Ντίνο Ράτζα – Πολύ σκληρός για να ηττηθεί…
Μαζί με την καριέρα του έκλεισε κι ο κύκλος αυτής της χρυσής γενιάς που γεννήθηκε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 60′ και σε έκανε να λες -και να πιστεύεις- πως δε βγαίνουν πια τέτοιοι παίκτες. Γιατί, βγαίνουν…;
Ο Ντίνο Ράτζα ήταν ίσως ο πιο χαρισματικός ψηλός μιας μπασκετικής γενιάς από ατόφιο γιουγκοσλαβικό χρυσάφι, που σκόρπισε στους πέντε ανέμους -και σε ισάριθμες δημοκρατίες- μετά το 91′. Ο διόσκουρος του Τόνι Κούκοτς, και εκ των επικεφαλής των… “ορφανών του Ντράζεν” στην Κροατία, μετά το 93′, που μπορεί να σε ξεγελούσε ενίοτε με το απαθές βλέμμα του, αλλά μπορούσε να γίνει ανά πάσα στιγμή ταύρος εν υαλοπωλείω και τα έβαζε με όλους, αφού αυτό του πρόσδιδε επιπλέον κίνητρο.
Αφοσιώθηκε στο μπάσκετ στην εφηβεία του, όταν πήρε απότομα ύψος και έφτασε τα 210 εκατοστά! Έκανε τα πρώτα επαγγελματικά του βήματα στη θρυλική Γιουγκοπλάστικα (ή ΠΟΠ 84′ ή ΚΚ Σπλιτ), έχοντας μέντορά του το Σέρβο Μπόζινταρ Μάλκοβιτς, με τον οποίο έφτασε δύο φορές στην κορυφή της Ευρώπης. Η ομάδα του επανέλαβε και τρίτη φορά τον άθλο της, με τα αμούστακα παιδαρέλια της, αλλά ο ίδιος είχε ήδη φύγει στη Μεσατζέρο Ρόμα, όπου πήγε καθαρά για τα λεφτά κι έμεινε μια τριετία, προσθέτοντας ένα Κύπελλο Κόρατς στη συλλογή του.
Το 93′ ήταν έτοιμος για το άλμα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού κι έγινε ένας από τους πρώτους Ευρωπαίους που κατάφερε να καθιερωθεί σε πρωταγωνιστικό ρόλο κι όχι ως απλός κομπάρσος. Έκανε τρεις μεστές χρονιές με τους Μπόστον Σέλτικος, αλλά τους πέτυχε στο χειρότερο φεγγάρι τους κι έμεινε εκτός πλέι-οφ και διεκδίκησης τίτλων. Το ΝΒΑ του άφησε ως “ενθύμιο” ένα σοβαρό τραυματισμό, αλλά και περισσότερο μυικό βάρος, που τον έκανε σαφώς πιο σκληροτράχηλο σε σχέση με τα μπασκετικά του νιατα, κι έναν ασυναγώνιστο σέντερ για τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Γύρισε στην Ευρώπη για τον ΠΑΟ του Γιαννακόπουλου κι έδωσε στο τριφύλλι το πρώτο του πρωτάθλημα μετά από 14 χρόνια ξηρασίας. Ο δεύτερος συνεχόμενος τίτλος -που καθιέρωνε μια μικρή δυναστεία- ήρθε μες στο ΣΕΦ, με τον Παναθηναϊκό να σπάει την έδρα του αιωνίου αντιπάλου στον πέμπτο αγώνα και το Ράτζα να δίνει το σύνθημα της αντεπίθεσης με ένα τρίποντο στην εκπνοή του ημιχρόνου, από το κέντρο του γηπέδου.
Το πέρασμά του όμως ήταν επεισοδιακό και σημαδεύτηκε από δύο περιστατικά: Από την παραλίγο σύγκρουσή του με τους οπαδούς στο αεροδρόμιο, που υποδέχτηκαν οργισμένοι την ομάδα μετά από ένα ταπεινωτικό ευρωπαϊκό αποκλεισμό από τη Σκαβολίνι. Και από τις μπουνιές στο -νεαρό τότε- Δημήτρη Γιαννακόπουλο,, το σημερινό αφεντικό της ομάδας (που δε φαίνεται να έβαλε μυαλό), όταν ο τελευταίος μπούκαρε στα αποδυτήρια, για να ξεσπάσει -κατά δικαίων και αδίκων- μετά από ένα ντέρμπι αιωνίων και την απώλεια της πρώτης θέσης στην κανονική περίοδο.
Μπορεί ο Ράτζα να βρήκε έξτρα κίνητρο από αυτά τα επεισόδια, αλλά απείχε επιδεικτικά από τα επινίκια για το δεύτερο τίτλο -ενώ άλλες φορές μπορεί να ανέβαινε στη γραμματεία για να πανηγυρίσει- και μετά από μια ετήσια παρένθεση στην πατρίδα του και τη Ζαντάρ, επέστρεψε στην Ελλάδα για τον Ολυμπιακό, αναζητώντας μεταξύ άλλων, εκδίκηση. Δεν κατάφερε να αφαιρέσει τα σκήπτρα από τον ΠΑΟ, έκανε όμως μια πολύ καλή χρονιά, την τελευταία του σε υψηλό επίπεδο, και βγήκε πρώτος ριμπάουντερ του πρωταθλήματος στα 34 του.
Έγραψε τον επίλογο της καριέρας του στην Κροατία, με την Τσιμπόνα και την αγαπημένη του ΚΚ Σπλιτ, με την οποία πήρε ένα τελευταίο πρωτάθλημα στα 36 του, ενώ σήμερα είναι πρόεδρός της.
Σε επίπεδο εθνικών ομάδων, πήρε σχεδόν τα πάντα με την ενιαία Γιουγκοσλαβία, στην κατηγορία των Νέων και τους Άνδρες, κοίταξε στα μάτια τα ιερά τέρατα της Ντριμ-Τιμ το 92′ στη Βαρκελώνη με την Κροατία, αλλά μάλλον απογοητεύτηκε από τις αποτυχίες στις επόμενες διοργανώσεις χωρίς τον Ντράζεν κι αποσύρθηκε σχετικά νέος από την εθνική, πριν καν κλείσει τα 30 του.
Μαζί με την καριέρα του έκλεισε κι ο κύκλος αυτής της χρυσής γενιάς που γεννήθηκε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 60′ και σε έκανε να λες -και να πιστεύεις- πως δε βγαίνουν πια τέτοιοι παίκτες. Γιατί, βγαίνουν…;