Μίμης Δομάζος: «Η χούντα μάς στέρησε την πρόκριση» (Μια άγνωστη συνέντευξη στον “Οδηγητή”)
Να δίνει ο Δομάζος συνέντευξη σε έντυπο με σφυροδρέπανο δεν είναι συνηθισμένο. Δεν είναι επίσης συνηθισμένο μια εφημερίδα κομμουνιστικής νεολαίας να κυκλοφορεί ειδικό τεύχος αφιερωμένο στο Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου. Άλλες εποχές. Είκοσι χρόνια μετά το οδοιπορικό προς το Μεξικό που διακόπηκε άδοξα, ο «στρατηγός» μιλάει για πολλούς και πολλά και διευκρινίζει: «δεν κάνω τον αντιστασιακό»…
Να δίνει ο Μίμης Δομάζος συνέντευξη σε έντυπο με σφυροδρέπανο δεν είναι συνηθισμένο. Δεν είναι επίσης συνηθισμένο μια εφημερίδα κομμουνιστικής νεολαίας να κυκλοφορεί ειδικό τεύχος αφιερωμένο σ’ ένα Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου. Άλλες εποχές.
Την εποχή που ο Μίμης Δομάζος έδωσε συνέντευξη στον Οδηγητή, την εφημερίδα της ΚΝΕ, η συμμετοχή της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου σε τελική φάση παγκοσμίου κυπέλλου ήταν άπιαστο όνειρο κι απωθημένο δεκαετιών για παίκτες και κάθε φίλο της ομάδας.
Μέχρι τότε, μόνο δυο φορές η εθνική έφτασε μια ανάσα απ’ την πρόκριση, αλλά δεν κατάφερε να κόψει το νήμα. Το 1954 στα προκριματικά για το μουντιάλ της Ελβετίας και το 1970 για το Μεξικό, όταν κατέλαβε τη δεύτερη θέση του ομίλου της. Ο Μίμης Δομάζος ήταν ένας από τους μεγάλους πρωταγωνιστές της θαυμάσιας εθνικής ομάδας το 1970.
Την άνοιξη του 1990, οι προετοιμασίες για το μουντιάλ της Ιταλίας φτάνουν στην κορύφωσή τους. Ο Οδηγητής, όργανο του Κεντρικού Συμβουλίου της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας, κυκλοφορεί ένα εξ ολοκλήρου χρωματιστό υπερ-τεύχος 148 σελίδων σε ιλουστρασιόν χαρτί, αφιερωμένο στην ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου ποδοσφαίρου. Όλη η ιστορία των μουντιάλ, παρουιάσεις-ακτινογραφίες των ομάδων, στατιστικά, πρόγραμμα, συνεντεύξεις και σχόλια διάσημων ονομάτων του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Στο τιμόνι του Οδηγητή βρίσκεται η Μαρία Δαμανάκη, ενώ αρχισυντάκτης είναι ο Βασίλης Σκουρής, γνωστός δημοσιογράφος σήμερα. Είπαμε, άλλες εποχές.
Τέσσερα χρόνια μετά την κυκλοφορία του αφιερωματικού τύχους, το 1994, η εθνική επιτέλους θα προκριθεί για πρώτη φορά στην ιστορία στην τελική φάση ενός μουντιάλ. Η ομάδα θα περάσει σαν περιοδεύων θίασος από τις ΗΠΑ και κάθε φίλαθλος, απογοητευμένος, θα θελήσει να ξεχάσει όσο πιο γρήγορα γίνεται αυτό το μουντιάλ…
Όμως πολλά γράψαμε. Ας αφήσουμε τον Μίμη Δομάζο να μιλήσει. Δυο γεμάτες δεκαετίες μετά το οδοιπορικό προς το Μεξικό που διακόπηκε άδοξα, ο «στρατηγός» μιλάει για πολλούς και πολλά και διευκρινίζει: «δεν κάνω τον αντιστασιακό», όταν αναφέρεται στην κόντρα με τον χουντικό Ασλανίδη, στον οποίο χρεώνει τον αποκλεισμό της εθνικής. Αναλύει με λεπτομέρειες (στον συντάκτη του Οδηγητή Η.Μ.) τι κατά τη γνώμη του έφταιξε και η ομάδα δεν έβγαλε ποτέ εισιτήρια για το Μεξικό, αλλά και μιλάει γενικότερα για το ελληνικό ποδόσφαιρο κι όσους εμπλέκονται με τον έναν ή άλλο τρόπο σ’ αυτό, σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη.
***
Μίμης Δομάζος, Μίμης Παπαϊωάννου, Γιώργος Σιδέρης, Γιώργος Κούδας, Νίκος Γιούτσος, Βασίλης Μποτίνος, Χρήστος Ζαντέρογλου, Τάκης Οικονομόπουλος, Αριστείδης Καμάρας, Στάθης Χάιτας, Γιώργος Δέδες. Ονόματα από τα μεγαλύτερα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, που έτυχε (;) να συνθέτουν την Εθνική ομάδα μιας εποχής. Ήταν η, κατά γενική ομολογία, καλύτερη ελληνική Εθνική ομάδα όλων των εποχών. Η Εθνική ομάδα του τέλους της δεκαετίας του 60. Η μοναδική που άγγιξε το όνειρο ενός ραντεβού με τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου. Που έφτασε στη βρύση, αλλά νερό δεν ήπιε.
Άλλοι από τους αναγνώστες δεν έχουν ιδέα για κείνη την προσπάθεια, γιατί μόλις είχαν γεννηθεί ή δεν είχαν γεννηθεί ακόμη. Άλλοι την έζησαν έντονα, άλλοι δεν έχουν τι να πρωτοθυμηθούν από μια τέτοια εποχή που όλα τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά της χούντας. Συνεπώς, η ημερομηνία Κυριακή 16 Νοέμβρη 1969 σε άλλους λέει πολλά, σε άλλους τίποτα, σε άλλους κάτι απ’ όλα.
Για μένα ήταν μια κινηματογραφική μέρα. Ήμουνα 11 χρόνων και με μια λαστιχένια γραβάτα στο λαιμό με πήγανε το μεσημέρι στην εκκλησία γιατί παντρευόταν ο θείος μου ο Λεωνίδας. Στο χωριό της νύφης ο γάμος. Ένα ορεινό χωριό της Λακωνίας, στις πλαγιές του Ταΰγετου. Μετά το γάμο στρώθηκε στο πατρικό της νύφης το παραδοσιακό γλέντι. Καλή η μέρα και μεγάλο το κέφι. Όλο το χωριό μαζεμένο. Αλλά εγώ φράγκο δεν έδινα. Ο νους μου ήταν στο… Βουκουρέστι. Εκεί έπαιζε η Εθνική τον τελευταίο της αγώνα για τα προκριματικά του Μουντιάλ MEXICO 70. Μόνο με νίκη έπαιρνε την πρόκριση.
Μέσα οι μεγάλοι χόρευαν, και τραγουδούσαν «η καρδιά μου είναι μεγάλη, η καλύβα μου μικρή, από σένα κι από μένα άλλος δεν χωράει να μπει» του Καζαντζίδη και «μην αρχίζεις τη μουρμούρα, άκου πρώτα να σου πω, χτες το βράδυ είχα μπλέξει ο’ ένα γλέντι φιλικό» με Αγγελόπουλο, κι εγώ έξω στην αυλή, κρυμμένος πίσω από μια τεράστια γλάστρα με μια αναρριχώμενη κόκκινη τριανταφυλλιά, είχα στυλώσει το αυτί σ’ ένα μοντέρνο τρανζίστορ της εποχής, με το οποίο με είχε εφοδιάσει ο μικρός αδελφός της νύφης — θείας μου πια — και άκουγα τον αγώνα. Πόσο προσποιούνταν οι μεγάλοι ότι σνομπάρουν το ποδόσφαιρο… Είκοσι άτομα ήρθαν κρυφά – κρυφά να ρωτήσουν το σκορ. Κι όταν ισοφάρισε ο Δομάζος και χύμηξα εκεί μέσα που γλεντοκόπαγαν φωνάζοντας «γκολ, γκολ, ισοφαρίσαμε», έγινε χαμός. Το γλέντι σταμάτησε, έκλεισαν τα πικάπ και άνοιξαν τα ραδιόφωνα. Το 1-1 όμως έμεινε ως το φινάλε. Την πρόκριση τη χάσαμε…
Τα χρόνια πέρασαν. Έπεσε η χούντα… ούτε που ξαναπλησίασε πρόκριση η Εθνική… χώρισε κι ο θείος… έμεινε η ανάμνηση. Μια αφελής (;), αλλά έντονη παιδική ανάμνηση. Πόσο μάλλον έντονη η ανάμνηση ενός ανθρώπου που ήταν τότε στο Βουκουρέστι. Ενός ανθρώπου που έπαιξε σ’ εκείνο τον αγώνα. Με το 10 το καλό μάλιστα στην πλάτη. Του σκόρερ. Του Μίμη Δομάζου.
Ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ, εκεί πίσω από την τεράστια γλάστρα με την αναρριχώμενη τριανταφυλλιά, ότι μετά από 21 χρόνια σε μια μπουάτ της Πλάκας, στο ΖΥΓΟ, θα είχα μπροστά μου τον ηγέτη εκείνης της Εθνικής ομάδας, τον Μίμη το Δομάζο, ιδιοκτήτη πια της μπουάτ, να μου διηγείται από πρώτο χέρι τι έγινε εκείνη τη μέρα στο Βουκουρέστι, τι προηγήθηκε, γιατί δεν προκρίθηκε η ομάδα, γιατί αργεί το ραντεβού της Ελλάδας με τα τελικά του Μουντιάλ.
Ο «στρατηγός» λοιπόν θυμάται. Μια αφήγηση αυθόρμητη, αυθεντική, αποκαλυπτική. Ένας χειμαρρώδης μονόλογος. «Φταίει η χούντα, φταίει ο Νταν Γεωργιάδης, φταίει ο ερασιτεχνισμός μας… δεν ξαναβγαίνουν τέτοιοι παίχτες… το κράτος, η ΕΠΟ, οι πρόεδροι αδιαφορούν για το ποδόσφαιρο… δεν γίνεται τίποτα. Τα σιχάθηκα όλα. Δεν θέλω πια να έχω σχέση με το ποδόσφαιρο, έτσι όπως το κατάντησαν».
Απόλυτος, τραχύς, κατηγορηματικός ο κορυφαίος μας ποδοσφαιριστής. Γεμάτες νοσταλγία, χιούμορ και πίκρα οι διηγήσεις και οι κρίσεις του. Ακούγονται σαν παραμύθι που ’ναι τόσο αληθινό.
Η.Μ.
Έναν πρόλογο θα κάνω πρώτα. Εκείνη την εποχή που παίζαμε εμείς δεν είχαμε τις δυνατότητες που υπάρχουν σήμερα. Αν τις είχαμε, η Εθνική ομάδα όχι μόνο μπορούσε να προκριθεί, αλλά να παίξει και σημαντικό ρόλο στο Μεξικό. Να διακριθεί. Γιατί την εποχή εκείνη υπήρχαν μεγάλοι παίκτες που δεν υπάρχουν σήμερα.
Το «φάγωμα» του Καραπατή
Κι αρχίζουμε απ’ το πρώτο παιχνίδι. Οκτώβρης του ’68 με τους Ελβετούς στη Βασιλεία. Τότε υπήρχε και η χούντα. Το επισημαίνω από την αρχή, γιατί θέλω να πω ότι αν δεν υπήρχε η χούντα, η Εθνική ομάδα θα πήγαινε στο Μεξικό. Δεν το λέω για να κάνω τον αντιστασιακό. θα τη στηρίξω αυτή την άποψη παρακάτω… Στη Βασιλεία λοιπόν με την Ελβετία το ξεκίνημα. Χάσαμε 1-0… Είχε χάσει ο Σιδέρης πάρα πολύ μεγάλες ευκαιρίες …άδικα χάσαμε …στο μισό γήπεδο τους παίζαμε …είχα ένα δοκάρι κι εγώ …τελικά χάσαμε 1-0.
Φεύγοντας από το γήπεδο για να πάμε στο πούλμαν ήρθε η πρώτη καταστροφή. Έγινε το πρώτο περιστατικό που μας κόστισε κατά τη γνώμη μου το ότι δεν πήγαμε στο Μεξικό. Στο πούλμαν βρίσκουμε να κάθονται του τότε γενικού γραμματέα αθλητισμού, του συγχωρεμένου του Ασλανίδη, η γυναίκα και κανα δυο άλλες κυρίες. Καπνίζανε… Πήγαμε να μπούμε μέσα, τις βλέπει ο Καραπατής, ο προπονητής μας, οργίζεται και τις πετάει έξω. «Αυτός ο χώρος είναι ιερός — τους είπε — να κατέβετε κάτω να καπνίσετε». Απ’ αυτή την κουβέντα άρχισε το κακό. Διότι ερχόμενος εδώ, δεν πρόλαβε ο Καραπατής να κατέβει από το αεροπλάνο και είχε φύγει από την Εθνική. Τον είχαν διώξει.
Ο παράξενος Νταν Γεωργιάδης
Τότε φέρανε έναν άλλο προπονητή, Τον Νταν Γεωργιάδη.
Έναν παράξενο άνθρωπο που τον εστήριξε ο Ασλανίδης… Θυμάμαι ότι το δεύτερο παιχνίδι ήταν μετά από δύο μήνες με την Πορτογαλία, εδώ. Η Εθνική ομάδα έμεινε η ίδια. Μόνο που με τον Νταν Γεωργιάδη κάναμε μία προπόνηση… σχιζοφρενική! Μας βάραγε στα στομάχια.. μας έτρεχε στα βουνά… Ήταν μια προπόνηση που εμείς εκείνη την εποχή δεν μπορούσαμε να την αντέξουμε για πολλούς και διάφορους λόγους. Το καταπίναμε. Γιατί εμείς αγαπάγαμε την Εθνική περισσότερο από την ομάδα μας. Μέτραγε η σημαία της πατρίδας μας. Νομίζω ότι έστω χάρη και μόνο σ’ αυτό το κίνητρο καταφέραμε να κερδίσουμε τους Πορτογάλους με 4-2. Ο κόσμος ήταν ενθουσιασμένος. Γιατί το να κερδίσεις εκείνη την εποχή την Πορτογαλία με Εουσέμπιο μέσα ήταν μεγάλη υπόθεση…
Από αυτό τον αγώνα θυμάμαι και ένα περιστατικό με πολύ πλάκα. Την Πορτογαλία την είχαμε δει σ’ ένα φιλμάκι ενός αγώνα για το Μουντιάλ του ’66 με την Κορέα. Έχανε 3-0 όταν έβαλε το πρώτο της γκολ. Ο Εουσέμπιο έβγαλε γρήγορα τη μπάλα από τα δίχτυα της Κορέας, πήγε την έστησε μόνος του στη σέντρα και μόλις πήγανε να κατέβουνε οι Κορεάτες τους την έκλεψε, κατέβηκε, σούταρε… δεύτερο γκολ. Ξαναέβγαλε γρήγορα την μπάλα από τα δίχτυα, την ξαναέστησε μόνος του στη σέντρα και για να μην τα πολυλογώ μ’ αυτή τη φούρια οι Πορτογάλοι, και την ψυχολογία των αντιπάλων τους τσακίσανε και χρόνο κερδίσανε και 5 γκολ τελικά βάλανε!.. Αυτά τα ‘χαμε δει στο φιλμάκι και είχαμε πει ότι αν τύχει και φάμε γκολ, όταν θα είμαστε μπροστά στο σκορ, να μην αφήσουμε τον Εουσέμπιο να βγάλει γρήγορα τη μπάλα από τα δίχτυα μας. Πράγματι φάγαμε γκολ γύρω στο 65΄ όταν το σκορ ήταν 4-1 υπέρ μας. Ο Εουσέμπιο — δεν τον προλάβαμε — βούτηξε τη μπάλα από τα δίχτυα μας — έμενε βλέπεις και πολύς χρόνος — κι έτρεχε βολίδα να τη στήσει στη σέντρα. Καθώς έτρεχε όμως στήνεται μπροστά του ο Σιδέρης και του βγάζει μια κραυγή… μα τι κραυγή! Παρατάει τη μπάλα ο μαύρος και μην τον είδατε… Μιλάμε για φοβερό γέλιο… Εν πάση περιπτώσει κερδίσαμε 4-2.
Στον Τύπο γράφτηκαν πολλά για κείνο το παιχνίδι. Ειδικά γιο το τρίτο γκολ το δικό μας, που ήταν αυτογκόλ του Τόρρες. Τον ζάλισε το σουτ του Δομάζου, τον μπέρδεψε το μαγικό φάλτσο του Δομάζου και κάτι τέτοια μυθιστορηματικά. Τα πράγματα ήταν πιο απλά. Χτύπησα ένα κόρνερ, πήγε να αποκρούσει ο άνθρωπος και… εντάξει, την έβαλε μέσα με το κεφάλι. Αυτά συμβαίνουν στο ποδόσφαιρο. Και σε όλες τις εποχές που θα παίζεται μπάλα, λάθη θα γίνονται. Κανείς αλάνθαστος. Και όποιος πει ότι ξέρει τη μπάλα, για μένα δεν ξέρει τίποτα. Αυτή η νίκη μας ανέβασε πολύ ψυχολογικά. Οι Πορτογάλοι θεωρούνταν φαβορί — 3η θέση είχαν πάρει στο προηγούμενο Μουντιάλ. Το να φάνε τέσσερα γκολ από μας το άκουσε όλος ο κόσμος.
Οι απειλές του Ασλανίδη
Το τρίτο παιχνίδι ήταν τον Απρίλη της άλλης χρονιάς. Το περίφημο 2-2 με τη Ρουμανία εδώ στην Αθήνα. Απ’ αυτό το ματς ή μάλλον πριν απ’ αυτό ξεκίνησε η δεύτερη καταστροφή.
Είχαμε, νομίζω, καταλύσει στον Αστέρα της Βουλιαγμένης. Κάναμε στην άμμο προπόνηση, σκάλες ανεβοκατεβαίναμε, φράχτες πηδάγαμε… αυτά φαίνεται είχε σπουδάσει ο Νταν Γεωργιάδης… Κάθε μέρα το ίδιο πράγμα. Ένα πρωί ο φροντιστής εμένα δεν μου έφερε φανέλα. Στο σαλόνι ήταν μαζεμένοι οι περισσότεροι παίκτες και ο προπονητής. Κατεβαίνοντας εγώ τις σκάλες, γυμνός από τη μέση και πάνω, μου φωνάζει ο Νταν Γεωργιάδης: «Γιατί δεν είσαι ντυμένος εσύ;». «Δεν μου ‘φερε ο φροντιστής φανέλα», του απαντάω εγώ. «Να πας εσύ να τη βρεις» μου λέει με ύφος, γιατί φαίνεται αυτό ήταν το ύφος του Ασλανίδη. «Εγώ θα πάω; Ο φροντιστής να πάει», του λέω εγώ. Αγριεύει και μου πετάει: «Σήκω και φύγε». «Κανένα πρόβλημα — του λέω εγώ, θα φύγω». Και έφυγα από την αποστολή.
Μετά από δυο ώρες με φώναξε ο Ασλανίδης στο γραφείο του. Στη Γενική Γραμματεία. Και μου’ πε φράσεις που — πώς να το πω — με μείωναν σαν άνθρωπο και σαν ποδοσφαιριστή. Γιατί εγώ τότε ήμουνα ίσως ένας απ’ τους τρεις καλύτερους παίχτες της εθνικής, μια δύναμη μέσα στην Εθνική Ομάδα. Μου είπε πολύ άσχημα πράγματα. Βριστήκαμε. Βριστήκαμε άγρια γιατί εγώ δεν υπολόγιζα κανέναν Ασλανίδη. Μόνο τα πόδια μου υπολόγιζα. Το τίμημα ήταν να μου αφαιρέσει ένα πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ που είχα μαζί με ένα καφέ-μπαρ στην πλατεία Βικτωρίας. Μου το πήρε παρότι δεν μου το ‘χε δώσει η χούντα. Τέλος πάντων εκείνο το παιχνίδι παίχτηκε χωρίς εμένα. Ήρθε 2-2 και βγάλανε τη βρώμα — γιατί περί βρώμας πρόκειται — ότι τάχα τα δύο γκολ του Ντουμιτράκε τα άφησε ο Οικονομόπουλος για «ν’ ανέβει» ο Δομάζος. Ανυπόστατα πράγματα. Κακοήθειες. Φτάσαμε λοιπόν να χάσουμε εκείνο τον πόντο εδώ μέσα και νομίζω η δεύτερη καταστροφή ήταν η παρεξήγηση που έγινε σ’ αυτό το σημείο. Εγώ εκεί νομίζω οφείλεται ο χαμός της πρόκρισης. Υπάρχει βέβαια και η θεά που λέγεται τύχη. Αν δεν έχεις και τύχη στο ποδόσφαιρο, δεν τα καταφέρνεις.
Φτάνουμε στο τέταρτο παιχνίδι. Η ρεβάνς με τους Πορτογάλους, μετά από ένα μήνα, νομίζω στη Λισαβόνα — ή στο Πόρτο; Δεν θυμάμαι. Ο Ασλανίδης μου ’χε πει «δεν θα ξαναπαίξεις στην Εθνική ομάδα, θα σε διαγράψω». Ο Δομάζος του ‘χε πει «δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα. Εσείς έχετε τα πιστόλια, αλλά εγώ είμαι ο Δομάζος κι έχω τα πόδια μου» Τελικά με ξανακαλέσανε στην Εθνική… Μέναμε στου Απέργη, στην Κηφισιά, όταν ήρθε να μας μιλήσει ο Ασλανίδης «Πώς πάει το ΠΡΟ-ΠΟ σας παιδιά;», ρώτησε τον Χάιτα, τον Κούδα και κάποιον άλλο που ‘χε κι αυτός πρακτορείο. «Καλά», του λένε εκείνοι. Φτάνει και σε μένα. «Πώς πάει το ΠΡΟ-ΠΟ σου;». «Ποιο ΠΡΟ-ΠΟ μου — εγώ — αφού μου το πήρες;». «Δεν στο ‘χουνε δώσει;». «Όχι». «Κάνε τότε μια αίτηση». «Εγώ δεν κάνω αίτηση, όπως μου το πήρες θα μου το δώεις». Αυτός ήταν ο διάλογος Μετά από δυο μέρες μου το δώσανε πίσω το πρακτορείο…
Ξαναγυρίζω στη Λισαβόνα. Α. ναι, μάλλον στη Λισαβόνα ήτανε. Ε, σ’ αυτό το παιχνίδι δεν είχαμε την τύχη που σου έλεγα. Παίζαμε πολύ καλά. Είκοσι λεπτά πριν το τέλος βάζουμε γκολ με τον Μποτίνο και λίγο μετά δεύτερο με τον Ελευθεράκη. Πηγαίναμε για νίκη. Μένανε 10 λεπτά, όταν ο Εουσέμπιο μείωσε. Κρατάγαμε τη νίκη, αλλά σ’ ένα σουτ απελπισίας του Πέρεζ νομίζω, 2 λεπτά πριν τη λήξη, έβαλε το κεφάλι ο Χάιτας για να διώξει, άλλαξε πορεία η μπάλα και πήγε μέσα. Μας ισοφάρισαν 2-2…
Μεσολάβησε το καλοκαίρι. Ήρθε ο Πετρόπουλος στην Εθνική. Είχαμε κάνει τρία φιλικά στην Αυστραλία, σε τρεις διαφορετικές πόλεις και είχαμε φέρει τα τρία διαφορετικά αποτελέσματα. Ήττα, ισοπαλία. νίκη. Έτσι ήρθε ο Οκτώβρης. Σειρά είχε η ρεβάνς με τους Ελβετούς. Τους πήγαμε στη Θεσσαλονίκη. Θέλαμε οπωσδήποτε τη νίκη. Ε, λοιπόν κάναμε ίσως το καλύτερό μας παιχνίδι. Τους πατήσαμε Δυο γκολ ο Μποτίνος, ένα ο Κούδας, κι ένα ο Σιδέρης. 4-1 κερδίσαμε. Παίξαμε όλοι πολύ καλή μπάλα.
Οι Ρουμάνοι με θυμούνται ακόμη
Ήρθε και το τελευταίο παιχνίδι. Δεκάξι Νοέμβρη στο Βουκουρέστι με τη Ρουμανία. Ήταν σαν τελικός. Οι Ρουμάνοι θα έπαιρναν την πρόκριση ακόμα και με ισοπαλία, γιατί μας περνάγανε έναν πόντο. Εμείς θέλαμε μόνο τη νίκη. Τριάντα χιλιάδες Έλληνες στο γήπεδο! Νομίζαμε ότι παίζαμε στο σπίτι μας. Ξεκινήσαμε πάρα πολύ καλά. Οι Ρουμάνοι τα ‘χανε χάσει. Θυμάμαι τον καλό τους παίκτη, τον Ντομπρίν. Παραμονή του αγώνα μας είχαν πρήξει τ’ αυτιά. Όπου πηγαίναμε, ακούγαμε: «Ο Ντομπρίν θα σας κάνει, ο Ντομπρίν θα οας φτιάξει». Κι οι δικοί μας απαντούσανε: «Καλά. Θα δείτε τι θα σας κάνει εσάς ο Δομάζος». Αυτό το παιχνίδι πραγματικά το θεωρώ σαν ένα από τα καλύτερά μου. Τους παίζαμε, λοιπόν, αλλά εκείνοι μας έκαναν γκολ λίγο πριν λήξει το ημίχρονο. Μας το έβαλαν από κόρνερ. Πήγε να την πιάσει ο Οικονομόπουλος, του ‘φυγε, ήρθε ο άλλος με το κεφάλι και μας το ’βαλε. Κάνα δεκάλεπτο, αφότου άρχισε το δεύτερο ημίχρονο, σε μια φάση κοντά στη σέντρα, λίγο πιο μπροστά από τη στρογγυλή γραμμή είχα τη μπάλα… Και πώς μου ‘ρθε και τραβάω ένα σουτ αλλού πήγε η μπάλα, αλλού ο τερματοφύλακας, αλλού τα δοκάρια. Ούτε κατάλαβα τι έγινε. Ούτε και κανείς. Ήταν η ισοφάριση. Μένανε 40 λεπτά. Κυνηγήσαμε τη νίκη. Είχαμε βάλει κάτω τη μπάλα. Παίζαμε καλά. Αλλά ο Σιδέρης έχασε πάλι κάτι καλές ευκαιρίες… Δεν τα καταφέραμε… Τελείωσε 1-1 το παιχνίδι, πανηγύρια οι Ρουμάνοι, κατάθλιψη εμείς, αλλά και πάλι μας φαινότανε ότι κι εκεί που φτάσαμε καλά ήτανε. Είχαμε αντιληφθεί, ότι αυτό που είχαμε κάνει ήταν ό,τι καλύτερο είχε κάνει η Εθνική ομάδα και το ελληνικό ποδόσφαιρο, ως εκείνη τη μέρα. Έτσι το πήραμε. Και έτσι ήταν. Για μένα ήταν μεγάλο το παιχνίδι. Στη Ρουμανία με θυμούνται ακόμη. Όπου πήγαινα εκείνο το βράδυ. γέμιζαν τα μπαρ από Ρουμάνους. Ό,τι ήθελα, σου λέω, τους έκανα εκείνη τη μέρα. Μετά από δυο μήνες πήγαμε να παίξουμε εκεί ένα φιλικό. Είχε έναν Τούρκο διαιτητή που όταν σε μια φάση με απέβαλε, όλη η Ρουμανία φώναζε να μην βγω έξω. Τέτοια εντύπωση τους είχα κάνει.
Γι’ αυτό οου λέω. Αν σ’ εκείνη την Εθνική έμενε ο Καραπατής ή ένας οποιοσδήποτε άλλος Έλληνας προπονητής που ήξερε τη νοοτροπία μας και τις παραξενιές μας — τον Νταν Γεωργιάδη, τον είχανε φέρει κάπου από την Αργεντινή ή τη Βραζιλία, δεν θυμάμαι — θα πηγαίναμε καλύτερα. Ένα ακόμη παράδειγμα για να δεις πόσο σκληρός ήταν ο άνθρωπος αυτός. Ο Μπάμπης Ιντζόγλου δεν ήξερε μπάνιο το παιδί. Όταν ήταν στον Πανιώνιο ο Νταν Γεωργιάδης, τους έτρεχε που τους έτρεχε τους ανθρώπους κι ύστερα τους πήγαινε στο Φάληρο και του έλεγε να πέσουν στη θάλασσα!
«Μα δεν ξέρω μπάνιο», ο Μπάμπης. «Δεν πειράζει», του λεγε ο άλλος. «Μα θα πνιγώ», φώναζε ο Μπάμπης. «Αυτό θέλω κύριε», εκείνος. Παρανοϊκά πράγματα. Τέλος πάντων.
Άλλη εποχή τότε, αλλά είμασταν καλύτεροι…
Η Εθνική ομάδα εκείνης της εποχής — είναι πεποίθησή μου — άξιζε την πρόκριση. Και η επιτυχία θα ’ταν δική μας, των παικτών, 100%, με τόσα εμπόδια που είχαμε περάσει. Δεν είχαμε επαγγελματικό ποδόσφαιρο, μην το ξεχνάτε. Αν είχαμε, θα ’ταν αλλιώς και η νοοτροπία μας. Αν επιτρέπονταν οι μεταγραφές, αν υπήρχαν πενταετίες και οχταετίες, αν παίρναμε τα ίδια λεφτά, τηρουμένων των αναλογιών, με τώρα, θα ’ταν διαφορετικές οι εξελίξεις. Είχε γίνει νωρίτερα μια απόπειρα επαγγελματισμού με τον Καρέλα. Είχε φέρει Πούσκας – Κότσις, είχε κερδίσει ΑΕΚ -ΠΑΟ αλλά δεν τον αφήσανε. Έμειναν τα πράγματα έτσι. Κι όταν πηγαίναμε στο εξωτερικό και μπαίναμε στα αποδυτήρια και βλέπαμε μάρμαρα, πλακάκια και καθρέφτες, παθαίναμε. Κομπλάραμε. Είχαμε μάθει να κάνουμε μπάνιο σε κρύο νερό. Πού σάουνες και τέτοια. Θέλω να σου πω δηλαδή, πόσο πίσω είμασταν τότε. Τώρα τα ’χουνε όλα αυτά, δεν έχουμε όμως παίκτες. Τότε είχαμε παίκτες και χωρίς να είμαστε επαγγελματίες είχαμε πιο αναπτυγμένη επαγγελματική συνείδηση. Δεν είχαμε όμως επαγγελματική οργάνωση. Τώρα έχουνε επαγγελματική οργάνωση, στα χαρτιά και στους νόμους βέβαια, αλλά δεν έχουνε ούτε συνείδηση, ούτε παίκτες. Εμείς μέσα μας είμασταν επαγγελματίες γιατί για να πάμε να παίξουμε μπάλα κάναμε μεγάλες θυσίες. Τα …έξω μας δεν ήταν …επαγγελματικά. Το υλικό κίνητρο για τη νίκη ήταν η φασολάδα. Υπήρχε εποχή που δεν είχαμε ούτε τη φασολάδα. Που δεν είχαμε ούτε να φάμε. Που για να παίξουμε μπάλα δεν τρώγαμε!
Οι εποχές αλλάξανε θα μου πεις. Έτσι είναι. Η διαφορά τους είναι η εξής: Τώρα που η γαλοπούλα έχει 2.000 δραχμές, ο ποδοσφαιριστής μπορεί να την αγοράσει. Τότε που είχε ένα 100άρι δεν μπορούσε… Τώρα ο καλός ποδοσφαιριστής μια με τις πενταετίες, μια με τις μεταγραφές, όταν κρεμάσει τα παπούτσια του δεν χρειάζεται να ψάξει δουλειά για να ζήσει. Τότε ό καλός ποδοσφαιριστής όταν κρέμαγε τα παπούτσια του έπρεπε να ψάξει για δουλειά… Η ομοιότητα είναι μία. Ότι η διάρκεια της καριέρας είναι μικρή. Ακούς που λέω ότι οι τότε ποδοσφαιριστές ήταν καλύτεροι, από τους τωρινούς. Είμασταν καλύτεροι γιατί απλούστατα μας βρίσκανε εύκολα. Δεν χρειαζόταν να ψάξει κανείς. Στα πόδια τους είμαστε. Εμένα ο Γκλίσεβιτς δεν χρειαζόταν να πάει μακριά για να με βρει. Δίπλα στον Παναθηναϊκό, στο Σεβαστοπούλειο σχολείο ήταν η αλάνα μου. Στις 3 είχε προπόνηση. Ερχόταν λίγο νωρίτερα και μας έβλεπε. Υπάρχουν και σήμερα καλοί παίκτες. Ίσως και καλύτεροι. Αλλά πρέπει να ψάξεις για να τους βρεις. Κι όχι εδώ. Η Αθήνα πια δεν έχει αλάνες, δεν γεννάει… Στην επαρχία θα τους βρεις. Κι όταν τους βρεις πρέπει να τους δώσεις κίνητρα. Πρέπει να δουλέψει πάνω στο ταλέντο. Οι σημερινοί πρόεδροι δεν έχουν όμως σχέση με το ποδόσφαιρο και δεν τους νοιάζει η ανάπτυξή του. Τις εγκαταστάσεις του στην Παιανία, ο Παναθηναϊκός τις έχει για να προπονεί έτοιμους παίκτες, έτοιμη ομάδα. Δεν τις έχει για να εκπαιδεύει ταλέντα. Δεν θέλει καν να κάνει τέτοια δουλειά. Ο Ολυμπιακός τα ίδια. Ομάδα του Πειραιά και δεν έχει ούτε έναν Πειραιώτη… Όλοι αγορασμένοι, έτοιμοι είναι…
Οι ΠΑΕ λοιπόν δεν θέλουν και οι πρόεδροι για τη λεζάντα τους νοιάζονται πιο πολύ. Τα έζησα εγώ αυτά από κοντά. Δούλεψα σαν μάνατζερ στον Παναθηναϊκά και έχω πικρή πείρα. Δούλεψα με μεράκι και στο τέλος απογοητεύτηκα
Επειδή δεν είχα επαφή με τους «προέδρους»
Και καλά οι ΠΑΕ. Το κράτος, η ΕΠΟ τι κάνουν; Αλλά τι λέω; Τι να ανακατεύονται μ’ αυτά. Τι να κάνουν; Δεν είναι σε θέση να κάνουν τίποτα καλό. Καθρέφτης λέμε το εθνικό συγκρότημα, οι διεθνείς συναντήσεις. Και πού είναι ένα πρόγραμμα εθνικό; Τόσα χρόνια το ακούω και τίποτα δεν βλέπω. Σου είπα, τότε δεν χρειαζόταν και πολύ να ψάξεις. Τώρα θέλει εκτός από ψάξιμο και σύστημα κινήτρων. Με δυο λόγια επιστήμη, πρόγραμμα.
Εγώ είχα κάνει μια πρόταση στον Κουλούρη πριν από χρόνια. Μου είχε πει να πάω σε σχολή προπονητών. Και του ’χα πει: «Δώσε λεφτά φέρε στην Ελλάδα καταξιωμένους ξένους προπονητές, φτιάξε μ’ αυτούς μια σχολή, μάζεψε κι όλους εμάς τους βετεράνους ν’ αμοληθούμε στην επαρχία κι έρχομαι». Δεν έγινε τίποτα. Μια άλλη φορά μου πρότεινε ο Ζουμπογιώργος να πάω προπονητής στην Εθνική. Του είπα: «Έρχομαι σαν μάνατζερ αν θέλεις. Θα σου διαλέξω εγώ προπονητή. Και θα κάνω εγώ κουμάντο στην ομάδα. Δεν θα μου ’ρχεται εκείνος με το τσιμπούκι στον πάγκο. Θα πηγαίνει αλλού να κάθεται. «Θα σου τηλεφωνήσω», μου είπε. Ακόμα μου τηλεφωνάει κι ας τον έκρυβα από τη χούντα γιατί ήταν στον ΑΣΠΙΔΑ κι ας του πλήρωνα διαμέρισμα. Πέρσι που τον βρήκα: «Τι έγινε ρε Νίκο», του λέω. «Ξέρεις μου λέει. Δεν μπορώ να τους πω να σε πάρουν στην Εθνική γιατί εσύ δεν έχεις με τους προέδρους επαφή»!… Τι Εθνική να φτιάξεις με τέτοια μυαλά; Όχι Εθνική δεν φτιάχνεις. Τίποτα. Γκρεμίζεις κι ό,τι καλό υπάρχει. Αυτό είναι το ελληνικό ποδόσφαιρο. Έτσι το ’χω μέσα μου. Έτσι το ’ζησα. Γι’ αυτό έτσι όπως είναι τώρα δεν θέλω ν’ ασχολούμαι μαζί του.