήσει την τεχνική ηγεσία της δυτικογερμανικής ομάδας που εμπιστεύτηκε τη φανέλα με το νούμερο 1 στον τελικό στον Σουμάχερ; Νομίζω ότι δεν θα ήταν σωστό κάτι τέτοιο.
Ας περάσουμε, όμως σε ένα από τα πιο πολυσυζητημένα παιχνίδια αυτού του Μουντιάλ, του αγώνα μεταξύ Βελγίου – Σοβιετικής Ένωσης, 4–3.
Ας δούμε τι έγραψε την επόμενη μέρα για το παιχνίδι αυτό η αγγλική εφημερίδα «Γκάρντιαν»:
«Η Εθνική της Σοβιετικής Ένωσης που μας παρουσίασε ένα εντυπωσιακό επιθετικό ποδόσφαιρο ήταν η μεγάλη ευχάριστη έκπληξη του Μουντιάλ. Το χτεσινοβραδινό μας θα μείνει αξέχαστο. Ήταν γεμάτο από ένταση, αφού οι Βέλγοι κατόρθωσαν να ισοφαρίσουν δυο φορές και να πάνε το παιχνίδι στην παράταση. Ο Ντεμόλ, μετά από σέντρα του Γκέρετς στο 101΄ με κεφαλιά, έδωσε το προβάδισμα στην ομάδα του. Εφτά λεπτά αργότερα ο Κλάσεν σημείωσε το 4–2, αλλά αμέσως μετά ο Μπελάνοφ μ’ ένα κεραυνό – πέναλτι σημείωσε το τρίτο προσωπικό του γκολ σ’ αυτό το παιχνίδι.
Η ταχύτητα και η ακρίβεια των επιθέσεων της σοβιετικής ομάδας μας συγκλόνιζαν και οι Βέλγοι τα πρώτα λεπτά αγωνίζονταν με νύχια και με δόντια για να αποκρούσουν τις επιθέσεις τους».
Στη συνέχεια περιγράφεται το πώς επιτεύχθηκαν τα τρία πρώτα γκολ του αγώνα, ενώ ιδιαίτερη αναφορά γίνεται από την εφημερίδα για το δεύτερο γκολ των Βέλγων, που χαρακτηρίζεται σαν οφ σάιντ.
Όταν στη φάση αυτού του γκολ ο επόπτης σήκωσε στην αρχή το σημαιάκι του, αλλά στη συνέχεια το κατέβασε, για πρώτη φορά στην καριέρα μου δεν άντεξα κι έτρεξα κοντά του. Απλά ήθελα να τον κοιτάξω κατάματα. Όμως ο Ισπανός είχε κατεβάσει τα μάτια του.
Το παιχνίδι γενικά κυλούσε όπως το περιμέναμε: Οι Βέλγοι δεν μας πίεζαν πάρα πολύ και φρόντιζαν περισσότερο να εμποδίζουν την ανάπτυξη του δικού μας παιχνιδιού, παρά να δημιουργήσουν επικίνδυνες καταστάσεις μπροστά στη δική μας εστία.
Και παρόλο που εμείς προηγηθήκαμε δυο φορές, οι Βέλγοι δεν φαίνονταν ότι βιάζονταν να ισοφαρίσουν, όπως για παράδειγμα είχαν κάνει οι Γάλλοι. Οι Βέλγοι πάγωναν το παιχνίδι, προσπαθούσαν να κρατήσουν όσο περισσότερο μπορούσαν την μπάλα. Και έδιναν την εντύπωση ότι κρατούσαν την μπάλα όχι για να προετοιμάσουν κάποια επίθεση, αλλά για να μην τη χάσουν και αναγκαστούν να ξαναπρεσσάρουν για να την κερδίσουν. Όμως όλα τα παραπάνω αποδείχτηκε ότι ήταν απατηλές εικασίες δικές μας.
Δεν μπορεί να πει κανείς ότι υποτιμήσαμε το παιχνίδι με τους Βέλγους, τους οποίους είχαμε και έχουμε σε εκτίμηση. Και δεν είναι φυσιολογικό να υποτιμάς κανέναν αντίπαλο σ’ ένα Παγκόσμιο Κύπελλο.
Παρόλα αυτά, όμως, κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού αρκετοί παίχτες μας νόμισαν ότι θα κερδίζαμε εύκολα τους Βέλγους. Μόνο έτσι εξηγείται η αδράνεια της άμυνας, που άφηνε πολλούς διαδρόμους στους αντιπάλους μας. Αλλά και στην επίθεση δεν αξιοποιήσαμε όλες τις ευκαιρίες για γκολ, ίσως από υπερβολική σιγουριά.
Για το συγκεκριμένο ματς, αν είχαμε περισσότερο χρόνο στη διάθεσή μας, πιστεύω ότι θα προετοιμαζόμασταν καλύτερα, μιας και δεν μπορούσαμε να καλύψουμε επαρκώς την απουσία δυο βασικών αμυντικών, του Τσιβάτζε και του Λαριόνοφ. Ε, και μετά τον αγώνα μπορεί κανείς να πει ότι έγιναν λάθη, δεν έπαιξε η ιδανική σύνθεση κλπ. Με τα τότε δεδομένα που είχα για την κατάσταση των Βέλγων και της ομάδας μου, θ’ άρχιζα πάλι το παιχνίδι με την ίδια ενδεκάδα. Λάθη κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού κάναμε. Ακόμα και σ’ έναν αγώνα που μια ομάδα έχει (πολύ) καλή απόδοση μπορεί να ηττηθεί αν κάνει αρκετά λάθη κι αν σ’ αυτό συμβάλλει και η διαιτησία.
Σωστή νομίζω ήταν και η στρατηγική μας για το συγκεκριμένο ματς, αφού είχαμε την πρωτοβουλία στα 90’ λεπτά του αγώνα.
Αρκετά διαφορετική ήταν η μορφή του παιχνιδιού στη μισή ώρα της παράτασης. Στο διάστημα αυτό δεν παίξαμε αρκετά πειθαρχημένα. Μετά το 3ο γκολ των Βέλγων αρκετοί παίχτες μας άρχισαν να παίζουν ένα «αναρχικό – τυχοδιωκτικό» ποδόσφαιρο, που έδωσε τη δυνατότητα στους Βέλγους να οργανώσουν ορισμένες οργανωμένες αντεπιθέσεις.
Πάντως, αναλύοντας αυτό το ματς μετά από πολύ καιρό και παίρνοντας υπ’ όψη όλα τα δεδομένα πειστήκαμε για άλλη μια φορά ότι δεν είχαμε δικαίωμα να χάσουμε απ’ το Βέλγιο. Το μοναδικό μας λάθος είναι ίσως ότι δεν μπορέσαμε να προβλέψουμε την περίπτωση κάποιοι απ’ τους παίχτες να αποδώσουν πολύ κάτω απ’ τις δυνατότητές τους.
Το τελικό αποτέλεσμα της κατάταξής μας στο Μουντιάλ μας πίκρανε. Αλλά πετύχαμε κάτι που δεν φαίνεται ίσως με την πρώτη ματιά και προσωπικά εμένα με ευχαριστεί πολύ.
Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας, αλλά και της τελικής φάσης του Μουντιάλ, δημιουργήθηκε μια ενιαία κολεκτίβα, η εθνική ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης. Δεν είναι μυστικό ότι αρκετοί χαρακτήρισαν το παιχνίδι της ομάδας μας στο Μουντιάλ σαν μια παραλλαγή του παιχνιδιού της Ντιναμό Κιέβου. Όμως, δεν είναι έτσι. Όχι, όχι, όχι.
Τα ματς του Μουντιάλ του Μεξικού για μια ακόμα φορά έπεισαν τους ποδοσφαιριστές και τους προπονητές ότι η αυτοπεποίθηση στον αγώνα αποκτιέται αν υπάρχει αυτοπεποίθηση για το υψηλό επίπεδο προετοιμασίας της ομάδας. Ανεξάρτητα από τη σχετικά άσχημη πορεία της εθνικής ΕΣΣΔ στο Μεξικό, δείξαμε τις δυνατότητες του σοβιετικού ποδοσφαίρου, αποσπώντας θετικά σχόλια ειδικών και φιλάθλων.
Πάντως, για να έχουμε στο μέλλον καλύτερα αποτελέσματα, θα πρέπει να καθορίζουμε ένα πολύχρονο πρόγραμμα και όχι να ξεκινάμε πάντα από το μηδέν. Θα έχει, όμως, η αθλητική ηγεσία της χώρας μας την υπομονή να περιμένει αυτά τα αποτελέσματα ή όχι;
Χρειαζόμαστε πίστωση χρόνου, όχι ενός και δυο μηνών, αλλά χρόνων ολόκληρων. Για να γίνει αυτό καθαρό, θ’ αναφέρω το εξής παράδειγμα: Ο Γιάρεμτσουκ που προερχόταν από ομάδα Γ΄ Εθνικής χρειάστηκε δυο χρόνια για να μπορέσει να προσαρμοστεί στις ανάγκες της Εθνικής. Ο Ζαβάροφ τρία, ο Κοζνετσόφ και ο Γιακοβένκο τέσσερα και ο Ρατς πέντε ολόκληρα χρόνια!
Χρειάζεται, λοιπόν, χρόνος, υπομονή και κατανόηση.