Πέτζα και τέζα…
Ο Πέτζα φάνηκε άξιος της μεγάλης των Πλάβι σχολή, με το γλυκό δολοφονικό σουτάκι ως σήμα κατατεθέν κι είχε την πιο λαμπρή καριέρα από κάθε άλλο Γιούγκο στο ΝΒΑ
Τον “παλιό καλό καιρό” -που τίποτε δεν ήταν αγνό και ρομαντικό, απλώς δεν είχαμε σόσιαλ μίντια, αναρτήσεις στο Ίνστα, και ξύλο σε γυράδικα-, η Α1 μάζευε την αφρόκρεμα των παικτών, και θεωρούνταν το καλύτερο πρωτάθλημα στην Ευρώπη, Κι αν έπρεπε κανείς να διαλέξει μία και μόνο στιγμή ως την πιο χαρακτηριστική της “χρυσής εποχής”, θα ήταν πιθανότατα αυτό το σουτ.
Μπορεί να μην έκρινε ακριβώς τον τίτλο και μεις να μην ξέραμε την έννοια clutch, παρά μόνο το χλατς που έκανε η μπάλα στο διχτάκι, αλλά αυτό το χλατσωτό και κλατσωτό τρίποντο του Πέτζα ήταν το αριστούργημα που μας άφησε να θυμόμαστε πριν φύγει στο ΝΒΑ. Τέλος εποχής -για τη δυναστεία του Ολυμπιακού-, και αρχή μιας άλλης, χωρίς Πέτζα, γιατί το ταλέντο του παραήταν μεγάλο για να χωρέσει στην Ευρώπη.
Ο Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς γεννήθηκε στις 9 Ιουνίου 1977 στην ενιαία Γιουγκοσλαβία σε μια πόλη που θα κατέληγε στην κροατική πλευρά, αλλά από Σέρβους γονείς, ενώ ο πατέρας του πολέμησε στον εμφύλιο μαζί με τους ομοεθνείς του, ενάντια στους παλιούς του συμπατριώτες.
Ο Στογιάκοβιτς βρήκε το δικό του καταφύγιο στο μπάσκετ, φάνηκε άξιος της μεγάλης των Πλάβι σχολή, με το γλυκό δολοφονικό σουτάκι ως σήμα κατατεθέν κι είχε την πιο λαμπρή καριέρα από κάθε άλλο Γιούγκο στο ΝΒΑ, πιθανότατα μαζί με τον Ντίβατς που έγινε ο μέντοράς του στο Σακραμέντο. Πριν από αυτό όμως, προηγήθηκε ο μεγάλος του έρωτας με το δικέφαλο του Βορρά.
Έδειξε το ταλέντο του από μικρός και καθιερώθηκε ως έφηβος στην ανδρική ομάδα του Ερυθρού Αστέρα. Εκεί τον εντόπισαν οι κεραίες του Ίβκοβιτς, που τον έφερε στον ΠΑΟΚ, μια ομάδα αδελφοποιημένη με την Παρτιζάν, που έχει ψαρέψει όμως από τον αιώνιο αντίπαλό της τις δυο μεγαλύτερες μορφές της ιστορίας του (Πρέλεβιτς και Στογιάκοβιτς).
Το ’93 θεωρούνταν η καλύτερη ομάδα στην Ευρώπη, αλλά οι συνθήκες δεν είχαν ωριμάσει ακόμα για τον Γκίνη. Αυτό ήταν το ελληνικό του επίθετο, που ελάχιστη το θυμούνται σήμερα, με το οποίο ο Πέτζα απέκτησε ελληνικό διαβατήριο, χάρη στην ευρύτατη φάμπρικα των ελληνοποιήσεων, που γινόταν με τις ευλογίες της Ομοσπονδίας, στερώντας το ζωτικό χώρο και πρωταγωνιστικό ρόλο από τη ντόπια φουρνιά, κι οδηγώντας τους χρυσούς εφήβους του ’95 να φωνάζουν ειρωνικά “Πού ‘ναι οι Γιούγκοι”.
Την ίδια χρονιά, ο Στογιάκοβιτς κατακτά τον πρώτο και μοναδικό τίτλο του με τον ΠΑΟΚ (κύπελλο), πριν αρχίσει καλά – καλά να παίζει στην ομάδα. Την επόμενη σεζόν καθιερώνεται, φτάνει στον τελικό του Κυπελλούχων και γίνεται ντραφτ στο ΝΒΑ το νούμερο 14 από τους Kings, ανάμεσα στον Κόμπε και τον Στιβ Νας (το 15) και λίγες θέσεις πιο μπροστά από το συμπαίκτη του Ευθύμη Ρετζιά που κατέληξε στο 23. Είναι ο βασικός λόγος που οι οπαδοί του ΠΑΟΚ δε βυθίζονται σε μελαγχολία όταν φεύγει ο Πρέλεβιτς από την ομάδα, και το ’98 τους αποχαιρετά, με μια πρώτη θέση σκόρερ στην Ευρωλίγκα για τη συμμετοχή στους τελικούς, χάρη στο τρίποντο που μνημονεύσαμε εισαγωγικά. Εκεί θα παίξει αντίπαλος με το Σκοτ, που θα γίνει αργότερα προπονητής του, αλλά το εμπόδιο του διψασμένου ΠΑΟ αποδεικνύεται αξεπέραστο.
Ο Στογιάκοβις είναι έτοιμος για το επόμενο βήμα, αλλά η καρδιά του ανήκει στον ΠΑΟΚ και την Ελληνίδα σύντροφό του (μοντέλο, όπως επέβαλε το “έθιμο” της εποχής για τους καλαθοσφαιριστές). Όλοι περίμεναν πως θα γυρίσει στην Ελλάδα για τα τελευταία του ένσημα, χωρίς τελικά να ευοδωθεί ποτέ αυτό το σενάριο.
Η μετάβαση στο ΝΒΑ απαιτεί ένα διάστημα προσαρμογής, αλλά ήδη από το δεύτερο χρόνο του στις ΗΠΑ μπαίνει το νερό στο αυλάκι κι ο Πέτζα ψηφίζεται δεύτερος πιο βελτιωμένος παίκτης μετά το ΜακΓκρέιντι. Οι Kings παίζουν σέξι μπάσκετ που του ταιριάζει γάντι, αλλά δε βρίσκουν τρόπο να περάσουν τους Λέικερς του Κόμπε και του Σακίλ και μένουν βασιλιάδες χωρίς στέμμα. Ο Στογιάκοβιτς ζητάει ανταλλαγή απ΄το 2004 και τα καταφέρνει δυο χρόνια αργότερα. Στο ενδιάμεσο, έχει ψηφιστεί ως μέλος της δεύτερης καλύτερης πεντάδας του πρωταθλήματος, πετυχαίνοντας πάνω από 24 πόντους μέσο όρο στην πιο παραγωγική χρονιά του και έχει πάει σε 3 All Star Game, όπου καταθέτει διαπιστευτήρια ως δεινός σουτέρ, κερδίζοντας δυο διαγωνισμούς τριπόντων και βγαίνοντας ισάριθμες φορές φιναλίστ.
Κάνει σύντομα περάσματα από Ιντιάνα Πέισερς και Τορόντο Ράπτορς, αλλά στο ενδιάμεσο κατάφερε να αναγεννηθεί αγωνιστικά στους Χόρνετς της Νέας Ορλεάνης, όπου μεταξύ πολλών άλλων πετυχαίνει ένα μοναδικό, ακατάρριπτο μέχρι σήμερα ρεκόρ, σημειώνοντας τους 20 πρώτους πόντους της ομάδας του, στον αγώνα εναντίον των Σάρλοτ Μπομπκατς.
Το ’11 υποφέρει από τραυματισμούς, αλλά κερδίζει με τους Ντάλας Μάβερικς του Νοβίτσκι αυτό που του έλειπε: Το δαχτυλίδι του πρωταθλητή απέναντι στο Μαϊάμι του Λεμπρόν. Βάζει τον ιδανικό επίλογο στην καριέρα του κι αναλαμβάνει διοικητική θέση δίπλα στον Ντίβατς για τους Sacramento Kings, που απέσυραν μάλιστα το νούμερο 16 με τη φανέλα του.
Κατά καιρούς ακούγονται σενάρια για διοικητική ανάμιξη και την επιστροφή του ως παράγοντας έστω στον ΠΑΟΚ. Ο ίδιος επιβεβαιώνει διαρκώς τους όρκους αγάπης του προς το δικέφαλο, αλλά η σχέση τους μένει ημιτελής και ανολοκλήρωτη, όπως όλοι οι μεγάλοι έρωτες. Θα έχουν όμως για πάντα να θυμούνται το ΣΕΦ και όχι μόνο, όπως οι πρωταγωνιστές της Καζαμπλάνκα είχαν το Παρίσι.
THE END