Ουίλτ Τσάμπερλεϊν – Η τελειότητα ενός “ηττοπαθούς”
Καθρέφτη καθρεφτάκι μου, ποιος είναι ο καλύτερος παίκτης όλων των εποχών; Αυτός που βάζει τους περισσότερους πόντους ή αυτός που κατακτά τους περισσότερους ομαδικούς τίτλους;
Η μισή αλήθεια είναι σαν ψέμα. Και τα στατιστικά είναι ο καλύτερος τρόπος για να πεις ψέματα.
Η μισή αλήθεια λοιπόν είναι πως ο Ουίλτ Τσάμπερλεϊν ήταν πιθανότατα η μεγαλύτερη καλαθομηχανή στην ιστορία του ΝΒΑ και γενικότερα του αθλήματος. Σε μια εποχή που ευνοούσε ίσως τους σκόρερ, αλλά δε βοήθησε με πολλά βίντεο και οπτικό υλικό την υστεροφημία του για τη μάχη του κορυφαίου παίκτη όλων των εποχών, αφήνοντας το μύθο να καλύψει δημιουργικά το κενό. Κανείς, πλην του Τζόρνταν ίσως, δεν κατάφερε να πλησιάσει τους δικούς του ρυθμούς, τους τρομακτικούς μέσους όρους του, την ερωτική σχέση που είχε με το καλάθι όποια ώρα και με όποιον τρόπο ήθελε -εκτός από τη γραμμή των βολών.
Ο Τσάμπερλεϊν πέτυχε ανεπανάληπτες επιδόσεις και ρεκόρ, όπως τη μαγική βραδιά του απέναντι στους Νικς και την κατοστάρα που πέτυχε μόνος του, με 36/63 δίποντα και 28/32 βολές -που γενικά ήταν η αχίλλειος πτέρνα του. Μια μοναδική βραδιά από την οποία δεν έχει μείνει οπτικό υλικό ως μαρτυρία, πέρα από την κλασική φωτογραφία του και το καρτελάκι με το μαγικό αριθμό 100. Η επόμενη καλύτερη επίδοση στο ΝΒΑ ήταν πολλούς πήχεις πιο κάτω κι ανήκει στον Κόμπε Μπράιαντ με 81 πόντους.
Και δεν είναι μόνο αυτό το ρεκόρ. Είναι και το ρεκόρ με τα 55 ριμπάουντ σε έναν αγώνα. Το μοναδικό επίτευγμα με τους 4.000 πόντους σε μια σεζόν. Οι 50 πόντοι μέσο όρο ανά αγώνα σε μια σεζόν. Οι 30+ πόντοι και τα 23 ριμπάουντ ως μέσοι όροι καριέρας -και να φανταστείς πως έπεσαν λίγο προς το τέλος. Τα 48,5 λεπτά συμμετοχής ανά μέσο όρο σε μια σεζόν που κάθισε στον πάγκο μόλις για 8 αγωνιστικά λεπτά. Κι η πρωτιά του στις ασίστ -για όσους έλεγαν πως δεν ήταν αρκετά ομαδικός- σε μια σεζόν, που τον κατέστησε το μοναδικό σέντερ που έχει καταφέρει ποτέ κάτι ανάλογο.
Η άλλη μισή αλήθεια είναι πως ο Τσάμπερλεϊν κέρδισε μόνο δύο δαχτυλίδια πρωταθλητή στην καριέρα του, σε μια εποχή που ο ανταγωνισμός δεν ήταν συγκριτικά μικρότερος κι ενίοτε ανύπαρκτος, αφού τον έσβηνε η κυριαρχία των Σέλτικς με τους συνεχόμενους τίτλους. Ο Τσάμπερλεϊν είδε το “αντίπαλο δέος”, τον Μπιλ Ράσελ, να κερδίζει 11 πρωταθλήματα το ίδιο περίπου διάστημα, έβλεπε τα δικά του στατιστικά να σημειώνουν πτώση απέναντι στη Βοστώνη, και κατάφερε να κερδίσει μόλις μία φορά σε σειρά πλέι-οφ τους Σέλτικς -παρόντος του Ράσελ. Κάτι που εξηγεί και τα “μόλις” δύο δαχτυλίδια που πήρε στην καριέρα του.
Αν λοιπόν η κορυφή, στη συζήτηση για τον καλύτερο παίκτη όλων των εποχών, βγαίνει με βάση τους πόντους και το σκοράρισμα ή γενικά τα στατιστικά, τότε ανήκει στον Τσάμπερλεϊν, χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Αν βγαίνει με βάση τις γυναίκες που έχει κατακτήσει, η κορυφή είναι και πάλι δική του, αφού ήταν εκ πεποιθήσεως εργένης και πολυγαμικός. Ακόμα κι αν είναι υπερβολικός ο αριθμός των 20 χιλιάδων γυναικών με τις οποίες υπολόγισε πως έχει συνευρεθεί, όπως ισχυριζόταν στην αυτοβιογραφία του, κάτι που τον έμπλεξε σε μπελάδες με τις φεμινιστικές οργανώσεις και τον ανάγκασε να προβεί σε διευκρινιστική δήλωση, πως επρόκειτο για κάτι αμοιβαίο και πως δεν έβλεπε τις γυναίκες σαν τρόπαια.
Αν όμως μιλάμε για αθλητικά -και όχι για ανθρώπινα- τρόπαια, τότε ο Τσάμπερλεϊν κατάφερε μεν να ξεφύγει από το κλαμπ των μεγάλων παικτών που έφτασαν πολλές φορές στην πηγή χωρίς να πιουν νερό, δεν μπορεί να μπει όμως σε σύγκριση με τα έξι δαχτυλίδια του Μάικλ Τζόρνταν, τα ισάριθμα του Τζαμπάρ, τα πέντε του Μάτζικ -πόσο μάλλον με τα έντεκα του Μπιλ Ράσελ.
Αν πάλι κρίνουμε συνολικά ως χαρακτήρα και προσωπικότητα έναν αθλητή, ο Τσάμπερλεϊν ήταν δηλωμένος Ρεπουμπλικάνος, οπαδός του Νίξον, και δεν ένιωσε ποτέ την ανάγκη να προβεί σε δηλώσεις-κινήσεις στήριξης των κινημάτων της εποχής του ή οργανώσεων όπως οι Μαύροι Πάνθηρες, για τα δικαιώματα της φυλής του.
Υπάρχει όμως κάτι ακόμα που δε χωράει στα παραπάνω. Η επίδραση ενός παίκτη στο άθλημα στο οποίο αγωνίζεται. Και σε αυτόν τον τομέα ήταν ίσως ο κορυφαίος, μακράν του δεύτερου, αφού το ΝΒΑ άλλαξε μια σειρά κανονισμούς προσπαθώντας να ελέγξει τον κυριαρχικό τρόπο παιχνιδιού του. Μεγάλωσε τη ρακέτα, καθιέρωσε το goal-tending για τις τάπες στα σουτ που είναι στην κάθοδο, απαγόρευσε την επαναφορά πάνω από το ταμπλό (σύστημα των ομάδων του Τσάμπερλεϊν), τις παρεμβάσεις πάνω από το στεφάνι, καθώς και να εκτελούνται βολές με κάρφωμα, που ήταν πατέντα του Ουίλτ. Το επόμενο βήμα θα ήταν να του δέσει τα μάτια ή το ένα χέρι, για να το κάνει πιο δίκαιο για τους αντιπάλους του.
Κι αυτό ήταν ίσως το πιο σπουδαίο παράσημο στην καριέρα ενός παίκτη, που γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια. Που ασχολούνταν παράλληλα με αγωνίσματα του στίβου, και τον κέρδισε το μπάσκετ αποκλειστικά λόγω του ύψους που πήρε απότομα ένα καλοκαίρι. Που τον έλεγαν Big Diper, γιατί συνήθως έσκυβε για να περάσει το κατώφλι μιας πόρτας. Που έγινε ο πρώτος που παρατά το κολέγιό του για να γίνει επαγγελματίας, αλλά τότε αυτό απαγορευόταν κι έτσι πέρασε μια χρονιά με τους Χάρλεμ Γκλομπτρότερς, την περίφημη ομάδα επίδειξης.
Που διηγούνται για αυτόν μια απίθανη ιστορία που έχει ως εξής.
Σε ένα ματς των Ουόριορς με τους Σιάτλ Σουπερσόνικς ο Τομ Μέσερι έκανε τέσσερις προσποιήσεις πριν σουτάρει όμως ο Τσέμπερλεϊν τον σταμάτησε. Ο σέντερ των Σόνικς ξαναπήρε τη μπάλα, έκανε νέα προσποίηση και δέχθηκε κι άλλη τάπα! Η μπάλα, όμως, παραμένει στα χέρια του και προσπάθησε, αυτή τη φορά, να τον περάσει με ντρίπλες… Μία, δύο, στην τρίτη ο Ουϊλτ βάζει το χέρι του στο κεφάλι του αντιπάλου του και λέει: «Αρκετά». Και ο Μέσερι πάσαρε τη μπάλα έξω από τη ρακέτα!
Που μέχρι τα 50 του διατηρούσε τη φήμη πως μπορεί να επιστρέψει στην ενεργό δράση και πίστευε πως όντως μπορεί να το κάνει, έχοντας πολλά ποιοτικά λεπτά. Που είχε συμπρωταγωνιστικό ρόλο μαζί στον Κόναν το Βάρβαρο, δίπλα στο Σβαρτσενέγκερ. Και που έφυγε στις 12 Οκτώβρη 1999 από ανακοπή καρδιάς, αφού είχε χορτάσει κάθε γήινη απόλαυση, φλερτάροντας με μια εξωγήινη αθλητική τελειότητα, που ωστόσο δε συνοδεύεται πάντα από νίκες και τίτλους. Γιατί το μπάσκετ είναι και παραμένει ομαδικό άθλημα, που επιβραβεύει το σύνολο και όχι όσους “αριστεύουν” σε ατομικό επίπεδο. Κι αυτή είναι η ομορφιά του.