Ο Μπέμπης των γιγάντων
Ο Μπέμπης «έφυγε». Ένας-ένας φεύγουν για πάντα οι παλιοί παιχταράδες, όπως έφυγε πριν απ’ αυτούς κι η εποχή τους.
Θρυλική μορφή των γηπέδων ο Θανάσης Μπέμπης και μεγάλη καρδιά, που έπαψε να χτυπάει μετά από ενενήντα χρόνια. Από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποδοσφαιριστές όλων των εποχών. Ναι, υπήρξαν και εποχές που δεν πρόλαβαν να μείνουν «ζωντανές» χάρη στην κινούμενη εικόνα, μένουν όμως ζωντανές στη μνήμη και την καρδιά όσων τις έζησαν και όσων τις αγάπησαν κι ας μην τις έζησαν ποτέ.
Μικρός το δέμας μα γίγαντας —ανάμεσα στους άλλους γίγαντες του Θρύλου και του ποδοσφαίρου της εποχής— στο ταλέντο και στις ποδοσφαιρικές δεξιότητες, ο Μπέμπης, σε αντίθεση με πολλούς, δεν έκανε ποτέ εικόνισμα την εποχή του, κοίταζε πάντα μπροστά. Όταν κάπου στη δεκαετία του ’70, και αφού είχε κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, ο αθλητικογράφος Ανδρέας Μπόμης τον ρώτησε πώς θα έπαιζες σήμερα, ο Μπέμπης απάντησε κοφτά και με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Θα έπαιζα όπως και τότε, θα τα έδινα όλα για την ομάδα μου, τον Ολυμπιακό». Την μεγάλη του αγάπη, την ομάδα με την οποία καταξιώθηκε και έζησε τις πιο ένδοξες και συγκινητικές στιγμές της ζωή του. Όπως εκείνο το 3-2 με τον ΠΑΟΚ στη Θεσσαλονίκη, που ο Ολυμπιακός προηγήθηκε 2-0 και ισοφαρίστηκε, για να κερδίσει τελικά με γκολ του Μπέμπη και να πάρει το πρωτάθλημα — με ισοπαλία το έχανε.
Θανάσης Μπέμπης και Αντρέας Μουράτης, δίδυμο αχτύπητο μέσα στις τέσσερις γραμμές, αλλά και εκτός. Φίλοι, αδερφοί, οικογένεια, όπως συνέβαινε με τους περισσότερους παίχτες τότε. Άλλες εποχές. Ο θρυλικός «Μιζούρι» έλεγε ότι ο Μπέμπης «καλλιτέχνιζε» στο γήπεδο αλλά και ότι ήταν το πειραχτήρι που δεν άφηνε τους συμπαίκτες του σε ησυχία.
Ο «Πινόκιο» (αυτό το παρατσούκλι του είχαν κολλήσει) παρέμεινε πάντα ένα παιδί γεμάτο ζωή που λαχταρούσε ν’ αγγίξει τη στρογγυλή θεά, αυτή που του χάριζε έμπνευση για να κάνει τα δικά του «θεϊκά» στο γήπεδο· στο χώμα, στο χορτάρι, ο Μπέμπης δε χαμπάριαζε. Όταν ξεκίνησε να παίζει δεν υπήρχε χορτάρι, τα γήπεδα ήταν στρωμένα με χώμα, τα γόνατα μάτωναν, τα κεφάλια άνοιγαν και η ιδρωμένη φανέλα λάσπωνε και μάτωνε κάθε τόσο. Κι όταν πήρε μεταγραφή για την μεγάλη και παντοτινή του αγάπη, στο χώμα αποτύπωνε τις «καλλιτεχνίες» του και τάιζε σκόνη τους αντίπαλους αμυντικούς. Αλλά και στο χορτάρι, αργότερα, κάθε Μεγάλη Παρασκευή που έσμιγαν τ’ «αηδόνια» του Βραδυποριακού (παλαίμαχοι Ολυμπιακού) και του Ταλαιπωριακού (παλαίμαχοι Προοδευτικής) για να θυμηθούν τα παλιά και να χαρίσουν λίγο απ’ το αειφόρο «κελάηδισμά» τους στους τυχερούς.
Ο Μπέμπης ανήκει στις γενιές εκείνες των παιχταράδων που έπαιζαν για τη φανέλα, όσο κι αν αυτό, στη σημερινή εποχή του «ρεαλισμού» και της «κανονικότητας», ακούγεται εξωπραγματικό. Τότε, που ένα γκολ σε διεθνή αγώνα κόστιζε στον πρόεδρο πριμ ένα ρολόι ή ένα τραπέζι στις Τζιτζιφιές…
Ο Μπέμπης «έφυγε». Ένας-ένας φεύγουν για πάντα οι παλιοί παιχταράδες, όπως έφυγε πριν απ’ αυτούς κι η εποχή τους. Πίσω μένει η χαρά του παιχνιδιού, η έξαψη, ο πανηγυρισμός στο θρίαμβο, το σιχτίρ στη χαμένη ευκαιρία, η απογοήτευση από την ήττα, το όνειρο και το πείσμα για την κατάκτηση της ψηλότερης κορυφής, η ολοκλήρωση του ανθρώπου μέσα από τη συναναστροφή, την κοινωνική επαφή, την αγωνιστικότητα· αυτά δεν θα φύγουν, ποτέ. Μέσα σε κάθε έκφανση του παιχνιδιού αναβλύζει η δίψα για την ίδια τη ζωή. Άλλωστε και η ζωή είναι ένα παιχνίδι.