Μπράιαν Κλαφ – Η φαρμακόγλωσσα που άλλαξε την ιστορία
Θα μπορούσε να μείνει στην ιστορία ως σπουδαίος σκόρερ ή ως θαυματουργός των πάγκων που έπαιρνε τίτλους με τους φτωχούς ή για τις φαρμακερές του ατάκες. Ή τελικά για όλα αυτά μαζί, που συνέθεταν μία από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες του αγγλικού ποδοσφαίρου.
Θα μπορούσε να μείνει στην ιστορία απλά ως σπουδαίος παίκτης, μια μηχανή των γκολ, που έβαζε κατά μέσο όρο σχεδόν ένα γκολ σε κάθε αγώνα.
Θα μπορούσε να μείνει στην ιστορία απλά ως προπονητής, ένας Ρομπέν των Δασών χωρίς κολάν, που έκανε μαγικά με τη Νότιγχαμ Φόρεστ και άλλους “φτωχούς συγγενείς” του αγγλικού ποδοσφαίρου, που δεν υπήρχαν στο χάρτη.
Θα μπορούσε να μείνει στην ιστορία απλά και μόνο για τις φαρμακερές ατάκες του, που θα γέμιζαν από μόνες τους ένα κεφάλαιο, αν όχι βιβλίο ολόκληρο.
Ή γιατί το δικό του πέρασμα καθόρισε και ως ένα βαθμό άλλαξε το αγγλικό ποδόσφαιρο και τον κλασικό τρόπο παιχνιδιού με τις ψηλές σέντρες, για τον οποίο σχολίαζε: αν ο θεός ήθελε να παίζουμε στα σύννεφα, θα έβαζε χορτάρι εκεί πάνω.
Ο Μπράιαν Κλαφ έγραψε ιστορία για όλα αυτά μαζί και είναι μία από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες του βρετανικού και όχι μόνο ποδοσφαίρου. Γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου του 1935 στο Μίντλεσμπρο, που παραδεχόταν πως αντικειμενικά μπορεί να μην ήταν και το πιο ωραίο μέρος, αλλά για αυτόν ήταν ο παράδεισος.
Έπαιξε στην τοπική ομάδα ως τα 26 του, συνέχισε στη Σάντερλαντ, με τον ίδιο ρυθμό σκοραρίσματος, ενώ στο ενδιάμεσο έκανε ντεμπούτο με την Εθνική Αγγλίας. Θα μπορούσε να είναι μέλος της ομάδας που το 66′ έφτασε στην κατάκτηση του Μουντιάλ, αλλά ένας τραυματισμός στο γόνατο τον ανάγκασε να εγκαταλείψει πρόωρα την ενεργό δράση.
Ξεκίνησε την προπονητική του καριέρα μόλις στα 30 του από τη Χάρτπουλ, όπου ξεκίνησε η συνεργασία του με τον Πίτερ Τέιλορ, έναν από τους καλύτερους φίλους του -με τον οποίο όμως έμεινε εννιά χρόνια, χωρίς να μιλήσουν, εξαιτίας μιας παρεξήγησης. Το 67′ αναλαμβάνει την Ντέρμπι Κάουντι που είναι στη δεύτερη κατηγορία της Αγγλίας, και αρχίζει τα μικρά ποδοσφαιρικά του θαύματα. Οδηγεί τα κριάρια στην άνοδο και τρία χρόνια μετά (1972) στην κατάκτηση του τίτλου -το πρώτο και μοναδικό πρωτάθλημα στην ιστορία της ομάδας- για να φτάσει μαζί της στα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών -πριν αποκλειστεί από τη Γιουβέντους. Ωστόσο, ο χαρακτήρας του και οι επεμβάσεις του στα πάντα -μέχρι και για τους υπαλλήλους του γηπέδου- έχουν δημιουργήσει πολλές εντάσεις και η παραίτησή του γίνεται αποδεκτή. Αργότερα έλεγε για τις διαφωνίες του με τους παίκτες, πως συζητάνε είκοσι λεπτά, λένε τη γνώμη τους και στο τέλος, συμφωνούν πως είχα δίκιο εξ αρχής.
Ο επόμενος σταθμός είναι το σύντομο και επεισοδιακό του πέρασμα από τη Λιντς, που κράτησε μόλις 44 μέρες και έφτασε να γίνει ταινία-ντοκιμαντέρ, με τον ίδιο να ξεκινάει την πρώτη ομιλία του προς τους παίκτες, λέγοντας πως όλα τα μετάλλια που είχαν πάρει ως τότε, ήταν καρπός απάτης. Ενάμιση μήνα μετά ο ίδιος αποτελούσε παρελθόν από την ομάδα κι αυτή ήταν η μοναδική απόλυση στην καριέρα του, αλλά και η πρώτη φορά που ένιωθε οικονομικά ασφαλής, με τα χρήματα της αποζημίωσης.
Το 1975, τον εμπιστεύτηκε η Νότιγχαμ Φόρεστ, που βρισκόταν στη δεύτερη κατηγορία -όπως ακριβώς και η Ντέρμπι Κάουντι. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τότε τη συνέχεια, που θα άλλαζε την ποδοσφαιρική ιστορία. H Νότιγχαμ πήρε την άνοδο για τη μεγάλη κατηγορία και κατάφερε να στεφθεί πρωταθλήτρια με το “καλημέρα”, ως νεοφώτιστη, μπροστά από τη Λίβερπουλ και τις άλλες μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Ο Κλαφ πίστευε πως αυτό ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμα της καριέρας του, γιατί η τύχη μπορεί να σε ευνοήσει σε μερικούς αγώνες, όχι όμως σε ένα μαραθώνιο 42 αγωνιστικών.
Τα θαύματα όμως δεν είχαν τελειώσει. Την επόμενη χρονιά η Φόρεστ έπαιζε στο Κύπελλο Πρωταθλητριών και κατάφερε να φτάσει στην κορυφή της Ευρώπης, νικώντας 1-0 στον τελικό τη σουηδική Μάλμε, μόλις δύο χρόνια αφού έπαιζε στη δεύτερη κατηγορία της Αγγλίας -που τότε είχε αδιαμφισβήτητα τα σκήπτρα στην Ευρώπη. Όπως είχε πει άλλωστε: “η Ρώμη δε χτίστηκε σε μια μέρα. Αλλά δεν ήμουν παρών εγώ…”
Και για να μην πιστέψει κανείς πως ήταν σύμπτωση, φρόντισε να την επαναλάβει την αμέσως επόμενη χρονιά, νικώντας με το ίδιο σκορ το Αμβούργο. Μια μαγική τριετία, που έβαλε τον Κλαφ στο κορυφαίο ράφι και του έδωσε τον τίτλο του καλύτερου προπονητή που δεν είχε ποτέ η εθνική Αγγλίας. Ή όπως έλεγε ο ίδιος “δεν είμαι ο καλύτερος προπονητής, σίγουρα όμως είμαι στους κορυφαίους έναν…”
Παρέμεινε μια ακόμα δεκαετία στην ομάδα, κρατώντας την σε υψηλό επίπεδο, με πορείες πρωταθλητισμού, μερικούς δευτερεύοντες τίτλους (Λιγκ-Καπ) και διακρίσεις (ημιτελικά ΟΥΕΦΑ, σε έναν επεισοδιακό αγώνα με την Άντερλεχτ). Όταν τον ρωτούσαν πότε θα αποχωρήσει από τους πάγκους, έλεγε πως έχει σχεδιάσει πολύ προσεκτικά αυτή τη στιγμή, μετά από 200 χρόνια. Τελικά αποχώρησε νωρίτερα, το 1993, μετά τον υποβιβασμό-σοκ της Νότιγχαμ, και δεν ασχολήθηκε ποτέ ξανά με την προπονητική. Ήταν η πρώτη χρονιά της επαγγελματικής Πρέμιερ Λιγκ, σαν ένας συμβολισμός πως το δικό του ποδόσφαιρο δεν είχε θέση στα σύγχρονα επαγγελματικά καλούπια.
Πάλεψε ενάντια στην εξάρτησή του από το αλκοόλ, υποβλήθηκε σε εγχείριση, βρήκε το κουράγιο να αστειευτεί με την κατάστασή του, λέγοντας πως οι γιατροί δεν του μεταμόσχευσαν το παλιό συκώτι του -επίσης αλκοολικού- Τζορτζ Μπεστ. Για να χάσει τελικά τη μάχη με τον καρκίνο στο στομάχι, στις 20 Σεπτεμβρίου 2004.
Είχε προλάβει να διευκρινίσει πως όσοι τον αγαπάνε, ας του στείλουν λουλούδια όσο είναι ζωντανός κι όχι όταν πεθάνει. Έτσι δεν πρόλαβε να δει τα τρία αγάλματα που στήθηκαν προς τιμήν του σε τρεις διαφορετικές πόλεις: τη γενέτειρά του, το Νότιγχαμ και έξω από το γήπεδο της Ντέρμπι Κάουντι.
Παράλληλα είχε φροντίσει να προειδοποιήσει και το θεό, πως όταν πεθάνει (ο ίδιος) θα πρέπει να του παραχωρήσει (ο θεός) τη θέση του στον ουρανό, γιατί δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με τίποτα λιγότερο.
Πρόσφατα το φαινόμενο Κλαφ έγινε και ταινία, με το χαρακτηριστικό τίτλο “Πιστεύω στα θαύματα”, που τον αντιμετώπιζε σαν ένα μικρό επίγειο θεό. Αν και ίσως εκτιμούσε ο ίδιος κάτι σαν “τη ζωή του Μπράιαν”, ως πιο αντιπροσωπευτικό του βρετανικού χιούμορ αλλά και της δικής του εκρηκτικής φυσιογνωμίας.