Ο κομμουνιστής Ζοάο Σαλντάνια και η “αριστερή επανάσταση” των πέντε 10αριών στην Εθνική Βραζιλίας
Ο Τύπος αποθέωνε, η χώρα πίστευε πλέον σε μία Εθνική και όλοι ήταν ευτυχισμένοι. Μόνο που υπήρχε ένα τεράστιο πρόβλημα που δεν γινόταν να αλλάξει. Ο Σαλντάνια ήταν Αριστερός και στη Βραζιλία κυβερνούσε δικτατορικά ο Εμίλιο Γκαραστάζου Μέντιτσι. Ο τελευταίος πίεζε διαρκώς τον Χαβελάνζε να αντικαταστήσει τον ομοσπονδιακό εκλέκτορα, ο οποίος μιλούσε πάντα ανοικτά με συμπάθεια για τον Στάλιν, τον Μάο και τον Τσε.
Αναδημοσιεύουμε ένα ενδιαφέρον κείμενο του Γιώργου Καραμάνου από το Gazzetta.gr για τον κομμουνιστή προπονητή-δημοσιογράφο Ζοάο Σαλντάνια, τον πραγματικό αρχιτέκτοντα της μεγάλης Βραζιλίας του 1970, ίσως της καλύτερης Εθνικής όλων των εποχών, που απολύθηκε λίγες μέρες πριν το Μουντιάλ εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων, κατόπιν πίεσης του Βραζιλιάνου δικτάτορα.
Ηταν μόλις έξι ετών, όταν μέσα στο παλτό του μετέφερε πιστόλια στα πρωτοπαλίκαρα του Αλεγκρέτε στην επαρχία του Ρίο Μπράνκο ντο Σουλ. Κανείς δεν θα μπορούσε τότε να φανταστεί ότι ο Ζοάο, εκείνος ο μικρός γιος του Γκασπάρ Σαλντάνια, ηγέτης του Επαναστατικού Κόμματος, θα γινόταν μία μέρα ο άνθρωπος που θα έφτιαχνε την Βραζιλία των πέντε 10αριών. Εκείνη που μετά την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970, θα έμενε στην ιστορία ως η κορυφαία Εθνική όλων των εποχών.
Επαναστάτης από την κούνια του γνώρισε τον πόλεμο τόσο ως παιδί, όσο και στα 18 του ως πολεμικός ανταποκριτής βραζιλιάνικων εφημερίδων στην Απόβαση της Νορμανδίας που θα σηματοδοτούσε την αρχή του τέλους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Έμαθε έτσι να λέει και να γράφει την αλήθεια και να μην μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Διαδοχικά θα περνούσε από το πολιτικό γράψιμο στο αθλητικό και τη δεκαετία του 1950 θα θεωρούνταν ο κορυφαίος αρθρογράφος για το ποδόσφαιρο στη χώρα της μπάλας.
Μόνο που θα έμενε πάντοτε δακτυλοδεικτούμενος. Εκείνος ήταν πάντα ένα εξέχον μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βραζιλίας, μα η χώρα μαστιζόταν διαδοχικά από δικτατορίες. Αυτός ήταν και ο σκληρός λόγος που λίγα χρόνια νωρίτερα τον υποχρέωσε να μην μπορεί παίξει ξανά ποδόσφαιρο. Ως παίκτης της Μποταφόγκο δεν υπήρξε κάτι σπουδαίο, μα σε μία αντιδικτατορική διαδήλωση έφαγε σφαίρα στο πόδι και δεν έπαιξε ποτέ στη ζωή του.
Κάποια στιγμή ανέλαβε για δύο χρόνια την Μπότα και την οδήγησε στον Περιφερειακό τίτλο του Καριόκα (ευρύτερο Ρίο ντε Τζανέιρο). Μόνο που οι κομμουνιστικές πεποιθήσεις του δεν του επέτρεψαν να εργαστεί ξανά σε πάγκο από το 1959. Επέστρεψε στο γράψιμο, ώσπου συνέβη κάτι απίστευτο ακριβώς 10 χρόνια μετά. Η Βραζιλία μετά το κάζο στο Μουντιάλ του 1966, βίωνε τεράστια ποδοσφαιρική κρίση. Άπαντες ήταν χωρισμένοι σε Ρίο και Σάο Πάολο, σε σημείο να υπάρχει τρομερή κριτική εκατέρωθεν και να μην μπορεί κανείς να ενώσει το χάσμα.
Μία μέρα του 1969 χτύπησε το τηλέφωνο του Ζοάο Σαλντάνια. Στην άλλη άκρη της γραμμής βρισκόταν ο διαβόητος Ζοάο Χαβελάνζε. Ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας του ζητούσε να αναλάβει την Εθνική για το Μουντιάλ του 1970. Οπως του εξήγησε, οι λόγοι για τους οποίους επιλέχτηκε ήταν δύο: Αρχικά άπαντες εκτιμούσαν τις γνώσεις του για το παιχνίδι και κατά συνέπεια, επειδή ήταν ο Νο1 αρθρογράφος, ο Τύπος δεν θα ασκούσε πλέον τόσο έντονη κριτική στην ομάδα. Ο Σαλντάνια δέχτηκε και ξεκίνησε το στήσιμο.
Μπροστά του είχε μόλις έναν χρόνο για να εργαστεί. Αμέσως έκανε τις επιλογές του. Διάλεξε 22 παίκτες, και μοίρασε ξεκάθαρα τους ρόλους. Θα υπήρχαν 11 βασικοί και 11 αναπληρωματικοί με διακριτούς ρόλους και όλοι μαζί θα έτρεχαν να γίνουν ένα δυνατό σύνολο για τα γήπεδα του Μεξικό. Στα πρώτα εννέα παιχνίδια στην προκριματική φάση και τα φιλικά, μέτρησε ισάριθμες νίκες, ρεκόρ που θα ξεπερνούσε μόνο η Ισπανία του Βιθέντε Ντελ Μπόσκε το 2009. Ολα ήταν τέλεια. Ο Τύπος αποθέωνε, η χώρα πίστευε πλέον σε μία Εθνική και όλοι ήταν ευτυχισμένοι.
Μόνο που υπήρχε ένα τεράστιο πρόβλημα που δεν γινόταν να αλλάξει. Ο Σαλντάνια ήταν Αριστερός και στη Βραζιλία κυβερνούσε δικτατορικά ο Εμίλιο Γκαραστάζου Μέντιτσι. Ο τελευταίος πίεζε διαρκώς τον Χαβελάνζε να αντικαταστήσει τον ομοσπονδιακό εκλέκτορα, ο οποίος μιλούσε πάντα ανοικτά με συμπάθεια για τον Στάλιν, τον Μάο και τον Τσε. Η αφορμή δόθηκε από τον ίδιο τον δικτάτορα. Ο Μέντιτσι ήθελε στην αποστολή για το Μουντιάλ έναν παίκτη που είχε μείνει εκτός, τον επιθετικό της Ατλέτικο Μινέιρο, Νταρίο.
Ούτε αυτή τη φορά γινόταν να μην μιλήσει φωναχτά ο Σαλντάνια: «Θα συμβούλευα τον Πρόεδρο να αφήσει σε εμένα την επιλογή των παικτών κι εκείνος να φροντίσει καλύτερα την επιλογή του υπουργικού συμβουλίου του». Λίγες ώρες αργότερα ο Χαβελάνζε θα τον καλούσε στο τηλέφωνο και θα του ανακοίνωνε την απόλυσή του. Απέμεναν ελάχιστες μέρες πριν το ταξίδι στο Μεξικό και στη θέση του αναλάμβανε ο ξεκάθαρα πιο politically correct, Μάριο Ζαγκάλο. Ο τελευταίος πήρε μαζί του τον Νταρίο, μα δεν τον έριξε ούτε λεπτό σε αγώνα.
Εκτός αυτού, ο Ζαγκάλο δεν πείραξε απολύτως τίποτα. Η βασική του 11άδα ήταν αυτή που έστησε ο προκάτοχός του: Φέλιξ, Μπρίτο, Πλάζα, Κλοντοάλντο, Εβεράλντο, Κάρλος Αλμπέρτο, Ζαϊρζίνιο, Ζέρσον, Τοστάο, Πελέ, Ριβελίνο, οδήγησαν την Βραζιλία στο να παίξει το ομορφότερο παιχνίδι που έχει παρουσιαστεί ποτέ σε τελική φάση. Μόνο που εκείνη η ομάδα με τα πέντε 10άρια (Πελέ, Τοστάο, Ριβελίνο, Ζέρσον, Ζαϊρζίνιο) θα μείνει για πάντα στην ιστορία ως δημιούργημα του Ζοάο Σαλντάνια, του ίσως κορυφαίου προπονητικού μυαλού (σ.σ.: μαζί με τον Τέλε Σαντάνα), που πάντοτε φώναζε υπέρ της ισότητας, κατά του φασισμού και που προσπαθούσε να εξηγήσει σε όλους ότι δεν ήταν… προπονητής.
Και αφού έζησε όλη τη ζωή του μεταξύ μπάλας και πολέμων, την… παρέδωσε όπως της έπρεπε: κατά τη διάρκεια μετάδοσης στα γήπεδα της Ιταλίας το 1990, σχολιάζοντας την αγαπημένη του Βραζιλία στο Μουντιάλ!