Νίκος Ιωαννίδης – Το σκάκι σύντροφος στις φυλακές και τις εξορίες
Ιστορίες που συνδυάζουν τη «μαγεία» του σκακιού με τη συντροφικότητα, την αλληλεγγύη, την πίστη και την αντοχή στον αγώνα για το σοσιαλισμό – κομμουνισμό, κάτω απ’ όλες τις συνθήκες και τις δυσκολίες.
Αυτές τις γιορτινές μέρες, επιλέξαμε για τη στήλη τη ζωντανή αφήγηση ενός παλαίμαχου συντρόφου μας, του Νίκου Ιωαννίδη, που γνώρισε το σκάκι στις φυλακές και τις εξορίες. Από μια μεγάλη συνέντευξη που μας παραχώρησε πριν από μερικούς μήνες, επιλέξαμε μερικές όμορφες ιστορίες, που συνδυάζουν τη «μαγεία» του σκακιού με τη συντροφικότητα, την αλληλεγγύη, την πίστη και την αντοχή στον αγώνα για το σοσιαλισμό – κομμουνισμό, κάτω απ’ όλες τις συνθήκες και τις δυσκολίες. Του δίνουμε το λόγο και ευχόμαστε στους αναγνώστες μας καλές παρτίδες μέσα στις γιορτές!
Ιστορία 1η: Μαθαίνοντας σκάκι στον «Κόκκινο Βράχο»
Το 1947 που πήγα στην Ικαρία, ακόμα δεν είχα κλείσει τα 18. Ημουν σε ένα θάλαμο που έτυχε και δεν έπαιζε κανείς σκάκι. Τον επόμενο χρόνο με κατεβάσανε στον Αγ. Κήρυκο. Και πάλι έπεσα σε θάλαμο που ήταν όλοι ηλικιωμένοι και δεν ήξερε κανείς σκάκι. Το καλοκαίρι του 1948 πέρασα στις Ράχες. Πήγαμε σε ένα χωριουδάκι, Βρακάδες λεγόταν και στο θάλαμο που μου έτυχε, παίζανε τρεις σκάκι και οι δυο ήταν καλοί. Ο ένας ήταν Μεσανατολίτης και ήξερε από εκεί. Ο άλλος ήταν αξιωματικός της αεροπορίας. Και οι δύο ήταν, ας πούμε, «δευτέρας» κατηγορίας παίκτες. Ετσι ξεκίνησα να τους παρακολουθώ…
Σε αυτόν τον θάλαμο έπαιξα καμιά 15αριά φορές σκάκι. Θυμάμαι όταν είχε έρθει μια εφημερίδα και είχε ένα πρόβλημα μέσα, όταν το βάλαμε κάτω, ενώ δεν ήξερα καλά, βρήκα την πρώτη κίνηση και τους έκανε εντύπωση. Μετά πήγα σε έναν θάλαμο λίγο πιο πάνω που ήταν κάτι φοιτητές Ιατρικής και ένας του Πολυτεχνείου. Δυο απ’ αυτούς ήταν πολύ καλοί σκακιστές, αλλά δεν μπόρεσα ποτέ να παίξω μαζί τους. Μετά μας μάζεψαν όλους προς το κέντρο, όπως τελείωνε ο Εμφύλιος, για να μας πάνε αργότερα στο Μακρονήσι.
Εκεί πέφτω σε έναν θάλαμο που ήταν ένας καθηγητής μαθηματικός Μέσης Εκπαίδευσης. Ενας ωραίος άνθρωπος, Ρουμελιώτης και με προφορά, που έπαιζε καλό σκάκι. Ηταν και κάνα – δυο άλλοι που παίζανε πρωτόλειο. Μου λέει, «Νίκο, έλα να παίξουμε σκάκι». Παίξαμε μερικές παρτίδες στην αρχή, καμιά δεκαριά. Μου πήρε τις 3, πήρα 4, πήγανε 3 ισόπαλες. «Ελα Νίκο να παίξουμε», μου ‘λεγε μετά, «όχι Γιάννη βαριέμαι», του ‘λεγα. «Ελα να παίξουμε ένα επιστημονικό, αξιοπρεπές και σοβαρό», μου ‘λεγε… Ηταν 37 – 38 χρόνων, εγώ 19 ακόμα. «Με φοβάσαι ε;», μου ‘λεγε, και κάτσε κάτω.
Τελικά παίξαμε 27 παρτίδες. Εκτός από τις τρεις πρώτες πήρε άλλη μια, κάναμε τρεις ισοπαλίες και τις άλλες 20 τις πήρα εγώ. Αργότερα με μεταφέρανε σε ένα θάλαμο που δεν έπαιζε κι εκεί κανένας.
Ιστορία 2η: Στο Μακρονήσι…
Στο Μακρονήσι ήμασταν στο πολιτικό τμήμα, στο βόρειο τμήμα του νησιού, που είχαν χωροφυλακή και όχι στρατό. Εκεί στη σκηνή παίζανε και άλλοι καλούτσικο σκάκι. Ημουν στον 7ο κλουβό. Στον 12ο ήρθε αργότερα αυτός ο φοιτητής Ιατρικής, που έπαιζε καλό σκάκι και έπαιζα μαζί του για να μάθω. Επαιζε λοιπόν εκείνος την κίνησή του και αμέσως εγώ άπλωνα το χέρι μου και «τσακ!» έκανα τη δική μου. «Αετόπουλο», μου ‘λεγε επειδή ήμουν μικρός, «εγώ ξέρω καλό σκάκι και σκέφτομαι. Εσύ παίζεις κατευθείαν; Σκέψου».
Μετά μας πήγαν στο στρατιωτικό. Εκεί με λιώσανε, περιμένανε να πεθάνω. Μου έδωσε το λόγο της στρατιωτικής του τιμής ο ανθυπολοχαγός πως θα με κάνει να λυγίσω ή θα με δει πεθαμένο. Μια ομάδα από 23 άτομα, οι 15 ψυχοπαθείς, 7 βαριές καρδιοπάθειες κι εγώ που περιμένανε να πεθάνω από εσωτερική αιμορραγία, ήμασταν οι πρώτοι που φύγαμε από τη Μακρόνησο, χωρίς να κάνουμε βέβαια υποχώρηση. Με πετάξανε με μια κουβέρτα έξω από το σπίτι μου. Συνήλθα. Ημουν σε ένα κρεβάτι, το σπίτι μας είχε μια αυλίτσα, μια κληματαριά μπροστά.
Ο υπολοχαγός όμως που μας «απέλυσε» από τη Μακρόνησο είχε τέτοια μανία που έπαιρνε άδεια και ερχόταν κουστουμαρισμένος έξω από το σπίτι, έφερνε βόλτες. Αυτά γίνονταν στα τέλη Δεκέμβρη του 1949. Μια μέρα του Μάρτη, το 1950, είχα σηκωθεί. Η μάνα μου είχε λουλούδια και είχα βγει με ένα πουκάμισο και ένα φανελάκι με σηκωμένα μανίκια να σκαλίσω με ένα μυτερό μαχαίρι. Τον είδα και ερχότανε… Και κάνω έτσι και τον κοιτάω. Και γυρνάει αυτός, ρωτάει έναν πιτσιρίκο πού είναι μια οδός που δεν υπήρχε εκεί γύρω, έκανε μεταβολή και έφυγε.
Ιστορία 3η: Πολυάσχολη ζωή στον Αη Στράτη
Στον Αη Στράτη, όσα χρόνια και αν έκατσα, ζήτημα αν έπαιξα 10 φορές, γιατί τότε, μια στο θέατρο, μια στη χορωδία, την άλλη νοσοκόμος, ήμουν μόνιμα απασχολημένος και δεν μου έμενε καιρός για σκάκι. Μόνο αν ήμουν καμιά φορά απογευματινός και περίμενα να αλλάξω καμιά γάζα, να δέσω κάνα τραύμα, είχα βάλει μια σκακιέρα και έπαιζα με έναν ηλικιωμένο. Για να έχει ενδιαφέρον, έβγαζα μάλιστα τους πύργους! Δυο φορές μόνο έπαιξα καλό σκάκι εκεί…
Ιστορία 4η: Στις στήλες των εφημερίδων
Το 1952 πήγα πάλι στο Μακρονήσι, όσο ήμουν φαντάρος. Εκεί έφτιαξα μερικά προβλήματα. Πώς; Είχα ένα κομματάκι αντίσκηνο. Εκανα με το μολύβι μια σκακιέρα επειδή μου δίναν μέρα παρά μέρα τσιγάρα που εγώ δεν κάπνιζα, 10 τη μια, 10 την άλλη, τα έβαζα εκεί, έλεγα «θα πάω στην εξορία, τα παιδιά καπνίζουν, θα τα μαζέψω». Κι έκοβα από τα άλλα τα χαρτάκια και έγραφα «Α» αξιωματικός «Π» πύργος… Και εκεί έφτιαξα μερικά προβλήματα που έχουν δημοσιευτεί.
Οταν ήμουν στην εφημερίδα, στη «Δημοκρατική Αλλαγή» και έβαζε κάθε απόγευμα Δευτέρας ένα πρόβλημα, με πήρε ένας μετρ εκείνης της εποχής και λέει «το πρόβλημά σας δεν έχει λύση, γιατί έχουν απάντηση τα μαύρα». Λέω «μια στιγμή», ψάχνω το σώμα των εφημερίδων, του λέω «για πες μου». Μου λέει έτσι κι έτσι, «έχει αυτή την απάντηση ο μαύρος και δεν έχει λύση». Το κοιτάζω λίγο, του λέω «έχει αυτή την απάντηση». Μου λέει «ευχαριστώ πολύ, δεν το είχα δει». Κλείνουμε.
Ερχεται μετά αυτός που έβαζε τα προβλήματα σκακιού και σταυρόλεξα σε εφημερίδες και περιοδικά. Μου λέει, «έχουμε κανέναν για την παρτίδα;». «Ναι», του λέω. Καλά, μου λέει, «ξέρεις σκάκι;». «Ναι βέβαια», του λέω. «Εχεις προβλήματα;», με ρωτάει. «Εχω», του λέω. Τα δημοσίευε στο «Βήμα της Κυριακής» το 1966 και στο «Πάνθεον», αργότερα στην «Ακρόπολη».
Ιστορία 5η: Παίζοντας με τους πρώτους
Επί χούντας, στα Γιούρα έπαιξα λίγες παρτίδες και λίγες στο Παρθένι. Οταν βγήκαμε το 1971 δούλευα σε διάφορα λογιστήρια. Η «Απογευματινή» έβαζε τότε τον Σιαπέρα, πρώτο διεθνή μετρ που βγάλαμε. Ο Σωκράτης, ένας πρώτος εξάδελφός του, ήταν και αυτός στον Αη Στράτη και έπαιζε καλό σκάκι. Η «Απογευματινή» έβαζε κάθε Σάββατο μια σελίδα ολόκληρη με προβλήματα, ασκήσεις, παρτίδες, ρεπορτάζ κ.τ.λ. Στην αρχή μού την έδινε ένας συνάδελφος. Εγώ δεν έπαιρνα εφημερίδα τότε, δεν υπήρχαν οι δικές μας, ήταν η χούντα…
Μια φορά, χρόνια μετά, μέσα στη χούντα, η εφημερίδα βάζει μια παρτίδα της δεκαετίας του 1930, δύο γκραντ μετρ, και λέει πως κέρδισε ο λευκός. Βάζω κάτω το σκάκι στο σπίτι, δίνω μια λύση. Την επόμενη βδομάδα δίνει μια άλλη λύση, τη βάζω κάτω και βλέπω πως αν έπαιζε σωστά ο μαύρος θα είχε ισοπαλία. Του το γράφω. Μου λέει «για πέρνα από την Ελληνική Σκακιστική Ομοσπονδία». Πάω και ήταν εκεί όλοι μαζεμένοι: Ο Σιαπέρας, ο Σκαλκώτας, ο Νισιόπουλος και άλλοι γνωστοί σκακιστές, μεγάλοι εκείνη την εποχή.
Λοιπόν, βάζουμε κάτω το πρόβλημα, «αν παίξει ο μαύρος έτσι», κοιτάζουν, «εσείς πώς λέτε;». Το βρίσκουν σωστό! Εγώ έλεγα ότι θα με βάλουν κάτω και θα με κοπανήσουν! Οτι κάτι δεν έχω δει. Και μου λέει τότε ο Σιαπέρας: «Θέλεις να παίξεις στο πασχαλινό κύπελλο» του 1971, χούντα ακόμα. Λέω να μπω να δοκιμάσω. Και παίρνω μέρος.
Το πρώτο παιχνίδι ήταν με τον Ιωακειμίδη, υποψήφιο μετρ αργότερα. Δεν την φοβήθηκα. Φτάνουμε περίπου 40 κινήσεις. Μου προτείνει ισοπαλία και του λέω «όχι, το παίζω μέχρι τέλος» και τελικά τον κέρδισα. Το δεύτερο παιχνίδι δεν ήξερα με ποιον παίζω γιατί θα πάθαινα τρακ. Τον έλεγαν Γιαμαρέλο και εγώ είχα τα λευκά. Παίζω, παίζει σικελική. Τελικά τον πήρα. Ξέρεις ποιος ήταν ο Γιαμαρέλος; Στην Εθνική ομάδα, στην εξαμελή. Εγώ αν το ήξερα θα έτρεμα και δεν θα έπαιζα.
Τρίτη παρτίδα κληρώνομαι με κάποιον Μπόζοβιτς, ο οποίος μου λένε τα παιδιά, «αμάν κύριε Ιωαννίδη, αυτός σε δέκα κινήσεις θα σου φάει τη βασίλισσα». Και την τρώει… 37 κινήσεις τον είχα τελειώσει. Ισπανική και αυτός, δεν τον φοβήθηκα. Ισπανική έπαιξε και ο Λοβέρδος. Ηταν μερικά χρόνια μεγαλύτερος από μένα και ήταν στην Ολυμπιάδα της Μόσχας το 1956, στην Εθνική ομάδα. Τον κέρδισα και αυτόν.
Ελα όμως που άρχισε ο καιρός να δουλεύω και όπως κοίταζα το σκάκι σκεφτόμουν τα διαμαρτυρημένα γραμμάτια μιας εταιρείας και να το λάθος! Τελικά, στον επόμενο γύρο έκανα 6 νίκες, 1 ισοπαλία και 2 ήττες. Στη μια από αυτές, ενώ είχα διαλύσει τον αντίπαλο, έπρεπε να πάω σε παράνομο ραντεβού με έναν σύντροφο και άφησα μεγάλο κομμάτι να φύγει. Δίπλα μου έπαιζε ο Λοβέρδος και λέει για την παρτίδα: «Αυτό λέγεται ανάσταση νεκρών»…
Ιστορία 6η: Μια γλυκιά εκδίκηση
Το 1946, ένα βράδυ τοιχοκολλούσαμε προκηρύξεις για την πρώτη επέτειο της ΠΟΔΝ. Μας «βουτήξανε», μας δώσανε στους αξιωματικούς που περνάγανε περίπολο τότε και μας δικάσανε. Ενα μήνα κάναμε και φυλακές ανηλίκων. Τότε εγώ ήμουν παιδί ακόμα. Οταν βγήκα από την εξορία βρήκα έναν συμμαθητή μου που έπαιζε καλό σκάκι. Στο τέρμα της Πατησίων είχε ένα καφενείο που παίζανε ένας αξιωματικός του στρατού και κάτι άλλοι. Ηταν αυτός που μας είχε συλλάβει το 1946. Αυτός δεν με γνώρισε, εγώ φυσικά τον γνώρισα. Παίξαμε και έβγαλα το άχτι μου! Δεν τον άφησα ούτε ισοπαλία να πάρει! Τον «χτύπαγα» με το σκάκι. Δεν με γνώρισε, είχα αλλάξει φυσιογνωμία από παιδί που ήμουνα τότε και βέβαια δεν με είχε ξαναδεί τότε.
Ριζοσπάστης