Πώς κάνεις έτσι, δε σε είπαμε και Καμπούρη…
Ωδή στον τίμιο γίγαντα, τον οικοδόμο-ήρωα της εργατικής τάξης, που σφράγισε το τιρινινί κι έχει σήμερα γενέθλια.
Ο Καμπούρης είναι ένας “ήρωας” της εργατικής τάξης, αφού τα πρώτα χρόνια συνδύαζε το “γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί” με τις απογευματινές προπονήσεις μετά τη δουλειά. Ένας αντι-ήρωας, αντιτουριστικός και ταπεινός σαν το όνομά του, που δένει γάντι με το ταπεινό προφίλ του.
Ο Αργύρης Καμπούρης γεννήθηκε στις 24 Γενάρη του 1962 στην Αστυπάλαια, αλλά μεγάλωσε στον Πειραιά και έκανε τα πρώτα του βήματα στον Ολυμπιακό, όπου παραμένει ουσιαστικά ως και σήμερα, είτε σαν παίκτης, είτε σαν προπονητής στις Ακαδημίες της ομάδας, με ελάχιστες παρενθέσεις-διαλείμματα. Μία ως έφηβος που πήγε δανεικός στον ΑΟ Γλυφάδας, στο πλαίσιο μιας μεταγραφής, μία χρονιά στο Περιστέρι, όπου έκλεισε την καριέρα του, και σε κάποιες ομάδες του τοπικού πρωταθλήματος, ως προπονητής, πριν αναλάβει πόστο στους μικρούς του Ολυμπιακού.
Στους ερυθρόλευκους καθιερώθηκε τη δεκαετία του 80′ κι έπαιξε παραπάνω από μια δεκαετία, προλαβαίνοντας την εκτόξευση της ομάδαας στην κορυφή. Μαζί τους κέρδισε ως αρχηγός τρία σερί πρωταθλήματα, Κύπελλα, ενώ έπαιξε σε δύο Φάιναλ Φορ (Τελ Αβίβ και Θαραγόθα).
Η καταξίωση ήρθε όμως με την Εθνική ομάδα. Έγινε μέλος της στο πλαίσο της ανανένωσης που επιχειρούσε ο Κώστας Πολίτης, στελεχώνοντάς την με ψηλούς, δίμετρους παίκτες (για να μπορούν να ματσάρουν τους ψηλούς αντιπάλους της εποχής). Ήταν βασικός στο Μουντομπάσκετ του 86′ που ήταν σαν τροχιοδεικτική βολή για όσα θα ακολουθούσαν, αναπληρώνοντας την απουσία του Φασούλα. Στο Ευρωμπάσκετ του 87′ άνοιξε ο δρόμος του για τη βασική πεντάδα -απ’ όπου οι τέσσερεις σωματοφύλακες Γκάλης, Γιαννάκης, Φασούλας, Χριστοδούλου δεν έβγαιναν ποτέ- μετά τον τραυματισμό του Νίκου Φιλίππου στο δεύτερο αγώνα.
Πέτυχε συνολικά 53 πόντους σε εκείνη τη διοργάνωση, αλλά οι πιο σημαντικοί ήταν αναμφίβολα οι δύο τελευταίοι που έκριναν τον τελικό με τους Σοβιετικούς. Ο αγώνας είχε πάει στην παράταση με δύο βολές του Ανδρίτσου κι ήταν στην κόψη του ξυραφιού, 101-101. Ο Ιωάννου παίρνει την τελευταία επίθεση -αφού ο Γκάλης είναι κλεισμένος από δύο- κι αστοχεί, αλλά ο Καμπούρης παίρνει το επιθετικό ριμπάουντ και μαζί το φάουλ από τον Γκομπόροφ, τέσσερα δευτερόλεπτα πριν το τέλος.
101-101, η πρόκριση στα χέρια αυτού του τίμιου γίγαντα…
λέει λανθασμένα πάνω στη φούρια της στιγμής ο Συρίγος, αφού είμαστε στον τελικό και δεν υπάρχει ούτε επόμενος αγώνας ούτε πρόκριση. Ο Γιαννάκης έχει βγει με πέντε φάουλ, αλλά μπαίνει στο γήπεδο να τον εμψυχώσει, ενώ ο Πολίτης τον τραβάει γρήγορα πίσω, για να μη χρεωθεί με τεχνική ποινή. Ο Καμπούρης παίρνει την μπάλα, φυσάει τα δάχτυλά του για να μη γλιστράνε από τον ιδρώτα κι εκτελεί εύστοχα με ολύμπια ψυχραιμία -ένα κλισέ που μας συνοδεύει από τότε. 103-101. Ο Γιοβάισα, που είχε 4 στα 4 ως εκείνο το σημείο, βρίσκει ταμπλό από τη γωνία και ο Συρίγος αναγγέλλει:
είναι το τέλος. Η ελληνική ομάδα είναι πρωταθλήτρια Ευρώπης.
Ο Καμπούρης έλεγε αργότερα πως δεν είχε καθόλου αγωνία, καθώς εκτελούσε τις βολές. Ίσως να ήξερε και ο ίδιος πως οι πραγματικά κρίσιμες και δύσκολες ήταν αυτές του Λιβέρη Ανδρίτσου, που έστειλαν το ματς στην παράταση. Ή ίσως πάλι να γνωρίζει καλά κι από πρώτο χέρι, ως παιδί της εργατικής τάξης, πως τα πραγματικά δύσκολα είναι εκτός γηπέδου: η βιοπάλη, η δουλειά, το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί. Τι να του πει λοιπόν ένα ζευγάρι βολές…