Ο Γρηγόρης Γεωργάτος, το μαγικό αριστερό και η φράξια του φραπέ
“Ήταν τρελός, ήταν τρελός ο καραφλός”. Όχι μόνο για τα τρελά που έκανε μες στο γήπεδο, αλλά γιατί άφησε την Ίντερ και γύρισε στην Ελλάδα για πουρνάρια.
Ο Γρηγόρης Γεωργάτος ήταν ένας από τους καλύτερους αριστεροπόδαρους των γηπέδων κι από τους καλύτερους παίχτες διαχρονικά στη θέση του. Είχε σήμα κατατεθέν το ξυρισμένο κεφάλι του – before it was cool – και το δέσιμο με την κερκίδα, που του χάρισε το σύνθημα “είναι τρελός ο καραφλός”, για την τρέλα που έβγαζε μες στο γήπεδο, αλλά θα μπορούσε να το δει κανείς και ως μια μορφή προφητείας για την ανεξήγητη απόφασή του ν’ αφήσει την προοπτική μιας λαμπρής καριέρας στην Ίντερ, για να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Γεννήθηκε στον Πειραιά σαν σήμερα, την τελευταία μέρα του Οκτώβρη του ’72, κι έμελλε να συνδέσει το όνομά του με τη μεγάλη ομάδα του λιμανιού. Έκανε όμως τα πρώτα επαγγελματικά του βήματα στην Παναχαϊκή, όπου ξεχώρισε για τα προσόντα του (φαρμακερό αριστερό, σέντρες διαβήτης, φάουλ σπεσιαλιτέ) ως μεσοεπιθετικός, σε άλλη θέση από αυτήν που τον γνωρίσαμε στη συνέχεια. Έγινε μήλο της έριδος στα 23 του για το πρώην ΠΟΚ, και είχε συμφωνήσει με τον Παναθηναϊκό του Βαρδινογιάννη, αλλά πείστηκε να υπογράψει στον Ολυμπιακό.
Όταν ήρθε ο Μπάγεβιτς στην ομάδα, τον γύρισε πίσω στην άμυνα, για να χωρέσει στην ενδεκάδα μαζί με τον Τζόρτζεβιτς, τον έτερο καραφλό με τον οποίο έκανε τρομερό δίδυμο στην αριστερή πλευρά. Ήταν βασικό κι αναντικατάστατο στέλεχος την περίοδο της κυριαρχίας του Ολυμπιακού, μετά τα πέτρινα χρόνια του, κι την καλύτερη χρονιά του τη σεζόν ’98-’99, με τον Ολυμπιακό να φτάνει μια ανάσα και ένα φύσημα του ανέμου από τα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ.
Μπήκε στο στόχαστρο μεγάλων κλαμπ της Ευρώπης κι έκλεισε στην Ίντερ, που εκείνη την εποχή ήταν ένα είδους ποδοσφαιρικού talent-show μαζεύοντας τους καλύτερους παίκτες από όλο τον κόσμο, χωρίς να χωράνε όλοι στην ομάδα. Αυτός κατάφερε όμως, παρά το σκληρό ανταγωνισμό να πάρει θέση βασικού στο αριστερό άκρο της άμυνας, καλύπτοντας μετά από χρόνια το κενό που άφησε ο Γερμανός Μπρέμε και ο Ρομπέρτο Κάρλος. Είναι ιεροσυλία να πει κανείς άραγε πως ο Γεωργάτος ήταν κάτι σαν τον “Ρομπέρτο Κάρλος των φτωχών”;
Ήταν συμπαίκτης με αστέρια, όπως ο Ρονάλντο, ο Ζαμοράνο, ο Μπάτζιο, ο Ζέεντορφ, ο Πίρλο, ο Τζοκαέφ κ.ά. Ο Βιέρι είχε να λέει για τις φαλτσαριστές σέντρες του, ενώ ο Ρονάλντο έγινε συγκάτοικός του στις αποστολές της Ίντερ. Από εκείνη την περίοδο έχει μείνει και ένα συλλεκτικό πρωτοσέλιδο του Εθνοσπορ, με το Γεωργάτο να ποζάρει δίπλα στον καλύτερο παίκτη εκείνης της εποχής, και να τον τίτλο του περιοδικού να αναρωτιέται: “Ποιος είναι αυτός δίπλα στο Γρηγόρη;”. Σήμερα δυστυχώς οι φωτογραφίες του Γεωργάτου με το “φαινόμενο” είναι σπάνιες και δυσεύρετες.
Κι ενώ ο Γεωργάτος φαινόταν να κερδίζει την εμπιστοσύνη του Λίπι, την εκτίμηση των συμπαικτών του, και την αγάπη των τιφόζι, έχανε το στοίχημα της προσαρμογής εκτός γηπέδου, αφού δεν μπόρεσε ποτέ να συνηθίσει το μουντό κλίμα του ιταλικού Βορρά, νοσταλγώντας από την πρώτη κιόλας χρονιά, την Ελλάδα -παρά τις παθογένειες του πρωταθλήματος-, τους φίλους του, ακόμα και το φραπέ, όπως ειπώθηκε μεταξύ σοβαρού κι αστείου.
Μετά από ένα χρόνο στο Μιλάνο, ζήτησε να γυρίσει δανεικός στον Πειραιά, επέστρεψε με βαριά καρδιά για μια δεύτερη, σχετικά μέτρια χρονιά στους νερατζούρι, και έλυσε το συμβόλαιό του για να γυρίσει οριστικά στη χώρα μας και το ελληνικό πρωτάθλημα, όχι όμως για τους ερυθρόλευκους, όπως περίμενε, αλλά για τη φανέλα της ΑΕΚ. Ξανάριξε όμως άγκυρα στο λιμάνι, όπου έπεσαν και οι τίτλοι τέλους στην καριέρα του, στα 34 του, έχοντας κατακτήσει 7 τίτλους πρωταθλητή με τον Ολυμπιακό, και πρωταγωνιστώντας σε ανεξίτηλα στιγμιότυπα από την ιστορία της ομάδας, όπως το 1-4 στη Λεωφόρο και το χαρακτηριστικό πανηγυρισμό με το όνομα στη φανέλα.
Παράλληλα όμως, κατηγορήθηκε ότι σχημάτιζε τη λεγόμενη “φράξια του φραπέ” μαζί με τον Ανατολάκη και τον Ελευθερόπουλο, η οποία είχε το κουμάντο στα αποδυτήρια, άλλαζε προπονητές κι έκανε ό,τι ήθελε. Ο ίδιος την αποκρούει μέχρι και σήμερα, λέγοντας αφενός ότι κανείς άλλος δεν μπορούσε να είναι αφεντικό στον Ολυμπιακό του Κόκκαλη, παρά μόνο αυτός ο ίδιος, κι ότι οι σχέσεις που έχει σήμερα με τα άλλα δυο μέλη της “τρόικας” είναι από χαλαρές έως ανύπαρκτες.
Ίσως αυτό πάντως να έπαιξε το ρόλο στο να γραφτεί πρόωρα ο επίλογος στις σχέσεις του με την εθνική, μετά το βαρύ 5-1 σε ένα φιλικό με τη Φινλανδία, και την εκκαθάριση που έκανε ο Ρεχάγκελ, συμπεριλαμβάνοντάς τον στη μαύρη λίστα, για να ταρακουνήσει την ομάδα, και να πετύχει μια επανεκκίνηση, που τότε κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα κατέληγε θριαμβευτικά στην κατάκτηση του Γιούρο το 2004. Βάσει ποδοσφαιρικής αξίας και ηλικίας, ο Γεωργάτος θα μπορούσε να είναι το 2004 στα γήπεδα της Πορτογαλίας, ο ίδιος πάντως λέει πως δεν ένιωσε μέσα του καμία πικρία ή ζήλια για το θρίαμβο της Εθνικής.
Μετά το τέλος της καριέρας του ως ποδοσφαιριστής, παραμένει κατά κανόνα μακριά από το προσκήνιο, με εξαίρεση ένα μικρό πέρασμα από τον Ολυμπιακό ως υπεύθυνους στις ακαδημίες και τεχνικός διευθυντής και πιο πρόσφατα την ανάμιξή του στην Παναχαϊκή με επιτελικό ρόλο.