Πώς η αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ παρέδωσε τον ρωσικό αθλητισμό στη μαφία
Ο Τάρπιστσεφ πρότεινε στον Γέλτσιν να επιτρέψει στους αθλητικούς συλλόγους να εισαγάγουν αλκοόλ και καπνά αφορολόγητα, προκειμένου να κερδίσουν μερικά επιπλέον χρήματα. Οι Ρώσοι μαφιόζοι χρειάστηκαν γύρω στα 3 δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσουν ότι έπρεπε πάση θυσία να μπουν στον αθλητισμό.
Αντιγράφουμε ένα απόσπασμα απ’ το βιβλίο του Declan Hill “Τα στημένα – Ποδόσφαιρο και Οργανωμένο Έγκλημα” (Εκδόσεις Πολύτροπον, μετάφραση Γ. Βογιατζής) και πιο συγκεκριμένα από το κεφάλαιο “Να στήσει κανείς ή να μη στήσει;”, που αναφέρεται κυρίως στον ρωσικό αθλητισμό και τον έλεγχό του από τη ρωσική μαφία, μετά την επικράτηση της αντεπανάστασης.
Το ερώτημα είναι γιατί έχουν χάσει τη ζωή τους τόσο πολλοί άνθρωποι στο ρωσικό αθλητισμό; Οφείλεται σε ένα διεστραμμένο πάθος με τα σπορ; Σε μια παθολογική αγάπη για το ποδόσφαιρο που οδηγεί σε λουτρά αίματος; Σε μια εγκληματική μορφή του ακραίου χουλιγκανισμού;
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο κύριος λόγος που οι μαφιόζοι έμπαιναν στο χώρο του ρωσικού ποδοσφαίρου ήταν ότι ο έλεγχος αθλητικών ομάδων τους παρείχε σημαντικά επιχειρηματικά πλεονεκτήματα. Η ιστορία αρχίζει το 1993, όταν ο Μπόρις Γέλτσιν -σε μια κρίση αυτοκρατορικής μεγαλομανίας που θα έκανε ακόμα και ένα Τσάρο να κοκκινίσει- διόρισε τον πρώην προπονητή του στο τένις, Σαμίλ Τάρπιτσεφ, Υπουργό Αθλητισμού. Η ρωσική οικονομία βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση και η πάλαι ποτέ κραταιά σοβιετική αθλητική μηχανή κατέρρεε. Ορισμένοι κορυφαίοι αθλητικοί σύλλογοι ήταν τόσο φτωχοί που οι ποδοσφαιριστές ήταν αναγκασμένοι να μοιράζονται τις άπλυτες φανέλες τους. Λίγα χρόνια αργότερα, σε μια προπόνηση της ΤΣΣΚΑ Μόσχας, είδα τους ποδοσφαιριστές να ανταλλάζουν φανέλες και παπούτσια. Ο Τάρπιστσεφ πρότεινε στον Γέλτσιν να επιτρέψει στους αθλητικούς συλλόγους να εισαγάγουν αλκοόλ και καπνά αφορολόγητα, προκειμένου να κερδίσουν μερικά επιπλέον χρήματα. Αυτή ήταν μια τεράστια παραχώρηση. Ο Τζιμ Μούντι, διευθυντής της υπηρεσίας οργανωμένου εγκλήματος του FBI, υποστηρίζει ότι “σχεδόν το 30 τοις εκατό, ίσως και περισσότερο” από όλα τα χρήματα της ρωσικής κυβέρνησης προέρχονταν από όρους στα καπνά και το αλκοόλ. Η ιδέα ήταν κάθε αθλητικό σωματείο να μπορεί να εισαγάγει όσο αλκοόλ ή καπνό επιθυμούσε. Αυτό τους έδωσε ένα τεράστιο εμπορικό πλεονέκτημα έναντι άλλων νόμιμων εισαγωγέων αυτών των προϊόντων. Οι Ρώσοι μαφιόζοι, λοιπόν, χρειάστηκαν γύρω στα 3 δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσουν ότι έπρεπε πάση θυσία να μπουν στον αθλητισμό. Ως εκ τούτου, διάφορες μαφιόζικες οργανώσεις απέκτησαν τον έλεγχο διαφορετικών συλλόγων και άρχισαν να ανταγωνίζονται στην αφορολόγητη εισαγωγή αυτών των προϊόντων. Καμία μεμονωμένη ομάδα της μαφίας δεν κατόρθωσε να ελέγξει την αθλητική αγορά, μολονότι βέβαια όλες προσπάθησαν, όπως δείχνει ο μακρύς κατάλογος των θυμάτων.
Ορισμένοι Ρώσοι δημοσιογράφοι με τους οποίους μίλησα υποστηρίζουν ότι τα περισσότερα περιστατικά βίας σημειώθηκαν τις “παλιές κακές μέρες”, τα πρώτα δηλαδή χρόνια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, όταν οι μαφιόζοι γυρνούσαν στους δρόμους και εκτελούσαν όποιον απειλούσε την επέκταση της εξουσίας τους. Ο αθλητισμός δε διαφέρει από τις άλλες βιομηχανίες, συνεχίζει το επιχείρημα. Το 1993, πχ, δεκάδες πρόεδροι ιδιωτικών τραπεζών της Μόσχας εκτελέστηκαν σε μαφιόζικες επιθέσεις. Ούτε αποτελούν εξαίρεση το ποδόσφαιρο και το χόκεϊ. Το 1999, η BMW της αθλήτριας του καλλιτεχνικού πατινάζ, Μαρία Μπουτίρσκαγια, ανατινάχθηκε σε μια μυστηριώδη επίθεση. Ο Σεβαλιέ Νουσούγεφ, πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας Νεανικού Αθλητισμού, δολοφονήθηκε σε μαφιόζικη επίθεση και ο δεκαοχτάχρονος πυγμάχος, πρωταθλητής Ευρώπης στην κατηγορία των νέων, Σεργκέι Λατούσκο, έπεσε σε ενέδρα και δολοφονήθηκε με οκτώ σφαίρες στο στήθος και το κεφάλι, καθώς έφευγε από μια προπόνηση. Αυτά είναι μερικά μόνο παραδείγματα, αλλά υπάρχουν και πολλά άλλα, από διάφορα αθλήματα.
Ως ένα βαθμό, ωστόσο, οι δημοσιογράφοι έχουν δίκιο: το ποσοστό των δολοφονιών στον αθλητισμό έχει μειωθεί. Εξακολουθούν βέβαια να σημειώνονται φόνοι και βίαια περιστατικά αλλά όχι στο βαθμό που συνέβαιναν πριν μια δεκαετία. Ωστόσο υπάρχουν υπόγεια ρεύματα στον σημερινό ρωσικό αθλητισμό που ίσως μοιάζουν ακατανόητα σ’ έναν εξωτερικό παρατηρητή. Τη δεκαετία του ’90, για παράδειγμα, το FBI προσκόμισε στο δικαστήριο έγγραφα που αποδεικνύουν ότι επικεφαλής της ρωσικής μαφίας στην Αμερική ήταν ο Βιάτσεσλαβ Ιβανκόφ. Ο Ιβανκόφ καταδικάστηκε, μεταξύ άλλων, σε δεκαετή κάθειρξη για τον έλεγχο ενός κυκλώματος εκβιασμών απ’ την περιοχή Μπράιτον Μπιτς του Μπρούκλιν. Οι δικαστικές ακροάσεις αφορούσαν εν μέρει την εταιρεία Slavic Inc., η οποία υποτίθεται ότι ξέπλενε χρήματα για λογαριασμό του Ιβανκόφ. Το όνομα, ωστόσο, του τελευταίου δεν περιλαμβανόταν στα έγγραφα της εταιρείας. Αντίθετα, ως πρόεδρός της εμφανιζόταν ο Σλάβα Φετίσοφ, διάσημος αθλητής του χόκεϊ και διεθνής με την εθνική ομάδα της Ρωσίας, ο οποίος είχε αγωνιστεί σε κορυφαίες ομάδες της Σοβιετικής Ένωσης και της Βόρειας Αμερικής. Στην καριέρα του είχε κερδίσει πολλά πρωταθλήματα Ρωσίας και Αμερικής, καθώς και ολυμπιακά μετάλλια. Ο Φετίσοφ δεν εξήγησε ποτέ με πειστικό τρόπο πώς το όξομά του κατέληξε στα έγγραφα μιας εταιρείας που κατά το FBI συνδεόταν με το αφεντικό της ρωσικής μαφίας. Ο Σλάβα Φετίσοφ, μιλώντας στους συναδέλφους μου από την εκπομπή Frontline και στον Ρόμπερτ Φρίντμαν, τον ανεξάρτητο δημοσιογράφο που αποκάλυψε το θέμα, αρνήθηκε ότι ο Ιβανκόφ είχε κάποια σχέση με την εταιρεία (αν και ο συνήγορός του, Μπάρι Σλότνικ, επιβεβαίωσε ότι ο Ιβανκόφ είχε σχέσεις με την εταιρεία, η οποία όμως ήταν μια νόμιμη εταιρεία εισαγωγών-εξαγωγών). Ο Φετίσοφ έχει επιστρέψει στη Μόσχα. Σήμερα, εν έτει 2008, είναι Υπουργός Αθλητισμού.