Ποιος εκβιάζει και μπορεί να ρίξει κυβερνήσεις; Οι οπαδοί ή οι καπιταλιστές των ΠΑΕ;
Οι κυβερνήσεις δε φοβούνται μην τις ρίξουν τα οπαδικά μπουλούκια, αλλά οι καπιταλιστές που τα υποκινούν. Αν θέλουμε κι εμείς να τις τρομάξουμε, για να υποχωρούν μπροστά μας, πρέπει να κάνουμε πολύ περισσότερα και να γίνουμε το αντίπαλο δέος για τον αστικό πολιτικό κόσμο.
Οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν πως σε πλήρη αντίθεση με τις διακηρύξεις της, η κυβέρνηση εκβιάζεται, βιάζοντας η ίδια το δόγμα “Νόμος και Τάξη” κι ότι τρέμει το πολιτικό κόστος, αν τα βάλει με μια ιστορική ομάδα και τον λαό της. Αν και η τελευταία διατύπωση χωράει αρκετή κουβέντα.
Ναι, οι ομάδες μπορούν να κινητοποιήσουν τον κόσμο τους, αυτή είναι όμως η μισή αλήθεια. Τα τελευταία χρόνια είχαμε επανειλημμένα συλλαλητήρια οπαδών και ουκ ολίγα από οπαδούς τους ΠΑΟΚ. Πολλά εξ αυτών γίνονταν πριν από αγώνες στην Τούμπα, που συνδυάζονταν δηλαδή με γήπεδο και δεν έπεφταν καθημερινή, καταφέρνοντας να συγκεντρώσουν μερικές χιλιάδες. Το οποίο δεν είναι αμελητέο νούμερο, δε δείχνει όμως τέτοια δυναμική που θα μπορούσε να ρίξει κυβερνήσεις. Και σίγουρα δεν είναι οι πιο μαζικές διαδηλώσεις που έχει ζήσει η πόλη τα τελευταία χρόνια. Οι διαδηλώσεις εναντίον της επέμβασης στο Ιράκ, η πορεία ενάντια στο σχέδιο του Γιαννίτση για το ασφαλιστικό και οι αλλεπάλληλες απεργίες της τελευταίες δεκαετίας είχαν ασφαλώς πολλαπλάσιο κόσμο.
Όταν λέμε λοιπόν πως είναι κατάντια να διαδηλώνει τόσος κόσμος για τέτοια ζητήματα που δεν επηρεάζουν άμεσα τη ζωή του, δηλαδή για τα συμφέροντα της ομάδας του και του καπιταλιστή-ιδιοκτήτη της ΠΑΕ, αντί να τρέχει για όσα τον αφορούν πραγματικά, δεν είναι λάθος ως προβληματισμός, αλλά δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην αλήθεια. Ίσως υπερτιμούμε τη δύναμη των οπαδών στον δρόμο και κατ’ επέκταση, στα πολιτικά δρώμενα.
Ο μέσος οπαδός είναι εξ ορισμού θεατής, δυστυχώς συχνά αποχαυνωμένος, μαθημένος σε παθητικό ρόλο, να μην παίρνει πρωτοβουλίες για δράση. Δεν έχει μάθει να κατεβαίνει στον δρόμο να διεκδικεί και περιμένει να δει μια χαρά στη ζωή του απ’ την ομάδα που υποστηρίζει, αντί να οργανωθεί και να αλλάξει τη μιζέρια που τον περιβάλλει. Ακόμα και με τη φίλαθλη ιδιότητά του θα μπορούσε να αντιδρά στη σαπίλα, να διεκδικεί ένα άλλο πλαίσιο, έναν άλλο αθλητισμό. Ένα καλύτερο “προϊόν”, ακόμα και ως πελάτης -όπως τον αντιμετωπίζουν δηλαδή οι ΠΑΕ. Να πει πως δε βλέπεται αυτό το πράγμα, δεν υποφέρεται η μπόχα. Το μόνο που τον ενδιαφέρει όμως είναι να κερδίζει η ομάδα του, με κάθε μέσο -και αν είναι με διαιτητική εύνοια, κάποιοι το χαίρονται, γιατί “πονάει περισσότερο”.
Οι οπαδοί τείνουν να γίνουν όχλος που άγεται και φέρεται. Και αυτό δυστυχώς είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του γηπέδου, στη σημερινή κυρίαρχη εκδοχή του φαινομένου της κερκίδας. Εκεί βρίσκει κατά κανόνα στρεβλή διέξοδο η ανάγκη τους για συλλογικότητα και κάποια ιδανικά, όπου ως τέτοια νοούνται και βαφτίζονται οι επιτυχίες της ομάδας. Παρά τις αρκετές λαμπρές εξαιρέσεις με πολύ έντονους συμβολισμούς, που δείχνουν πως το γήπεδο διατηρεί ακόμα και άλλα χαρακτηριστικά, ο οπαδός τείνει να ενσωματωθεί σε ένα μπουλούκι, χωρίς διάθεση για αγώνες και διεκδίκηση, και χωρίς προφανώς ταξική συνείδηση. Αυτός είναι ο ορισμός του λούμπεν. Και αυτός δυστυχώς είναι ο κανόνας -με αρκετές σοβαρές εξαιρέσεις- και στα ελληνικά γήπεδα: η λουμπενοποίηση…
Και τι γίνεται με αυτούς που οργανώνονται σε συνδέσμους και δεν είναι απλώς παθητικοί θεατές; Αυτοί κατά κανόνα βλέπουν ακόμα πιο (ή εξίσου) στρεβλά τις παραπάνω έννοιες, της συλλογικότητας και των ιδανικών, με ορισμένες αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, όπως το κριτήριο που έδειξαν και την πρωτοβουλία που πήραν ενάντια στο φακέλωμα με την “κάρτα φιλάθλου”. Αλλά για το λεγόμενο οπαδικό κίνημα χρειάζεται μια άλλη ανάλυση, που δεν είναι το θέμα του κειμένου.
Δεν είναι λογικό όμως να βαφτίζουμε τα πάντα κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις, βάζοντας στο ίδιο τσουβάλι όσους κατεβαίνουν στον δρόμο. Τηρουμένων των αναλογιών, είναι σα να μπερδεύεις μια αθλητική αναμέτρηση με μια απεργιακή συγκέντρωση, γιατί τα αποκαλούμε με την ίδια λέξη: αγώνας…
Σε έναν εξωτερικό παρατηρητή, η λογική μπορεί να φαίνεται κοινή: κατεβαίνεις στον δρόμο για να πετύχεις κάτι, ασκείς πίεση στις αρχές, “εκβιάζεις” πολιτικά μια κυβέρνηση που φοβάται το πολιτικό κόστος και όσο πιο μαζικό είναι το κάλεσμα και το μήνυμα που θα δώσει, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει να πετύχει. Σωστά; Όχι ακριβώς…
Ένα πολιτικό κόμμα ή ένα σωματείο δεν είναι ομάδα πίεσης, λόμπι ή συντεχνία που κοιτάζει στενά το συμφέρον της. Το μαζικό κίνημα είναι εξ ορισμού κάτι διαφορετικό που κινείται προς μια κατεύθυνση, έχοντας άμεσους και στρατηγικούς στόχους. Διεκδικεί αιτήματα, πετυχαίνει επιμέρους νίκες και συνεχίζει…
Ομάδα πίεσης είναι οι οπαδοί που τους χρησιμοποιεί ένα λόμπι συμφερόντων, δηλαδή ο εκάστοτε ιδιοκτήτης της ομάδας, που δημιουργεί τον ιδιωτικό του στρατό -όπου ενίοτε βολεύονται και κάποιοι από τα κεφάλια των οργανωμένων, ως υπάλληλοι της ΠΑΕ, σεκιουριτάδες κτλ. Κι αυτός ο στρατός μπορεί να γίνει φόβητρο, κυρίως για τη στάση του στις εκλογές, αλλά δεν δρα αυτόβουλα, για τα δικά του συμφέροντα, παρά μόνο για λογαριασμό άλλου. Χωρίς αυτόν είναι ακέφαλος, δηλαδή ένα τίποτα.
Στο παρελθόν υπήρξαν πολλές περιπτώσεις σχετικά μαζικών ομαδικών συγκεντρώσεων, που πέρασαν στα ψιλά, γιατί δεν είχαν πίσω τους κάποιον ισχυρό παίκτη και ήταν καταδικασμένες να μην τις προσέξει κανείς. Ενώ υπάρχουν άλλες που έγιναν πρώτο θέμα, αν και μάζεψαν μόλις μερικές εκατοντάδες κόσμου, όπως η πρόσφατη, έξω από τα γραφεία της ΝΔ στη Θεσσαλονίκη, γιατί αποτύπωναν το συμφέρον ενός πολύ πιο δυνατού παίκτη.
Η αλήθεια είναι ίσως πικρή, αλλά πρέπει να την δούμε για να την αντιμετωπίσουμε. Η εκάστοτε κυβέρνηση δε φοβάται τις συγκεντρώσεις μερικών χιλιάδων οπαδών, αλλά τους καπιταλιστές ιδιοκτήτες που τις υποκινούν. Προσπαθεί να τα έχει καλά μαζί τους και να κρατήσει τις ισορροπίες, για να μην αρχίσουν πόλεμο εναντίον της και την ρίξουν, αυτοί και όχι ο οπαδικός ή ο εκλογικός “όχλος” από μόνος του, εφόσον δεν έχει δική του βούληση.
Αφού λοιπόν η κυβέρνηση φοβάται τις αντιδράσεις, μήπως να συγκεντρωθούμε μαζικά για να την ρίξουμε ή να την εκβιάσουμε για κάποιο σοβαρό πολιτικό ζήτημα που αφορά τις ζωές μας; Ναι να το κάνουμε, αλλά… δεν πάει έτσι. Πρέπει να γίνουν πολύ περισσότερα, να γίνουμε υπολογίσιμη δύναμη, το αντίπαλο δέος. Και αυτό σημαίνει πως ο κόσμος που κατεβαίνει δε θα είναι ένα ακέφαλο πλήθος, αλλά θα έχει μια πολιτική πρωτοπορία που θα την φοβάται ο αντίπαλος και μπορεί να υποχωρεί μπροστά στη δύναμή της.
Πρέπει επίσης να δούμε σοβαρά πώς θα πάψει ο κόσμος να αφιονίζεται με ψεύτικα ιδανικά, πώς θα αρχίσουν να τον κερδίζουν οι δικές μας ιδέες, η προοπτική ενός άλλου κόσμου ως το καλύτερο πρωτάθλημα που θα μπορούσε να πάρει ποτέ. Πώς θα γίνει τάξη για τον εαυτό της, και θα πάψει να είναι ένα οπαδικό μπουλούκι.
Και σε μια δεύτερη φάση να σκεφτούμε πώς θα αφήσει πίσω τα “κουσούρια” του ο κόσμος που κάνει το βήμα να κατέβει στον δρόμο, χωρίς βέβαια να χάσει το ζωογόνο αυθορμητισμό του. Να μάθει να τον προσελκύει η πραγματική ομορφιά του αγώνα, όσες θυσίες και αν θέλει, και να μη γοητεύεται από πυροτεχνήματα και εύκολα πεσίματα, που θυμίζουν οπαδικά ντου, αλλά δε ρίχνουν κανέναν. Το δεύτερο αντιστοιχεί στο λεγόμενο “αμπαλαέα”, με όρους γηπέδων. Το πρώτο θέλει αγώνα και λέγεται ταξική πάλη.