Ο Κάρολος του μπάσκετ: ένας Sir χωρίς στέμμα
Δεν ήταν παράδειγμα προς μίμηση και έλεγε σοφά στους γονείς πως δεν μπορεί να είναι πρότυπο για τα παιδιά τους απλά και μόνο επειδή καρφώνει καλά την μπάλα. Ήταν όμως ένας αυθεντικός τρελάρας και ένας από τους πιο διασκεδαστικούς παίκτες στην ιστορία του ΝΒΑ.
Δεν ήταν πάνω από δύο μέτρα, αλλά πάλευε σαν θηρίο με τα θηρία στη ρακέτα κι έβγαινε συνήθως νικητής. Δεν πήρε ποτέ το δαχτυλίδι του πρωταθλητή -που του έμεινε απωθημένο- αλλά ανήκει στην αφρόκρεμα με τους κορυφαίους και βάζει δυνατή υποψηφιότητα για το καλύτερο 4άρι όλων των εποχών, μαζί με τον Καρλ Μαλόουν και τον Τιμ Ντάνκαν.
Ήταν τρεις μέρες μικρότερος και έναν πόντο πιο κοντός από τον Τζόρνταν και μόλις ένα σκαλοπάτι κάτω από αυτόν σε αξία. Έγιναν καρδιακοί φίλοι, αλλά έπεφτε συνεχώς πάνω του και ήταν ο βασικός λόγος που δεν πήρε ποτέ ένα πρωτάθλημα, με αποκορύφωμα τους τελικούς του 93′, Σανς-Μπουλς, που μνημονεύονται ακόμα ως η καλύτερη σειρά τελικών.
Πήρε όμως δυο χρυσά ολυμπιακά μετάλλια για να χρυσώσει το χάπι (το ένα ως μέλος της ντριμ-τιμ, της πληρέστερης ομάδας που έπαιξε ποτέ μπάσκετ), ενώ μπορεί να έπαιρνε κι ένα τρίτο το 84′, αν δεν είχε κοπεί λόγω πάχους απ’ την ολυμπιακή ομάδα (ναι, αλλά είμαι ο πιο ωραίος, ήταν η απάντησή του).
Δεν ήταν παράδειγμα προς μίμηση και έλεγε σοφά στους γονείς πως δεν μπορεί να είναι πρότυπο για τα παιδιά τους απλά και μόνο επειδή καρφώνει καλά την μπάλα. Κι όταν διαφήμιζε το μοντέλο της ΝΙΚΕ που είχε το όνομά του, έλεγε με αφοπλιστική ειλικρίνεια στην κάμερα πως “δε θα σας κάνει να παίζετε καλύτερα ή να καρφώνετε όπως εγώ, απλώς θα έχετε τα ίδια παπούτσια με εμένα”.
Ο Μπάρκλεϊ δε βασιζόταν ακριβώς στα φυσικά του προσόντα, κι ας είχε τρομερό εκτόπισμα, αλλά στον τσαμπουκά που σε γενικές γραμμές ήταν καλώς εννοούμενος, αλλά ξέφευγε συχνά-πυκνά στο trash-talking, στο οποίο ήταν δάσκαλος. Μες στο μεγάλο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά, όπως έλεγε το τραγούδι. Και το μόνο που ξεπερνούσε σε μέγεθος το σώμα του, την αξία του και τα ψυχικά του αποθέματα, ήταν ίσως το μεγάλο στόμα του, που του στοίχισε πολλές τεχνικές ποινές, πρόστιμα και πολλούς καβγάδες.
Ένας από τους τελευταίους καβγάδες της καριέρας του ήταν με τον τρομερό Σακίλ Ο Νιλ, που του έριχνε ένα κεφάλι, αλλά αυτό θα ήταν το τελευταίο που θα πτοούσε τον Μπάρκλεϊ.
Σήμερα οι δυο τους είναι πολύ καλοί φίλοι και κάνουν ένα τρελό δίδυμο στο σχολιασμό των αγώνων του ΝΒΑ, κοντεύοντας να γκρεμίσουν το στούντιο με τις τρέλες τους πολλές φορές.
Ο Μπάρκλεϊ πχ δε δίστασε να ντυθεί γυναίκα και να συγκρίνει την περιφέρειά του με αυτήν της Κιμ Καρντάσιαν (αν και αυτό ήταν μάλλον φάρσα-φωτομοντάζ του Σακίλ).
Αυτά όμως δε θα είχαν κανένα αντίκρισμα και θα τον έκαναν απλώς Καραγκιόζη, αν δεν υπήρχε μια μεγάλη καριέρα να τα στηρίζει.
Ο Μπάρκλεϊ επιλέχτηκε στο νο 5 του ντραφτ (πίσω από Χακίμ και Τζόρνταν) από τους Σίξερς, το 84′, όπου συνάντησε στο τέλος της καριέρας τους το Μόουζις Μαλόουν και τον Τζούλιους Έρβινγκ. Σύντομα έγινε ο ηγέτης της ομάδας και αγαπήθηκε όσο λίγοι στη Φιλαδέλφεια, αλλά ζήτησε ανταλλαγή μετά από οκτώ χρόνια, για να έχει ρεαλιστικές πιθανότητες να διεκδικήσει το πρωτάθλημα με κάποια άλλη ομάδα.
Αυτή ήταν οι Φοίνιξ Σανς, που αναγεννήθηκαν την περίοδο που έπαιξε με τη φανέλα τους (και δε σήκωσαν κεφάλι από τότε που έφυγε). Έκαναν το καλύτερο ρεκόρ στο ΝΒΑ, με τον Μπάρκλεϊ να κάνει μια τρομερή χρονιά και να αναδεικνύεται MVP. Κι αν είχαν λίγο πιο καυτή έδρα, έναν αξιόπιστο σέντερ και κάποιον να περιορίζει στοιχειωδώς τον Τζόρνταν στους τελικούς, μπορεί να πετύχαιναν κάτι καλύτερο από το να πέσουν ηρωικά με 4-2 και να υποταχθούν στην ανωτερότητα των Σικάγο Μπουλς.
Τα επόμενα χρόνια ο Μπάρκλεϊ ήταν πάντα κοντά στον τίτλο, φλερτάροντας με το δαχτυλίδι που του έλειπε, αλλά έπεσε αρχικά πάνω στους Ρόκετς του Ολάζουγιον, και όταν πήγε σε αυτούς για μια τελευταία ζαριά που μπορούσε να του δώσει τον τίτλο, στο δίδυμο Στόκτον-Μαλόουν και τους Γιούτα Τζαζ.
Το τέλος ήρθε πρόωρα, με ένα σοβαρό τραυματισμό στο γόνατο, στην πόλη όπου αναδείχθηκε, τη Φιλαδέλφεια, με τον Μπάρκλεϊ να αυτοσαρκάζεται ως συνήθως και να λέει: “αυτό ακριβώς χρειαζόταν η Αμερική, άλλον έναν μαύρο άνεργο”.
Ο Sir Charles έμεινε μακριά από το στέμμα, με παρηγοριά (στον άρρωστο) τα δύο ολυμπιακά μετάλλιά του. Και μπορεί να μην ήταν ακριβώς πρότυπο για τα μικρά παιδιά και μια καλή οικογένεια, αλλά κατάφερε δύο σημαντικά πράγματα: να παραμείνει αυθεντικός τρελάρας που δε μασούσε τα λόγια του, και να πετύχει την υπέρβαση, με βάση τα φυσικά, σωματικά του προσόντα και τα παραπανίσια κιλά του, που τα μετέτρεψε σε πλεονέκτημα στις μονομαχίες τους μες στη ρακέτα.
Κι από αυτήν την άποψη είναι υπόδειγμα για το πώς να παίρνεις το 100% από τον εαυτό σου και ένας από τους πιο διασκεδαστικούς, πληθωρικούς παίκτες που πέρασαν από την ιστορία του μπάσκετ, που τον θυμούνται όλοι, ακόμα και τώρα που κλείνει τα 55 του χρόνια και μια εικοσαετία σχεδόν μακριά από τα γήπεδα.