Ντένις Ρόντμαν – τα χίλια χρώματα της μπασκετικής τρέλας
Ο Ντένις Ρόντμαν είναι όσο τρελός κι όσο κακός θέλει. Και σήμερα είναι η βασική διπλωματική σύνδεση της ΛΔ Κορέας με τις ΗΠΑ.
Η βιογραφία του Ντένις Ρόντμαν, που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1961, θα μπορούσε να ξεκινάει από το ότι ήταν κακός σύζυγος και κάκιστος πατέρας (Βad as I wanna be, την τιτλοφόρησε ο ίδιος), ο οποίος χτυπούσε κι απατούσε τις γυναίκες του. Θα μπορούσε βέβαια να του αναγνωρίζει ως ελαφρυντικό ότι μεγάλωσε σε ένα πολύ προβληματικό οικογενειακό περιβάλλον που του άφησε μια σειρά ελαττώματα. Και βασικά θα μπορούσε να σταματά εκεί, γιατί τα υπόλοιπα δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία και ο Ρόντμαν ξέρει καλά πως αν δεν υπήρχε το μπάσκετ, θα είχε μπλέξει με σπείρες, το κοινό ποινικό έγκλημα, μπορεί να είχε σκοτωθεί σε κάποια αψιμαχία ή από τα πυρά ενός αστυνομικού, και γενικώς να είχε τη συνήθη κατάληξη που έχουν τα παιδιά στα γκέτο του Νιου Τζέρσεϊ, όπου γεννήθηκε.
Ο Ρόντμαν όμως πήρε 30 πόντους σε ένα καλοκαίρι, που τον έστρεψαν στο μπάσκετ και του επέτρεψαν να ξεφύγει από τη μοίρα του. Η οποία τον οδήγησε στα 25 του στο καταραμένο ντραφτ του 86′, μια (χαρο)καμένη φουρνιά, από την οποία ξεχώρισε με διαφορά ο Ντένις ο τρομερός, μολονότι επιλέχθηκε χαμηλά, στο Νο 27.
Τα πάντα στη ζωή του Ρόντμαν ήταν ζήτημα θέλησης και προσωπικών υπερβάσεων κι αυτό το χαρακτηριστικό πέρασε και στο παιχνίδι του “σκουλικιού”, όπως ήταν το παρατσούκλι του -καμία σχέση με τον Άρη, που εκείνα τα χρόνια έχτιζε τη δική του αυτοκρατορία. Δεν είχε τρομερό επιθετικό ταλέντο, ήταν όμως αμυντικά απροσπέλαστος κι ανήγαγε σε επιστήμη τα “σκουπίδια”, βγαίνοντας πολλές χρονιές πρώτος ριμπάουντερ στο ΝΒΑ. Δεν αρκούσε να είναι κανείς καλύτερος από το Ρόντμαν, έπρεπε να είναι κι αρκετά σκληρός για να αντέξει το παιχνίδι του και αυτό δεν το κατάφερναν πολλοί. Ο τρόπος που αντιμετώπιζε τους αντιπάλους του ο Ντένις ο τρομερός δε διέφερε πολύ, πρακτικά, από τον τρόπο που φερόταν στη γυναίκα του, όταν ξεσπούσε πάνω της.
Ο Ρόντμαν ήταν βασικό στέλεχος των κακών παιδιών του Ντιτρόιτ, που πήραν δυο σερί τίτλους το 89′ και το 90′, με βασικό όπλο την άμυνα το ξύλο και τους περίφημους Jordan Rules στις μάχες με το Σικάγο. Εκεί κατέληξε κι ο ίδιος, αφού έζησε πρώτα την παρακμή των Πίστονς κι είχε ένα σύντομο πέρασμα από τους Σπερς, όπου άρχισε να αλλάζει χρώματα στα μαλλιά του, σαν τα πουκάμισα, για να διασκεδάσει ίσως τη σκοτεινή του πλευρά.
Στο Σικάγο έφτασε στο ζενίθ της καριέρας του κι έκανε τις πιο ώριμες εμφανίσεις του, φτιάχνοντας μια μαγική τριάδα με τον Τζόρνταν και τον Πίπεν, που οδήγησε την ομάδα στο δεύτερο threepeat. Την πρώτη χρονιά μάλιστα, οι Μπουλς ξέχασαν να χάνουν και έφτασαν τις 72 νίκες, πετυχαίνοντας το καλύτερο ρεκόρ στην ιστορία του ΝΒΑ -μέχρι πρότινος που τους το πήραν οι Γουόριορς με 73-9.
Το φινάλε ήρθε με μια κουτσουρεμένη, λόγω λοκ-άουτ, χρονιά στους Λέικερς κι άλλη μια στους Μάβερικς, με πολλά προβλήματα τραυματισμών. Αλλά ο Ρόντμαν ήταν σταρ με ευρύτερη εμβέλεια από το μπάσκετ, για να σταματήσει να τραβά τα φώτα της δημοσιότητας. Συμμετείχε σε ταινίες, φλέρταρε με τη Μαντόνα, παντρεύτηκε την Κάρμεν Ηλέκτρα, έγραψε δύο φορές την αυτοβιογραφία του (“όσο κακός θέλω” και “έπρεπε να είμαι νεκρός τώρα”).
Αλλά η πιο ενδιαφέρουσα κουζουλάδα του είναι σίγουρα η φιλία του με τον Κιμ Γιονγκ Ουν κι οι διπλωματικές, πολιτικές προεκτάσεις που έχει, με το Ρόντμαν να παίζει μπάσκετ σε ένα εξωτικό κοινό, να σπάει το τείχος της απομόνωσης της ΛΔ Κορέας, και να βεβαιώνει πως η χώρα δεν είναι απειλή και δεν πρόκειται να επιτεθεί σε κανέναν. Στα μάτια της δυτικής κοινής γνώμης μπορεί να ήταν απλώς δύο παράφρονες που ταίριαξαν μεταξύ τους, αν και εδώ κολλάει μάλλον η φράση “από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια”…
Μπορεί να μην είναι επαναστατικό από μόνο του να δηλώνει κανείς φίλος της ΛΔ Κορέας, αλλά για τις ΗΠΑ -που απεχθάνονται κάθε παρέκκλιση από το κυρίαρχο αφήγημα- ακόμα και τα αυτονόητα μοιάζον σχεδόν επαναστατικά. Κι ο Ρόντμαν απεχθανόταν να είναι ίδιος με όλους τους άλλους -όπως φαινόταν κι από τις συνεχείς αλλαγές στο χρώμα των μαλλιών του. Κι αν μη τι άλλο ήταν ξεχωριστός κι αυτό δε γίνεται να μην του το αναγνωρίσει κανείς.