Ο αήττητος Μπόμπεκ που εκδιώχθηκε από τη χούντα ως κατάσκοπος!
Το 1967 ένα δημοσίευμα της Καθημερινής ανέφερε πως “το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης εξετάζει το ενδεχόμενο πολιτικής δραστηριότητας του Μπόμπεκ προς ιδεολογικόν προσηλυτισμόν, με το ερώτημα της απελάσεως”. Ένα χρόνο μετά ο Μπόμπεκ εκδιώχθηκε από το καθεστώς της χούντας με την κατηγορία της κατασκοπίας!
Μέχρι το περσινό κατόρθωμα του ΠΑΟΚ, με το αήττητο πρωτάθλημα, η μόνη ομάδα που το είχε καταφέρει ήταν ο Παναθηναϊκός στα μέσα της δεκαετίας του 60′, με πολύ ισχυρό ανταγωνισμό. Κι αρχιτέκτοντας αυτής της ομάδας που κυριάρχησε στην Ελλάδα δεν ήταν άλλος από το Γιουγκοσλάβο Στέφαν (Στεπάν μαλλον στη δική του γλώσσα) Μπόμπεκ.
Ο Μπόμπεκ ευτύχησε να διαπρέψει τόσο ως ποδοσφαιριστής, όσο και ως προπονητής. Γεννήθηκε το Δεκέμβρη του 1923 στο Ζάγκρεμπ και μολονότι κάποια παραγωγικά χρόνια του συνέπεσαν με το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Αντίσταση στη χώρα του, κατάφερε μεταπολεμικά να ξεχωρίσει ως σέντερ φορ, κυρίως με τη φανέλα της Παρτίζαν Βελιγραδίου, φορτώνοντας τα αντίπαλα δίχτυα με εκατοντάδες τέρματα.
Δεν είναι τυχαίο πως ο Ούγγρος Πούσκας έλεγε ότι αντέγραψε κάποια στοιχεία από το στιλ του Μπόμπεκ στο δικό του παιχνίδι, ενώ η μοίρα τα έφερε έτσι, ώστε να τον διαδεχτεί ουσιαστικά στην τεχνική ηγεσία του Παναθηναϊκού, με μια μεγάλη φουρνιά-ομάδα που έφτασε μέχρι τον τελικό του Ουέμπλεϊ το 71′ -χωρίς πάντως να πάρει τον τίτλο την ίδια χρονιά. Κι όλοι αναγνώριζαν πως οι βάσεις αυτής της ομάδας είχαν τεθεί υπό τις οδηγίες του Μπόμπεκ.
Κάποια επιτεύγματά του θα μείνουν πιθανότατα ακατάρριπτα στο χρόνο, καθώς είναι ο πρώτος σκόρερ με τα χρώματα της Γιουγκοσλαβίας -που δεν υφίσταται πια- ενώ κατέχει και το ρεκόρ των περισσότερων τερμάτων που σημείωσε ένας παίκτης σε αγώνα, με εννιά προσωπικά γκολ στην αναμέτρηση της Παρτίζαν με τη Ζελέζνιτσαρ Νις! Το 1995 μάλιστα ψηφίστηκε ως ο κορυφαίος παίκτης στην ιστορία της ομάδας…
Αφού αποσύρθηκε, ξεκίνησε την προπονητική του καριέρα στη Λέγκια Βαρσοβίας, για να πάρει άλλα τρία πρωταθλήματα με την αγαπημένη του Παρτίζαν και να αναλάβει την τεχνική ηγεσία του Παναθηναϊκού το καλοκαίρι του 1963. Ο Μπόμπεκ έβαλε την προπονητική σφραγίδα του στην ομάδα, άλλαξε το αγωνιστικό της σύστημα, έκανε συστηματικές τις προπονήσεις και εφάρμοσε διαφορετική φιλοσοφία.
Παρά τα μέτρια αποτελέσματα, το πρώτο αναγνωριστικό διάλειμμα, ο Παναθηναϊκός παρέμεινε αήττητος σε όλη τη διάρκεια της χρονιάς, ανακτώντας την κορυφή και τα πρωτεία, με ένα τρομερό ρεκόρ 24 νικών και μόλις 6 ισοπαλιών. Την επόμενη χρονιά επανέλαβε αυτούσιο σχεδόν το κατόρθωμά του, κατακτώντας ξανά τον τίτλο με μόλις μία ήττα από τον Εθνικό Πειραιώς, που διέκοψε το σερί του, ενώ ήταν κι η τελευταία ομάδα που τον είχε νικήσει πριν από αυτό το σερί, το 1963, σε μια γκέλα που στέρησε τον τίλο από το τριφύλλι και τον έδωσε σε κιτρινόμαυρα χέρια (ΑΕΚ).
Παρόλα αυτά, ο δύσκολος χαρακτήρας του Μπόμπεκ δημιουργούσε εντάσεις και εκρήξεις μετά από άσχημα αποτελέσματα, ενώ ο ίδιος είχε μπει στο στόχαστρο ακόμα και της πολιτικής ηγεσία της χώρας, εξαιτίας της Γιουγκοσλαβικής του καταγωγής (!), μολονότι πριν από μερικά χρόνια, κι όσο ο Τίτο είχε κακές σχέσεις με τις χώρες της σοσιαλιστικής κοινότητας, είχε επέλθει σύγκλιση στα όρια της “διακρατικής φιλίας” μεταξύ των κυβερνήσεων των δύο χωρών, ενώ οι κυβερνήσεις της εποχής, φυλάκιζαν προληπτικά κομμουνιστές τις μέρες της επίσκεψης του Στρατάρχη στη χώρα, για να μη διαδηλώσουν εναντίον του.
Το 1967 ένα δημοσίευμα της Καθημερινής ανέφερε πως “το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης εξετάζει το ενδεχόμενο πολιτικής δραστηριότητας του Μπόμπεκ προς ιδεολογικόν προσηλυτισμόν, με το ερώτημα της απελάσεως”. Ένα χρόνο μετά ο Μπόμπεκ εκδιώχθηκε από το καθεστώς της χούντας -που ασκούσε ασφυκτικό έλεγχο στο ποδόσφαιρο, βλέποντας σε αυτό μια ευκαιρία να καλλωπίσει τη βιτρίνα της προς τον έξω κόσμο- με την κατηγορία της κατασκοπίας!
Παρόλα αυτά, δύο χρόνια αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα, μεσούσης της χούντας, για να αναλάβει τον Ολυμπιακό! Τόσο αυτό το σύντομο πέρασμά του, όμως, όπως και μια σύντομη επάνοδος στο τριφύλλι, στη Μεταπολίτευση -ως διάδοχος του Φ. Πούσκας-, δε στέφθηκαν με την ίδια επιτυχία, ενώ κάποιες πηγές αναφέρουν ότι πέρασε μια χρονιά και από τον πάγκο του Παναιτωλικού.
Μετά το τέλος της προπονητικής του καριέρας, παρέμεινε στο Βελιγράδι, όπου πέθανε μια μέρα σαν σήμερα, στις 22 Αυγούστου 2010, σε ηλικία 87 ετών.