Όταν ο χρόνος σταμάτησε στα Τέμπη – Το τραγικό δυστύχημα του πούλμαν των οπαδών του ΠΑΟΚ
Όλοι κοιμούνταν. Έξι δεν ξύπνησαν, συνέχισαν να ονειρεύονται.
Είμαστε η νιότη που δε ζήσαμε ποτέ. Είμαστε οι ζωές που δε θ’ αφηγηθεί κανείς. Είμαστε οι νεκροί της Εθνικής Οδού.
Είκοσι χρόνια μετά το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη που σημάδεψε την φίλαθλη Ελλάδα και τον κόσμο του ΠΑΟΚ. Τα λεωφορεία των οπαδών επέστρεφαν μετά από το ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ. Το πούλμαν που μετέφερε τα παιδιά από το Κορδελιό έφτανε στα Τέμπη, ενώ ο οδηγός του κοιμόταν και είχε δώσει το τιμόνι στο γιο του ιδιοκτήτη του πρακτορείου που διοργάνωνε την εκδρομή. Τότε αυτός επιχείρησε επικίνδυνη προσπέραση, συγκρούστηκε με ένα φορτηγό που ερχόταν από το αντίθετο ρεύμα, και το λεωφορείο βγήκε εκτός εθνικής οδού, για να συρθεί αρκετά μέτρα. Έξι νεαρά παιδιά άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή.
Χαράλαμπος Ζαπουνίδης, ετών 20, Δημήτριος Ανδρεαδάκης, ετών 25, Χριστίνα Τζιόβα, ετών 18, Αναστάσιος Θέμελης, ετών 22, Γεώργιος Γκανάτσιος, ετών 17, Κυριάκος Λαζαρίδης, ετών 17.
Εμείς αντιγράφουμε το σχετικό απόσπασμα από το κεφάλαιο του Νίκου Ιωαννίδη (Ισοβίτη) “Μια εποχή στο τσιμέντο“, από τις εκδόσεις Τόπος.
Η περηφάνια σας.
Είμαστε τα παιδιά που δε μεγαλώσανε.
Είμαστε η νιότη που δε ζήσαμε ποτέ.
Είμαστε οι ζωές που δε θ’ αφηγηθεί κανείς.
Είμαστε οι νεκροί της Εθνικής Οδού.
Είμαστε ο ΠΑΟΚ.
Εμείς είμαστε ο ΠΑΟΚ.
Η νύχτα της 4ης Οκτωβρίου 1999 δεν ξημέρωσε ποτέ. Η Γη σταμάτησε να γυρίζει, ο Ήλιος έσβησε. Το διώροφο λεωφορείο του Κορδελιού τράκαρε, μπαίνοντας στο αντίθετο ρεύμα, έπεσε σε ένα χαντάκι έξω από το δρόμο και σταμάτησε ακαριαία έξι καρδιές από τις εβδομήντα επτά που κουβαλούσε στην επιστροφή του από Αθήνα. Ήταν πέντε παρά το πρωί, ο οδηγός είχε δώσει το τιμόνι στον πιτσιρικά γιο του, αυτός προσπάθησε να κάνει προσπέραση λίγο πριν τα διόδια των Τεμπών, σκότωσε και τον οδηγό του φορτηγού που ερχόταν αντίθετα. Όλοι κοιμούνταν. Έξι δεν ξύπνησαν, συνέχισαν να ονειρεύονται. Ο Κυριάκος. Η Χριστίνα. Ο Τάσος. Ο Χαράλαμπος. Ο Γιώργος. Ο Δημήτρης.
Η επόμενη μέρα βρήκε τον κόσμο μας διαφορετικό. Λειψό. Λειψό από ανάσες, από κουράγια, από αίμα. Η ζωή τελείωσε στις 4 Οκτωβρίου 1999, η ζωή των έξι αδερφών μας αλλά και η ζωή όλης της γενιάς που όργωσε την Ελλάδα και την Ευρώπη. Ήταν το τέλος των “Old School”, το τέλος της δεκαετίας και ήρθε με πάταγο, ήταν θορυβώδες όσο τα σίδερα του πούλμαν που λύγισαν από τη σύγκρουση και σύρθηκαν στην άσφαλτο ως την ανατροπή τους δίπλα στο δρόμο. Η ζωή δε συνεχίζεται, μόνο ο θάνατος συνεχίζεται, πεθάναμε όλοι εκείνη τη νύχτα. Η μισή κερκίδα δεν ξαναταξίδεψε από τότε. Τα πιο πολλά πρόσωπα εξαφανίστηκαν από το τσιμέντο. Ακόμα κι εμείς που συνεχίσαμε, θα ήμασταν άλλοι άνθρωποι -ξαναγεννηθήκαμε, μέσα στο αίμα, νεκροζώντανοι και αόρατοι μεταξύ μας επί χρόνια. Αλλά η εποχή του Τσιμέντου έριξε τους τίτλους του τέλους της μαζί με τα ματωμένα πανιά που σκέπασαν τα ζεστά σώματα των παιδιών μέχρι να φτάσουν τα ασθενοφόρα.
Οι περισσότεροι την είχαν πέσει για ύπνο, χαρούμενοι, κουρασμένοι αλλά ευτυχισμένοι από ένα ακόμα ταξίδι στο Νότο για να υμνήσουν τον ΠΑΟΚ τους, τον ΠΑΟΚ που ανάσαινε μέσα τους κι έδινε το ρυθμό σε κάθε χτύπο της καρδιάς τους, τον ΠΑΟΚ που του έσερνε υπνωτισμένους σε κάθε γήπεδο, σ’ όλη τη Γη, τον ΠΑΟΚ τους που γεννήθηκε σε συνοικίες και σε δρόμους κι Αυτοί τον πήραν και τον μεγάλωσαν και τον έκαναν γίγαντα. Αυτοί, που δεν κοίταζαν το ρολόι τους στη διαδρομή, που σ’ έπαιρναν στην πλάτη μέχρι το τρένο όταν λιποθυμούσες, που σάπιζαν στα τσιμέντα κάνοντας νόημα “μη σταματάτε εσείς”, που δεν το έπαιζαν μάγκες κρυμμένοι στο πλήθος, που στύλωναν τα πόδια μπροστά στα θεριά, που δεν κοιτούσαν τους απέναντι και δε χειροκροτούσαν στον πόνο τους, που σε τραβούσαν από τη φάκα λίγο πριν πέσει στο σβέρκο σου, που δεν πρόλαβες να ρωτήσεις το όνομά τους επειδή κάθε βδομάδα το άλλαζαν, τα Παοκτσάκια, τα Παοκτσάκια με τα χίλια τραγούδια και τα χίλια μυαλά, τα Παοκτσάκια της διπλανής θέσης, τα Παοκτσάκια που ξαποσταίνανε μετά την κούραση του πανηγυριού στα τελευταία χιλιόμετρα που έγραφαν στο κοντέρ τους, έμπαιναν στο σκοτάδι, πλησίαζαν στο τέρμα, κοιμόντουσαν, έβλεπαν όνειρα, έξι καρδιές που χτύπησαν δυνατά, λίγο πιο δυνατά από τις άλλες τριγύρω στο πούλμαν, τόσο δυνατά που…