Ο τίμιος Τιμ Ντάνκαν και το μπασκετικό μεγαλείο ενός… “φλώρου”
Το πιο εκπληκτικό είναι πως κατάφερνε να βγάζει στο παρκέ ένα πιστό αντίγραφο του χαρακτήρα του, να ξεχωρίσει και να γίνει συμπαθής ακριβώς για αυτό, χωρίς ποτέ να επιδιώξει να ξεχωρίσει και να έχει θαυμαστές.
Ο Τιμ Ντάνκαν ήταν ένας άκρως αποτελεσματικός κι εντυπωσιακός παίκτης. Αλλά το πιο εντυπωσιακό ήταν ότι δεν έκανε τίποτα, στην πραγματικότητα, για να εντυπωσιάσει το κοινό και να προκαλέσει το θαυμασμό του.
Σε ένα μαγικό κόσμο γεμάτο επικοινωνιακό θόρυβο, ποζεριές, επιδειξίες, trash-talking, παίκτες γεμάτους έπαρση, τατουάζ, ακριβό κακόγουστο ντύσιμο και παχιά μεγάλα λόγια, ο Τιμ Ντάνκαν ήταν η εξαίρεση στον κανόνα που απείχε από όλα αυτά κι αδιαφορούσε επιδεικτικά. Έδινε σπάνια συνεντεύξεις, απέλπιζε τους ρεπόρτερ με τις μονολεκτικές συμβατικές απαντήσεις, αν μπορούσε κιόλας θα σκόραρε αόρατος, για να περνάει τελείως απαρατήρητος.
Η αγαπημένη επιθετική του κίνηση ήταν το αντιτουριστικό, αλλά φονικά αποτελεσματικό σουτάκι με ταμπλό, μοίραζε τάπες χωρίς καν να σηκωθεί από το έδαφος, ενώ ακόμα και τα καρφώματά του δεν ήταν ιδιαίτερα δυναμικά, λες και είχαν σιγαστήρα…
Ήταν μια ήρεμη δύναμη που κατάφερνε να εκνευρίσει-αποσυντονίσει τους αντιπάλους του με την απαράμιλλη ψυχραιμία του. Και το πιο εκπληκτικό (πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο) είναι πως κατάφερνε να βγάζει στο παρκέ ένα πιστό αντίγραφο του χαρακτήρα του, να ξεχωρίσει και να γίνει συμπαθής ακριβώς για αυτό, χωρίς ποτέ να επιδιώξει να ξεχωρίσει και να έχει θαυμαστές.
Το μόνο που βρήκαν ν του καταλογίσουν οι κακές γλώσσες είναι το διαζύγιο με τη γυναίκα του, ίσως γιατί δεν ήταν συναρπαστικός τύπος, ενώ υπήρχαν υπονοούμενα ότι μπορεί να ήταν πολύ soft και gay… Κατά σύμπτωση (;) αυτά ακριβώς που του καταλόγιζαν και για το (βαρετό, όχι πολύ δυναμικό) στιλ παιχνιδιού του.
Ο Ντάνκαν γεννήθηκε σαν σήμερα το 1976 στις Παρθένες Νήσους, ασχολήθηκε με την κολύμβηση και στράφηκε στο μπάσκετ γιατί ένας τυφώνας κατέστρεψε το κολυμβητήριο και ο ίδιος φοβόταν την ανοιχτή θάλασσα για τους καρχαρίες της. Πήρε υποτροφία για το Γουέικ Φόρεστ, ήταν ο κορυφαίος παίκτης του κολεγιακού πρωταθλήματος και έγινε το Νο 1 στα ντραφτ από τους Σαν Αντόνιο Σπερς.
Εκεί έφτιαξε ένα τρομερό δίδυμο ψηλών με το ναύαρχο David Robinson και πήρε το πρώτο δαχτυλίδι του πρωταθλητή το 99′, στην κουτσουρεμένη -ελέω λοκ-άουτ- χρονιά και τους τελικούς με τους Νικς. Πριν πάει στην ομάδα, τα σπιρούνια δεν είχαν κατακτήσει ποτέ τον τίτλο, αλλά όταν έφυγε, μετρούσαν ήδη πέντε -χωρίς όμως να φτάσουν ξανά σε τελικούς έκτοτε.
Ο μπασκετικός μέντορας του Ντάνκαν δεν ήταν ο Ρόμπινσον, αλλά ο Γκρεγκ Πόποβιτς, με τον οποίο είχαν μια βαθιά σχέση, σχεδόν “πατέρα-γιου”. Την περασμένη δεκαετία, συνέθεσε μια μαγική τριπλέτα με τους Πάρκερ-Τζινόμπιλι κι έφτασαν μαζί σε άλλα τέσσερα δαχτυλίδια, ανάγοντας σε επιστήμη το spacing -τις αποστάσεις μεταξύ των παικτών στην επίθεση.
Ακόμα κι ο τρόπος που αποσύρθηκε ήταν σεμνός, λιτός κι αθόρυβος, σαν… ταπεινό χαμομηλάκι κι όχι το μεγαλύτερο αστέρι της γενιάς του, σε πλήρη αντιδιαστολή με το “αντίο” του Κόμπι το ίδιο καλοκαίρι, που ανακοινώθηκε μήνες πριν και εξελίχθηκε σε ένα είδος τουρνέ στα γήπεδα του ΝΒΑ.
Αποχώρησε από την ενεργό δράση έχοντας πατήσει τα 40, με πέντε πρωταθλήματα, δύο βραβεία MVP της κανονικής περιόδου κι άλλα τρία στους τελικούς, άπειρες συμμετοχές σε All Star Game (15), στην καλύτερη πεντάδα (10) και την καλύτερη αμυντική πεντάδα του ΝΒΑ (8), πάνω από 26.000 πόντους και 15.000 ριμπάουντ στην 19χρονη καριέρα του. Στα παραπάνω προσθέτουμε κι ένα χάλκινο ολυμπιακό μετάλλιο στους αγώνες της Αθήνας, αφού πέτυχε το χειρότερο φεγγάρι της Team-Usa.
Ήταν κατά πολλούς ο καλύτερος πάουερ φόργουορντ (4άρι) όλων των εποχών, αν και στην πραγματικότητα, στους Σπερς έπαιζε κυρίως σέντερ (5άρι) ή τέλος πάντων κάτι ανάμεσα στις δύο θέσεις, στο οποίο ήταν αναμφισβήτητα ο καλύτερος και με διαφορά στην ιστορία του πρωταθλήματος.
Αν οι Σπερς έπαιζαν ή παίζουν ακόμα (;) κάτι σαν ευρωπαϊκό μπάσκετ, και είναι η λιγότερο τυπική -αλλά και η πιο συνεπής, σταθερή κι αποτελεσματική- ομάδα του ΝΒΑ, το απόλυτο σύμβολό τους δε θα μπορούσε να είναι παρά ένας εξίσου μη τυπικός και συμβατικός NBAer, που ξεχώριζε απ’ όλες τις απόψεις, αποφεύγοντας συστηματικά να προβάλλει τον εαυτό του, πάνω από το σύνολο.
Αυτός ήταν ο Τιμ Ντάνκαν…