Ο καλός στρατιώτης Ζήσης
Στο άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον του επαγγελματικού αθλητισμού, ο Νίκος Ζήσης κατάφερε να ξεχωρίσει, όχι μόνο με την αγωνιστική του αξιά, αλλά και το χαμηλό του προφίλ, που έκανε ακόμα και τους προπονητές του να τον θεωρούν πρότυπο για τα παιδιά τους…
Στο άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον του επαγγελματικού αθλητισμού, ο Νίκος Ζήσης κατάφερε να ξεχωρίσει, όχι μόνο με την αγωνιστική του αξία, αλλά και το χαμηλό του προφίλ, που έκανε ακόμα και τους προπονητές του να τον θεωρούν πρότυπο για τα παιδιά τους…
Γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 16 Αυγούστου του 1983, στη Θεσσαλονίκη και έκανε τα πρώτα μπασκετικά του βήματα στη ΧΑΝΘ, ενώ παράλληλα έκλεβε την παράσταση στα μικρά κλιμάκια της εθνικής ομάδας -στα 20 του βγήκε πρωταθλητής Ευρώπης με την Εθνική Νέων και πολυτιμότερος παίκτης της διοργάνωσης. Ήταν ορισμός του κόμπο γκαρντ, με έφεση στο σκοράρισμα, αποκτώντας στην πορεία και οργανωτικές ικανότητες.
Πήγε στην ΑΕΚ -που έκανε το δικό της “παιδομάζωμα” με νέα ταλέντα- και έγινε σταδιακά βασικός και αναντικατάστατος, κερδίζοντας μαζί της ένα Πρωτάθλημα και ένα Κύπελλο, κι έχοντας high-light της θητείας του το τρελό μπάζερ-μπίτερ με την Εφές -αφού είχε σκοντάψει και ήταν σχεδόν πεσμένος.
Από το 2005 έριξε μαύρη πέτρα πίσω του, για να γίνει γκασταρμπάιτερ πολυτελείας στο εξωτερικό, και έκτοτε δεν έχει γυρίσει ποτέ στην Ελλάδα, παρά τα μεταγραφικά σενάρια που τον συνέδεαν κάθε καλοκαίρι, πότε με τους δύο αιώνιους και πότε με την επιστροφή του στην Ένωση. Μια ξενιτειά που τον απάλλαξε πάντως από τις τοξικές συγκρούσεις του ελληνικού μπάσκετ και μια πιθανή φθορά -σε αντίθεση με άλλα αστέρια της γενιάς του.
Ξεκίνησε την περιπλάνησή του από το Τρεβίζο, με προπονητή τον Μπλατ, στον οποίο ανήκει η ατάκα για το πρότυπο που θα ήθελε να έχει ο γιος του -δηλαδή τον Ζήση. Συνέχισε στην ΤΣΣΚΑ, όπου βρήκε τον Παπαλουκά και έφτασαν μαζί στην κορυφή της Ευρώπης το 2008, για να επιστρέψει στην Ιταλία για λογαριασμό της Μοντεπάσι Σιένα. Στην πορεία, έγινε “γυρολόγος” παίζοντας κατά σειρά στην ισπανική ACB για την Μπιλμπάο, στην Ούνιξ Καζάν και στη Φενέρ του Ομπράντοβιτς, προτού βρει λιμάνι στη γερμανική Μπάμπεργκ για μια τετραετία. Φέτος όμως έλυσε τη συνεργασία του κι επέστρεψε στην Ισπανία για την Μπανταλόνα, που του ζήτησε μάλιστα να έχει παράλληλα ρόλο μέντορα στις ακαδημίες της ομάδας.
Στα χρόνια αυτά κέρδισε διάφορους ομαδικούς τίτλους (Ευρωλίγκα, πρωτάθλημα Ιταλίας, Ρωσίας, Γερμανίας) αλλά το πιο χρυσό κεφάλαιο της καριέρας του ήταν η Εθνική ομάδα. Ο Ζήσης έδινε ανελλιπώς το “παρών”, κάθε καλοκαίρι, με λευκό απουσιολόγιο, σκαρφαλώνοντας ψηλά στη λίστα των διεθνών με τις περισσότερες συμμετοχές, πίσω μόνο από την τριάδα με τα ιερά τέρατα του 87′ (Γιαννάκης, Φάνης και Φασούλας). Κουμπάρος του Σπανούλη -αν και δείχνουν τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες- ήταν μέλος της νεότερης χρυσής φουρνιάς, μαζί με τον Kill Bill, το Διαμαντίδη και τον Παπαλουκά.
Το 05′, στο χρυσό Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου, ήταν πρώτος σκόρερ της ομάδας και αυτός που έβγαλε την ασίστ για το μεγάλο τρίποντο του Διαμαντίδη (βάλτο αγόρι μου!) στην επική ανατροπή του ημιτελικού με τη Γαλλία.
Ένα χρόνο μετά, στο Μουντομπάσκετ της Ιαπωνίας, έβαλε το κερασάκι στην τούρτα μιας ακόμα μεγάλης ανατροπής, επί της Αυστραλίας.
Αλλά η συνέχεια ήταν οδυνηρή, στον αγκώνα του Βαρεζάο και από εκεί στο νοσοκομείο, για να διαπιστωθεί ρινικό κάταγμα, που τον έβγαλε νοκ-άουτ από την υπόλοιπη διοργάνωση. (Η διασημότερη αγκωνιά του ελληνικού μπάσκετ, μετά από αυτήν του Τκατσένκο στο Γιαννάκη. Η διαφορά είναι πως ο Σοβιετικός αγαθός γίγαντας την έριξε άθελά του, ενώ ο Βραζιλιάνος ύπουλα και στοχευμένα, για να γίνει πιο μισητός κι από τους Ισπανούς, στο ελληνικό μπασκετικό κοινό).
Ο Ζήσης ήταν απών στην ονειρεμένη νίκη επί της ομάδας όνειρο των ΗΠΑ -η τελευταία τους ήττα μέχρι σήμερα- όσο και από τον τελικό με τους κακούς δαίμονες Ισπανούς, όπου ίσως μπορούσε να αλλάξει (ή τέλος πάντων να βρει) τις ισορροπίες. Ήταν όμως παρών σε όσα έπρεπε να είναι, κερδίζοντας ένα ακόμα μετάλλιο με την Εθνική -αυτή τη φορά χάλκινο- στο Ευρωμπάσκετ της Πολωνίας, πριν φτάσει το πλήρωμα του χρόνου και η αποχώρησή του, μετά το Ευρωμπάσκετ του 15′. Σαν τελετή παράδοσης της σκυτάλης στη νέα γενιά, προεξάρχοντος του Αντετοκούνμπο.