Όλεγκ Μπλαχίν – Ένας τσάρος που ήταν κόκκινος…
Μπορεί στην Ελλάδα να τον αποκάλεσαν “τσάρο”, αλλά αυτός έγινε βουλευτής του ΚΚ Ουκρανίας, πριν την επικράτηση της φασιστικής κυβέρνησης στη χώρα του.
Αέρινος, αρχοντικός, αλλά όχι τσάρος… Αν εξαιρέσεις το θρυλικό Λεβ Γιασίν, ο Μπλαχίν ήταν πιθανότατα ο πιο λαμπρός εκπρόσωπος του σοβιετικού ποδοσφαίρου, που κέρδισε διεθνή αναγνώριση, φτάνοντας στην κορυφή της Ευρώπης, με τη “Χρυσή Μπάλα” που πήρε το 1975, ενώ ως προπονητής έκανε την Ελλάδα δεύτερο σπίτι του -όπου του έβγαλαν και το σχετικό προσωνύμιο.
Γεννήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 1952 κι ανδρώθηκε ποδοσφαιρικά στη Ντιναμό Κιέβου, όπου έμεινε σχεδόν μια ολόκληρη ζωή, από μικρό παιδί ως τα 36 του χρόνια. Ήταν βασικό στέλεχος της σπουδαίας ομάδας του Βαλερί Λομπανόφσκι, κερδίζοντας μεταξύ άλλων 8 Πρωταθλήματα Σοβιετικής Ένωσης, άλλα 5 Κύπελλα, και 2 Κύπελλα Κυπελλούχων, το 1975 -που ήταν ο νικητής της Χρυσής Μπάλας- και το 1986. Εκείνη τη χρονιά, η Ντιναμό Κιέβου ήταν η βάση της μεγάλης ομάδας της Σοβιετικής Ένωσης, που αδικήθηκε κατάφωρα από τη διαιτησία κόντρα στο Βέλγιο και αποκλείστηκε πρόωρα στο Μουντιάλ του Μεξικού. Δύο χρόνια αργότερα, η ίδια ομάδα θα έφτανε στον τελικό του EURO, χωρίς τον Μπλαχίν όμως, τα ηγετικά προσόντα του οποίου έλειψαν απέναντι στους Ολλανδούς.
Όταν σταμάτησε την μπάλα ο Μπλαχίν, ήταν πρώτος σκόρερ στην ιστορία της Ντιναμό Κιέβου και της Εθνικής ομάδας της πολυεθνικής ΕΣΣΔ -ένα ρεκόρ που θα μείνει πιθανότατα ακατάρριπτο, εφόσον δεν υφίσταται πλέον Σοβιετική Ένωση. Κι αν οι αριθμοί είναι φτωχοί και πεζοί για να περιγράψουν το μεγαλείο του παίκτη, υπάρχουν κάποια στιγμιότυπα, όπως αυτό το μικρό έργο τέχνης εναντίον της Μπάγερν, στο Σούπερ-Καπ του 1975, για να δείξουν ένα μικρό μέρος της αξίας του και πώς κάλπαζε στο γήπεδο σαν καθαρόαιμο.
Μπορεί επίσης να δει κανείς τα στιγμιότυπα από τους διπλούς αγώνες της Ντιναμό με τον ΠΑΟΚ, που δεν κατάφερε να βάλει ούτε καν το γκολ της τιμής και υποχρεώθηκε σε αποκλεισμό με το βαρύ 6-0 ως συνολικό απολογισμό, αλλά θα είχε την τύχη, πολλά χρόνια αργότερα, να έχει τον Μπλαχίν στον πάγκο του, ως προπονητή.
Το 88′ η Περεστρόικα χαλάρωσε τους περιορισμούς στα σύνορα -ως πρελούδιο για τη διάλυση που ερχόταν- και ο Μπλαχίν έφυγε για να κολλήσει τα τελευταία ένσημα στη Δύση μεν, αλλά στην Αυστρία (όπου υπήρχε ισχυρή παρουσία του Κόκκινου Στρατού) και σε μια ομάδα που λεγόταν Φόρβερτς (το ίδιο όνομα που είχε και μια ιστορική εφημερίδα των πρώτων επαναστατών). Ενώ οι τίτλοι τέλους έπεσαν στην Κύπρο και τον Άρη Λεμεσού!
Από εκεί βρέθηκε στον Πειραιά για να ξεκινήσει την προπονητική του καριέρα στον Ολυμπιακό. Πέτυχε τα “πέτρινα χρόνια” της ομάδας, στον απόηχο του σκανδάλου Κοσκωτά, αλλά οδήγησε τους ερυθρόλευκους στην κατάκτηση ενός Κυπέλλου στους διπλούς τελικούς με τον ΠΑΟΚ, με ωραίο ποδόσφαιρο. Στην ιστορία έχει μείνει και η σοβιετική τριπλέτα με Σαβίτσεφ-Λιτόφτσενκο και Προτάσοφ -με τον τελευταίο να μένει αρκετά χρόνια στη χώρα μας.
Εκείνο το διάστημα έδωσε και μια συνέντευξη στο Ριζοσπάστη -που αφιέρωνε τότε δύο και τρεις σελίδες στα αθλητικά- όπου έλεγε μεταξύ άλλων πως αμφισβητεί ακόμα και τον εαυτό του, αλλά πιστεύει πως δεν υπάρχει αναρχικό ποδόσφαιρο. Ενώ μια άλλη μαρτυρία περιγράφει πόσο ευθύς και αθυρόστομος ήταν, λέγοντας πχ μετά από μια ήττα κάτι σαν: «η ομάδα σήμερα ήταν μπουρδέλο… άνω-κάτω θέλω να πω, συγγνώμη». Ενώ σαν ανέκδοτο καταχωρείται και η φήμη που διέδωσε ο Σαλιαρέλης πως αναγκάστηκε να πουλήσει τον Ούγγρο άσο Λάγιος Ντέταρι, γιατί δεν μπορούσε να συνυπάρξει με το Σοβιετικό Μπλαχίν -λόγω της εθνικότητας του τελευταίου…
Στη συνέχεια πέρασε δύο φορές από τον πάγκο του ΠΑΟΚ, μία χρονιά από αυτόν της ΑΕΚ, βγάζοντάς την στο Τσάμπιονς Λιγκ, και άλλες δύο φορές από τον Ιωνικό, με τον οποίο έφτασε στην Ευρώπη. Δεν κατάκτησε ποτέ όμως το πρωτάθλημα στην Ελλάδα, συμπεραίνοντας πως στη χώρα μας αξίζει μόνο η πρώτη θέση, αλλιώς σε θεωρούν αποτυχημένο…
Το 2002 επιστρέφει στην πατρίδα του, μετά από 12 χρόνια στην Ελλάδα, ενώ στο ενδιάμεσο έχει εκλεγεί βουλευτής με το κεντρώο κόμμα “Γκρομόντα”. Προσχώρησε όμως στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΚΚ Ουκρανίας, χωρίς να έχει συχνή παρουσία λόγω των επαγγελματικών του υποχρεώσεων, και ήταν εκ νέου υποψήφιος του κόμματος, που είχε κυρίως φιλορωσικό προσανατολισμό, στηρίζοντας την κυβέρνηση Γιανουκόβιτς.
Ανέλαβε προπονητής της Εθνικής Ουκρανίας, οδηγώντας την μέχρι τα προημιτελικά του Μουντιάλ, που παραμένει η κορυφαία διάκριση στην ιστορία της. Στη θητεία του ως Ομοσπονδιακός προπονητής, είχε κάνει και μια δήλωση με την οποία θεωρούσε πως στην Ουκρανία δεν υπάρχει ρατσισμός, κάτι που έμελλε σύντομα να διαψευστεί.
Τα επόμενα χρόνια τον συναντάμε στον πάγκο μιας ρώσικης ομάδας, ξανά στην εθνική Ουκρανίας και αργότερα στην αγαπημένη του Ντιναμό Κιέβου. Μετά το 2014, όμως, τα προπονητικά του ίχνη εξαφανίζονται, κι αυτό ασφαλώς δεν είναι τυχαίο, ούτε άσχετο από τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα και την επικράτηση των φασιστών, που ακούσαν ανοιχτή παρακρατικού τύπου βία ενάντια στα μέλη του ΚΚ Ουκρανίας.
Έτσι εξηγείται και η απουσία του από το προσκήνιο, με την κατάντια της ομάδας που κάποτε οι παίκτες της έγραφαν ιστορία με την αντίστασή τους ενάντια στο φασισμό, ενώ τώρα είναι άνδρο του, σε επίπεδο διοίκησης και οργανωμένων οπαδών. Αλλά όπως η ιστορία δεν ξεγράφει ποιος τσάκισε το φασισμό, έτσι κανείς δεν μπορεί να σβήσει την προσφορά του Όλεγκ Μπλαχίν και τα ανεξίτηλα χνάρια που άφησε στο σοβιετικό και το ουκρανικό ποδόσφαιρο.