Νους υγιής εν σώματι υγιή
Αν τον έφαγε το αλκοόλ, τα αναβολικά, οι “ορμονοθεραπείες” λίγη σημασία έχει. Σημασία έχει ότι ο πρωταθλητισμός ούτε υγιή νου του εξασφάλισε ούτε ασφαλώς υγιές σώμα, σακατεμένο από τραυματισμούς, διαλυμένο απ’ την υπερπροπόνηση, δηλητηριασμένο από φάρμακα κι αλκοόλ.
Το Σάββατο 18 Νοεμβρίου πέθανε ο Ναΐμ Σουλεϊμάνογλου, ίσως ο μεγαλύτερος αρσιβαρίστας που πορπάτησε σε τούτο τον πλανήτη. Ήταν 50 μόλις χρονών, νοσηλευόταν εδώ και καιρό σε κρίσιμη κατάσταση λέει, το συκώτι του ήταν κατεστραμμένο, λέει. Ο Βαλέριος Λεωνίδης που είχε κονταροχτυπηθεί μαζί του στην Ατλάντα το 96′ (στον πιο συναρπαστικό ίσως αγώνα άρσης βαρών στην ιστορία), ενώ εξέφρασε τη λύπη του, είπε κάτι μισόλογα ότι πάλευε με τις “ανθρώπινες αδυναμίες” και τέτοια.
Λεν ότι ήταν αλκοολικός, οι πιο συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις θέλουν τον Σουλεϊμάνογλου “σοσιαλιστικό” πειραματόζωο, επειδή γεννήθηκε και μεγάλωσε στη σοσιαλιστική Βουλγαρία με το όνομα Ναΐμ Σαλαμάνοφ. Το κορμί του ήταν τρομαχτικό στην όψη, ύψος μόνο 1,47, γρανιτένιος κορμός και πολύ κοντά άκρα, στοιχεία εξαιρετικά χρήσιμα στην άρση βαρών καθώς η μπάρα διανύει μικρότερη απόσταση μέχρι να φτάσει στην τελική της θέση πάνω απ’το κεφάλι. Πράγματι, αν συγκρίνετε το κορμί του Λεωνίδη και το κορμί του Σουλεϊμάνογλου που είχαν ίδιο περίπου σωματικό βάρος, κατηγορία -64 κ., ο Λεωνίδης φαίνεται ένας φυσιολογικός κοντός, γυμνασμένος άντρας. Ο Σουλεϊμάνογλου έμοιαζε σαν να πήραν τον κορμό ενός άντρα 1,80 και του κόλλησαν χειρουργικά άκρα ενός νάνου. Ο συνωμοσιολογικός νους θα λεγε ότι “κατασκευάστηκε” ειδικά για άρση βαρών. Τρίχες, απλά είχε έναν ιδιαίτερο σωματότυπο, ιδανικό για άρση βαρών.
Αυτή η ιδιαιτερότητα στο σωματότυπό του σε συνδυασμό με τρελλή προπόνηση σε επίπεδο πρωταθλητισμού, ταλέντο κι ενδεχομένως κι άλλα “βοηθήματα” του επέτρεπαν να σηκώνει απίστευτα βάρη, όπως π.χ το παγκόσμιο ρεκόρ που είχε στην κατηγορία των -60 κ. για το ζετέ τη δεκαετία του ‘80, στα 190 κιλά! Προσέξτε αυτό τον αριθμό. Με σωματικό βάρος κάτι λιγότερο από 60 κιλά, ο άνθρωπος αυτός μπόρεσε και σήκωσε πάνω από τρεις φορές το σωματικό του βάρος και λέγεται ότι είναι ο μοναδικός που έχει καταφέρει κάτι τέτοιο.
Τα περί πειραματόζωου, εκτός του ότι είναι και αντισοσιαλιστική προπαγάνδα και άρα εξ ορισμού μη αντικειμενική, είναι μάλλον μπουρδολογία. Παραείναι βλακώδες να “κατασκευάσεις” έναν υπεραθλητή μόνο για πολιτικό κύρος. Όχι ότι το σοσιαλιστικό στρατόπεδο δεν έκανε χοντράδες σ’ αυτόν τον τομέα για πολιτικό στάτους. Με τον ψυχρό πόλεμο, όλες οι σοσιαλιστικές χώρες σύρθηκαν σα μάπες σε ηλίθιους ανταγωνισμούς, ένας εξ αυτών ο αθλητισμός που, και καλά, αντικατοπτρίζει το υψηλό επίπεδο της κοινωνίας και της ευημερίας κλπ. Αντί να αναδείξουν τον μαζικό αθλητισμό, τις δωρεάν για το λαό εγκαταστάσεις, τη γενική υγεία κι ευεξία του λαού, έπρεπε να φτιάξουν σούπερ αθληταράδες.
Ντάξει, δεν θα μιλήσουμε για τις θεωρίες που λεν ότι πρόκειται για τερατογένεση, ότι οι κομμουνιστές Μένγκελε τον πήραν από μωρό και τον κάναν ορμονοθεραπείες και άλλες τέτοιες παπαριές. Ότι όμως είναι προϊόν της βουλγάρικης σοσιαλιστικής ομοσπονδίας άρσης βαρών, αυτό γενικά είναι σωστό. Τη δεκαετία του 80′ η Βουλγαρία ήταν πρώτη δύναμη στην άρση βαρών με μόνο αντίπαλο στα μετάλλια ολάκερη Σοβιετική Ένωση, ο επί χρόνια προπονητής της βουλγαρικής ομάδας, Ιβάν Αμπατζίεφ, ήταν σχεδόν μύθος.
Ο Σουλεϊμάνογλου όταν αυτομόλησε στην Τουρκία (λόγω καταγωγής) ήταν ήδη φτασμένος αθλητής με παγκόσμια ρεκόρ και συνέβαλε τα μέγιστα να γίνει η Τουρκία υπερδύναμη της άρσης βαρών στα νάιντις, πίσω απ’ την Ελλάδα των Δήμα, Λεωνίδη, Καχιασβίλι, Τζελίλη, Σαμπάνη, Μήτρου, Κόκκα και Σαλτσίδη.
Ο γράφων υπήρξε αθλητής της άρσης βαρών που λέτε, την περίοδο 93-98, αμέσως μετά το ιστορικό χρυσό του Πύρρου στη Βαρκελώνη. Το ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του 90 επί υπουργού Λιάνη και προέδρου της Ομοσπονδίας Γιάννη Σγουρού, στελεχάρα του ΠΑΣΟΚ, μέλους του ΔΣ της Διεθνούς Ομοσπονδίας Άρσης Βαρών τότε, γνωστού μετέπειτα υπερνομάρχη Αττικής, για λόγους ξανά πολιτικού κι εθνικού κύρους, είχαν ρίξει τεράστια κοντύλια στην άρση βαρών. Είχαν φτιάξει την περιβόητη dream team που αναφέραμε πιο πάνω με αρχιτέκτονα τον Ιακώβου κι εκατοντάδες πιτσιρικάδες τότε εμπνεύστηκαν από τις επιτυχίες, επωφελήθηκαν κι ασχολήθηκαν. Η κυβέρνηση έδινε διάφορα κίνητρα όπως π.χ έμπαινες στο πανεπιστήμιο χωρίς πανελλήνιες αν έβγαινες στην πεντάδα σε πανελλήνια πρωταθλήματα, έμπαινες σε σώματα ασφαλείας απευθείας αν ήσουν στην πρώτη πεντάδα σε διεθνή πρωταθλήματα κλπ. Μέχρι και λεφτά σου δίναν αν έπιανες “κλιμάκιο” εθνικής όπως λέγαν, αν έπιανες κάποιες στάνταρ επιδόσεις δηλαδή, που ήταν σαν προθάλαμος να μπεις σε κάποιο κλιμάκιο της εθνικής ομάδας, π.χ κλιμάκιο β’ εθνικής εφήβων και μπορούσες να πας σε κανένα βαλκανικό πρωτάθλημα. Μέχρι κι εγώ είχα καταφέρει να βγάλω ένα χαρτζιλίκι, 60 χιλιάδες δραχμές για ένα χρόνο.
Ήμουν στην κατηγορία των -70 κιλών τότε, μπουμπούκι, σήμερα είμαι καμιά τριανταριά κιλά παραπάνω, από μπουμπούκι έγινα μποστάνι. Η καλύτερη επίδοσή μου ήταν 8ος στο Πανελλήνιο πρωτάθλημα του 95′ νομίζω, ήταν στο κλειστό του Μίλωνα στη Νέα Σμύρνη. Σημειωτέον οι κατηγορίες 70 με 76 κιλά πάντα ήταν οι πιο πολυπληθείς καθώς είναι το μέσο σωματικό βάρος των αντρών στις νέες ηλικίες. Στις κατηγορίες φτερού και υπερβαρέων ο ανταγωνισμός ήταν πολύ μικρός λόγω μεγαλύτερης σπανιότητας σωματότυπου, στις μεσαίες κατηγορίες γινόταν το σώσε, οπότε μεγαλύτερος ανταγωνισμός, οπότε διακρίνονταν οι πιο γυμνασμένοι, ταλαντούχοι και “καλοθρεμμένοι”.
Ίσως να είχα και καλύτερη τύχη αν δεν συνέπιπτε η περίοδος εκείνη και με ένα άλλο κοινωνικό γεγονός: Όταν διαλύθηκε η ΕΣΣΔ, χιλιάδες κόσμος μετανάστεψαν στη δύση και στην Ελλάδα ασφαλώς, οι περιβόητοι “ρωσοπόντιοι”, όρος που θεωρήθηκε politically in-correct όπως ξέρουμε. Μεταξύ αυτών υπήρξαν κι εκατοντάδες αθλητές, ποδοσφαιριστές, παλαιστές, πυγμάχοι, αρσιβαρίστες. Οι αρσιβαρίστες που είχαν έρθει, μπορεί να ταν δεύτερο-τριτοκλασάτοι στην ΕΣΣΔ, όμως ο ισχυρότερος ανταγωνισμός και οι πολύ πιο οργανωμένες υποδομές τους τους καθιστούσαν δυο-τρία επίπεδα καλύτερους από μας τα ντόπια παλτά. Πράγματι, οι εκ Σοβιετικής Ένωσης αρσιβαρίστες ήταν πολύ καλύτερα γυμνασμένοι, πειθαρχημένοι στην προπόνηση, η τεχνική τους ήταν αψεγάδιαστη: απ’ το πάτωμα μέχρι πάνω το κεφάλι τους η κίνηση ήταν σταθερή, καθαρή, τέλεια εκτελεσμένη, δεν παραπατούσαν, δεν κάναν έξτρα βήματα μέχρι να βρουν την τελική τους ισορροπία εν αντιθέσει με μας που η τεχνική μας ήταν “αλλού-ο-παπάς-αλλού-τα-ράσα-του”, χορεύαμε τσιφτετέλι μέχρι να σταθεροποιηθεί το κορμί μας στην τελική θέση, πόσες φορές κοντέψαμε να σκοτώσουμε τους κριτές που ήταν μπροστά μας με τα κιλά που μας φεύγαν απ’ τα χέρια, ήμασταν ντιπ απειθάρχητοι παρά τη φιλοτιμία των προπονητών μας, προπόνηση κάναμε με πρόγραμμα-τσελεμεντέ και τα γυμναστήριά μας ήταν ψιλοαχούρια. Κι έτσι μας παίρναν, δικαίως, όλα τα μετάλλια οι φίλοι μας που μιλούσαν ρώσικα και τους ζηλεύαμε φυσικά.
Και η dream team των νάιντις αποτελείτο κατά κανόνα από μεταγραφές, ελληνικής καταγωγής ασφαλώς, απ’ το ανατολικό μπλόκ. Ο Λεωνίδης από ΕΣΣΔ, ο Καχιασβίλι επίσης ο οποίος το 92′ στη Βαρκελώνη πήρε χρυσό αγωνιζόμενος υπό τη σημαία της Γεωργίας και οι Τζελίλης, Σαμπάνης, Μήτρου, Δήμας, Κόκκας όλοι είχαν μάθει την άρση βαρών στην Αλβανία, κάποιοι αγωνίστηκαν μάλιστα με τα χρώματά της, χώρα η οποία είχε αξιόλογη ομάδα άρσης βαρών στα έιτις. Οι ζηλιάρηδες Έλληνες αθλητές, μην έχοντας το ταλέντο και τις επιδόσεις αυτών, πολλές φορές βγάζαν χολή για την καταγωγή των προαναφερθέντων, ότι δεν ήταν πραγματικοί Έλληνες κι άλλες τέτοιες αηδίες. Ποσώς μας νοιάζει η καταγωγή τους και σε τελική ανάλυση ούτε κι οι επιδόσεις τους. Οι επιτυχίες τους δεν τους καθιστούν ήρωες ούτε τους εμποδίζουν απ’ το να ψηφίζουν μνημόνια σαν βουλευτές αργότερα.
Η dream team ως ομάδα είναι δημιούργημα του ΠΑΣΟΚ καλώς ή κακώς. Ως προϊόν που βοήθησε στο αφήγημα της ισχυρής, σύγχρονης Ελλάδας, που έμελλε να μπει στην ευρωζώνη, στο κλαμπ των “ισχυρών”, των μεγάλων έργων, της διεκδίκησης των ολυμπιακών, εκπλήρωσε το σκοπό της και με το παραπάνω.
Η άρση βαρών είναι μοναχικό άθλημα. Όταν ο αρσιβαρίστας ανεβαίνει στο πλατό μόνο τον εαυτό του έχει αντίπαλο ουσιαστικά. Όταν φαινομενικά κονταροχτυπιέται με κάποιον αντίπαλο στις προσπάθειες, στο τι δηλώνει για πρώτη, δεύτερη προσπάθεια κλπ, αυτό δεν είναι έγνοια δική του, είναι του κόουτς που ακολουθεί ανάλογη τακτική, που βλέπει τις προσπάθειες των αντιπάλων, την ψυχολογία, το κλίμα στην αντίπαλη ομάδα, αν είναι σε καλή μέρα ο αντίπαλος κλπ, πράγματα που μπορεί να δει στο προθερμαντήριο κατασκοπεύοντας τον αντίπαλο και ο ίδιος ευρισκόμενος υπό παρακολούθηση απ’ τις αντίπαλες ομάδες. Ο αρσιβαρίστας αντικειμενικά δεν μπορεί να λάβει υπ’ όψιν ολ’ αυτά και να παίξει στο πεδίο της τακτικής, καθώς πρέπει να είναι χαλαρός και συγκεντρωμένος, να του κάνουν αέρα και μασάζ μέχρι την επόμενη προσπάθεια. Μια δουλειά μόνο έχει, να σηκώσει τη μπάρα πάνω απ’ την κεφάλα του, να “κάτσει κάτω από τη μπάρα” (κάποιοι συναθλητές με εξαιρετική αίσθηση του χιούμορ φωνάζαν στους ανταγωνιστές τους “κάτσε κάτω απ’ την κουμπάρα”).
Κατα τ’ άλλα, η προπόνηση του αρσιβαρίστα μπορεί να είναι εντελώς ανιαρή κι επίπονη, χώρια οι τραυματισμοί. Δεν υπάρχει αρσιβαρίστας που να μην έχει τραυματιστεί κατά την προπόνηση ή τους αγώνες είτε λόγω υπερπροσπάθειας, είτε λόγω βλακείας, είτε λόγω φυσιολογικής αδυναμίας των μυών και κυρίως των συνδέσμων, γόνατα, καρποί, αγκώνες, ώμοι, μέση, ν’ αντέξουν τέτοιες επιβαρύνσεις. Χώρια επίσης οι μελανιές στους μηρούς, στη βουβωνική χώρα και στο στέρνο, οι σκισμένοι κάλοι στις παλάμες κλπ. όπου τελωσπάντων ερχόταν η μπάρα σε επαφή με το σώμα.
Η ικανοποίηση που αντλούσες απ’ το σπορ ήταν, όταν όλες οι κινήσεις σου κι ο συντονισμός των μυών σου γινόταν στην εντέλεια, κατα μαγικό τρόπο η μπάρα σηκωνόταν επιτυχημένα. Κατά τ’ άλλα ήταν η ψυχολογική αυτοεπιβεβαίωση της επιτυχίας, του ξεπεράσματος των ορίων σου. Οι καλοί κι επιτυχημένοι αρσιβαρίστες, όπως κι όλοι οι καλοί κι επιτυχημένοι αθλητές φαντάζομαι, ως ιδιαίτερα ανταγωνιστικοί, κυριαρχικοί και λάτρεις της επιτυχίας, είχαν την τάση να είναι και κωλοχαρακτήρες, κωλόπαιδα. Κάποιοι μάλιστα γίνονταν κι επιθετικοί, παρενέργεια όπως λεν των αναβολικών.
Μα παίρναν αναβολικά οι μεγάλοι (και μικροί) αρσιβαρίστες; Πόσο αστεία ερώτηση αλήθεια… και μη νομίζετε ότι οι αθλητές ήσαν άβουλα όντα στα χέρια των προπονητών τους. Πολλοί άμυαλοι πιτσιρικάδες που θέλαν επιδόσεις, επιτυχίες, δόξες ή απλώς μπράτσα και τέσσερεις-πέντε χοντρούς δίσκους σε κάθε άκρη της μπάρας ήταν απολύτως διατεθειμένοι να πάρουν, αν έβρισκαν. Κι εγώ ίσως να παιρνα αλλά δεν πήρα ποτέ, όπως και πολλοί άλλοι ευτυχώς, μόνο και μόνο επειδή δεν είχαμε πρόσβαση στα κυκλώματα. Κι έτσι δεν πρόκοψα ποτέ.
Και δεν πρόκοψα και για έναν ακόμα λόγο: σε κάποιο πανελλήνιο πρωτάθλημα, είχαμε φιλοξενηθεί στους ξενώνες του ΟΑΚΑ, πριν τα ολυμπιακά έργα φυσικά. Εκεί φιλοξενούνταν κι αθλητές διαφόρων εθνικών ομάδων και γευματίζαμε όλοι μαζί στο εστιατόριο των ξενώνων. Οι συζητήσεις των ηλιθίων συναθλητών μου είχαν το φλέγον θέμα πόσα ασπράδια αυγών έτρωγε για πρωινό ο Καχιασβίλι και πόσα λίτρα γάλα έπινε ο Πύρρος. Μεταξύ των συζητήσεων και των μουρμουρητών είχε πιάσει τ’ αυτί μου το πρόγραμμα προπόνησης της εθνικής: Δευτέρα-Τετάρτη-Παρασκευή τρεις προπονήσεις την ημέρα, Τρίτη-Πέμπτη-Σάββατο δύο προπονήσεις, Κυριακή μόνο μία… όταν τ’άκουσα όλ’ αυτά, τη σκληρή, μάταιη και βασανιστική για το σώμα και το μυαλό ζωή του πρωταθλητή, τα μούντζωσα όλα και τα παράτησα μετά από λίγο καιρό. Κι έτσι ο σύγχρονος γελοίος κι ανταγωνιστικός αθλητισμός έχασε ένα ακόμα θύμα, έχασε η Βενετιά βελόνι δηλαδή.
Ο Σουλεϊμάνογλου λοιπόν, με τρία ολυμπιακά χρυσά κι ένα κοντέινερ γεμάτο μετάλλια από παγκόσμια, πανευρωπαϊκά, μεσογειακά, τουρνουά και δε συμμαζεύεται, θεωρείται ο κορυφαίος αθλητής της άρσης βαρών μαζί με τον Πύρρο. Στην Τουρκία μετά το τέλος της καριέρας του δοκίμασε και την τύχη του στην πολιτική, έβαλε λέει υποψηφιότητα δυο φορές με εθνικιστικό κόμμα του Μπαχτσελί, αλλά πήρε τον μπούλο και τις δυο, εκτός από αχώνευτος λοιπόν ήταν και ψιλοφασίστας ο συχωρεμένος, αν κι αυτά τα δυο πάντα μαζί παν. Αν τον έφαγε το αλκοόλ, τα αναβολικά, οι “ορμονοθεραπείες” λίγη σημασία έχει. Σημασία έχει ότι ο πρωταθλητισμός ούτε υγιή νου του εξασφάλισε ούτε ασφαλώς υγιές σώμα, σακατεμένο από τραυματισμούς, διαλυμένο απ’ την υπερπροπόνηση, δηλητηριασμένο από φάρμακα κι αλκοόλ. Ελαφρύ το χώμα.