Ο διοπτροφόρος Τζαμπάρ, η θρυλική ραβέρσα κι ο ταξικός πόλεμος
Ο Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ ήταν ίσως ο καλύτερος σέντερ όλων των εποχών. Τον μνημονεύουμε όμως και για άλλους λόγους, όπως τη δήλωσή του για την εξέγερση του Φέργκιουσον, και το ρατσισμό που στην πράξη είναι ταξικό ζήτημα.
Αν δει κανείς τη λίστα με τους καλύτερους σκόρερ στην ιστορία του ΝΒΑ στην κορυφή δε θα βρει το όνομα του Μάικλ Τζόρνταν, ούτε κάποιου άλλου περιφερειακού, αλλά τον Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ -που συμπλήρωσε χτες 71 χρόνια ζωής. Ο Τζαμπάρ μπορεί να μην είχε τον εντυπωσιακό μέσο όρο πόντων του Τζόρνταν και του Τσάμπερλεϊν ή τους αναρίθμητους τίτλους του Ράσελ των Σέλτικς, είχε όμως τη μεγαλύτερη διάρκεια από όλους και έτσι είναι ίσως ο καλύτερος σέντερ όλων των εποχών.
Γεννήθηκε στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, με το όνομα Λου Άλτσιντορ, έμελλε όμως να γράψει αλλού και με άλλο όνομα την μπασκετική του ιστορία. Ξεχώριζε για το ύψος του ήδη από την εφηβεία του κι έκανε τρομερά νικηφόρα ρεκόρ με τις ομάδες του στο Γυμνάσιο και το Κολέγιο -με το θρυλικό UCLA. Το πιο σημαντικό παράσημο όμως είναι πως εξαιτίας του θεσπίστηκε ένας κανόνας που απαγόρευε το κάρφωμα στο κολεγιακό πρωτάθλημα -για να καταργηθεί μερικά χρόνια αργότερα, αφού είχε φύγει από το κολέγιο- για να μην είναι τόσο άνιση η μάχη με τους αντιπάλους του.
Εκεί απέκτησε και το προσωνύμιο “Ο Πύργος της Δύναμης (Tower of the Power). Έγινε ντραφτ για το Μιλγουόκι, βγήκε ρούκι της χρονιάς, και δεύτερος σκόρερ του πρωταθλήματος από τη ρούκι σεζόν του, και την επόμενη χρονιά, με την προσθήκη του Όσκαρ Ρόμπερτσον, οδήγησε τους Μπακς στο πρωτάθλημα. Συνέχισε με υψηλές πτήσεις σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 70′, χωρίς ωστόσο να φτάσει σε άλλον ομαδικό τίτλο.
Στο μεσοδιάστημα, δύο ήταν οι βασικές αλλαγές στη ζωή του. Η πρώτη αφορούσε το όνομά του, καθώς βαφτίστηκε μουσουλμάνος κι ονομάστηκε Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ, που σημαίνει κάτι σαν “ευγενικός, γενναιόδωρος, ισχυρός υπηρέτης του Αλλάχ”, για να τιμήσει τις ρίζες της φυλής του -ενώ τη δεκαετία του 90′ έκανε μήνυση σε κάποιον άλλο παίκτη, που πήρε το ίδιο όνομα, θεωρώντας ότι προσπαθεί να το εκμεταλλευτεί. Η δεύτερη ήταν εξίσου σημαντική, και αφοορούσε την ομάδα του, καθώς άλλαξε περιβάλλον, και πήγε στο Λος Άντζελες για τους Λέικερς.
Εκεί έμαθε κάτι βασικό: πώς να χάνει, που είναι το καλύτερο λίπασμα για τις νίκες. Από τη στιγμή που βρήκε τον Έρβιν Τζόνσον -ή απλώς Μάτζικ- στην ομάδα, άλλαξαν μαζί το ρου της ιστορίας. Οι Λέικερς πρωταγωνίστησαν στη δεκαετία του 80′ με πέντε τίτλους και συνολικά οκτώ συμμετοχές στους τελικούς, παίζοντας παράλληλα θεαματικό και γρήγορο μπάσκετ, που έμεινε στην ιστορία ως “Show-time”.
Ο Τζαμπάρ κατάφερε να παίζει ως τα 42 του, κάνοντας μεταξύ άλλων γιόγκα, που την θεωρούσε ως το μυστικό της καλής του κατάστασης και της επιτυχίας του. Αποσύρθηκε από την ενεργό δράση το 89′, μετά το σκούπισμα από το Ντιτρόιτ στους τελικούς, ενώ εξέφρασε την επιθυμία του να επιστρέψει (!) δύο χρόνια αργότερα, όταν ανακοίνωσε ο Μάτζικ πως είχε AIDS και η ομάδα έμεινε ακέφαλη.
Ήδη από το 85′ είχε ξεπεράσει την επίδοση του Τσάμπερλεϊν στο σκοράρισμα και παραμένει ως σήμερα στην κορυφή των σκόρερ, με απλησίαστα νούμερα (38.387 πόντοι), που ίσως ποτέ κανείς να μην μπορέσει να φτάσει. Ξεχώριζε για την ακαταμάχητη ραβέρσα του, το παλαιομοδίτικο ψηλοκρεμαστό σουτάκι με το ένα χέρι, που ήταν η σήμα-κατατεθέν επιθετική του κίνηση (το λεγόμενο και “σκάι-χουκ”, που παραπέμπει στο γάντζο). Αλλά και για τα χαρακτηριστικά του γυαλιά, που φορούσε μες στον αγώνα, για να προστατεύει τα μάτια του και να αντιμετωπίσει μια πάθηση του αμφιβληστροειδούς χιτώνα.
Τα προβλήματα υγείας δεν τον εγκατέλειψαν, καθώς πριν από μια δεκαετία διαγνώστηκε με λευχαιμία, που την αντιμετώπισε επιτυχώς και την ξεπέρασε ως ένα βαθμό.
Αλλά ο πιο σημαντικός λόγος για τον οποίο απασχόλησε την επικαιρότητα, ήταν κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Φέργκιουσον και το κίνημα “black lives matter” που πέρασε και στο ΝΒΑ, ενάντια στα αλλεπάλληλα κρούσματα αστυνομικών δολοφονιών εναντίον Αφρο-αμερικάνων. Μπορεί σε γενικές γραμμές, ο Τζαμπάρ να είχε ως ταβάνι του την κριτική στήριξη των Δημοκρατικών και να μην ξεπέρασε κάποιους περιορισμούς, αλλά είχε το θάρρος και τη διεισδητικότητα να πει ότι πρόκειται για ταξικό κι όχι απλά φυλετικό πόλεμο.
Εφόσον δε θέλουμε την αγριότητα του Ferguson να την καταπιεί η Ιστορία και να καταλήξει ένα ερέθισμα στο έντερο της, πρέπει δούμε την όλη κατάσταση όχι μόνο σαν άλλη μια πράξη στα πλαίσια του ρατσισμού του συστήματος, αλλά και ό,τι άλλο στην πραγματικότητα είναι: ταξικός πόλεμος. (…)
Τα φυλετικά ζητήματα, για τα οποία όλοι σπεύδουν να υψώσουν γροθιές, αποσπούν την Αμερική από το να δεί ότι οι στόχοι της υπερβολικής αντίδρασης της αστυνομίας, βασίζονται λιγότερο στο χρώμα και περισσότερο σε κάτι που είναι ακόμα χειρότερο και από το επίπεδο οδύνης του ιού Έμπολα: στο να είσαι φτωχός. Φυσικά, για πολλούς στην Αμερική, το να έχεις συγκεκριμένο χρώμα στο δέρμα σου είναι συνώνυμο με το να είσαι φτωχός και το να είσαι φτωχός είναι συνώνυμο με το να είσαι εγκληματίας. H ειρωνία είναι ότι αυτή η παρεξήγηση υπάρχει στην πραγματικότητα και μεταξύ των ίδιων των φτωχών.
Κι έτσι πρόσθεσε ένα σημαντικό αγωνιστικό λόγο -δίπλα στους μπασκετικά αγωνιστικούς- για να τον μνημονεύουμε.